Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιγή

См. также в других словарях:

  • σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… …   Dictionary of Greek

  • σιγή — η 1. έλλειψη θορύβου, ησυχία: Επικρατούσε νεκρική σιγή μέσα στην αίθουσα. 2. σιωπή: Τήρησαν ενός λεπτού σιγή μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγῇ — σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (doric) σῑγῇ , σιγάω keep silence …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγή — σῑγή , σιγή silence fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίγη — σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σί̱γη , σῖγος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (doric) σί̱γη , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σί̱γη …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σοφὸν εὔκαιρος σιγὴ καὶ παντὸς λόγου κρεῖττον. — См. Слово серебро, молчание золото …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μεμέλης, Απόστολος — (Σιγή Προύσας, Μικρά Ασία 1876 – 1935). Γιατρός και λογοτέχνης. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· εκεί, άσκησε το ιατρικό λειτούργημα μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …   Dictionary of Greek

  • σίγ' — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑγαί , σιγή silence fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»