Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πικρῶς

См. также в других словарях:

  • πικρώς — ΜΑ επίρρ. βλ. πικρός …   Dictionary of Greek

  • πικρῶς — πικρός pointed adverbial πικρόω make bitter pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • горьцѣ — (17) нар. 1. То же, что горько в 1 знач.: камень великъ привѩза||ша ѥмѹ къ ногама… тако горцѣ и не чл҃вцьнѣ мч҃нъ бы(с) ПрЛ XIII, 9а–б; и здѣ проклинаѥмъ ѥсть, и тамо горцѣ мучимъ ѥсть. КТур XII сп. XIV, 62; Впрашаеши ли како живе(м). не зѣло ли… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… …   Dictionary of Greek

  • τελωνώ — έω, ΜΑ [τελώνης] φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ. β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.) αρχ. 1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.) 2. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»