Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γεωγράφος

См. также в других словарях:

  • γεωγράφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφος — ο, η (ΑΜ γεωγράφος, ο Α και ως επίθ. γεωγράφος, ον) αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη γεωγραφία μσν. ο γεωγράφος ο Στράβων …   Dictionary of Greek

  • γεωγράφος — ο, η 1. επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη γεωγραφία. 2. συγγραφέας βιβλίων γεωγραφίας: Ο Στράβωνας είναι από τους σημαντικότερους γεωγράφους της αρχαιότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μελέτιος ο Γεωγράφος — (Μιχαήλ Μήτρου, Ιωάννινα 1661 – Κωνσταντινούπολη 1714). Λόγιος, κληρικός και συγγραφέας. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του, κοντά στον Βησσαρίωνα Μακρή, ενώ τις συμπλήρωσε αργότερα στην Πάντοβα (1681 86), όπου επιδόθηκε κυρίως στη… …   Dictionary of Greek

  • γεωγράφοις — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat pl γεωγράφος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφου — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut gen sg γεωγράφος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφους — γεώγραφος earth describing masc/fem acc pl γεωγράφος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφων — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut gen pl γεωγράφος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφῳ — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat sg γεωγράφος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφοι — γεωγράφος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγράφον — γεωγράφος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»