-
1 αντικείμενα
ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp neut nom /voc /acc plἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
2 ἀντικείμενα
ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp neut nom /voc /acc plἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
3 αντικειμένας
ἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp fem acc plἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp fem acc plἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
4 ἀντικειμένας
ἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp fem acc plἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp fem acc plἀντικειμένᾱς, ἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
5 ταντικείμενα
ἀντικείμενα, ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp neut nom /voc /acc plἀντικείμενα, ἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
6 τἀντικείμενα
ἀντικείμενα, ἀντίκειμαιto be set over against: perf part mp neut nom /voc /acc plἀντικείμενα, ἀντίκειμαιto be set over against: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
7 ἀντίκειμαι
Aἀντικέαται Archyt.
ap. Stob.2.2.4, used as [voice] Pass. of ἀντιτίθημι:—to be set over against, correspond with, τιμὰ ἀγαθοῖσιν ἀ. is held out to them as a fitting reward, Pi.I.7(6).26:—ἀντικείμενος, ὁ, name of a bandage, Sor.Fasc.12.515C.II to be opposite to, of places,τινός Hp.
Aeër.4;τινί Str.2.5.15
; of things, to be opposite or opposed,πρὸς ἄλληλα Pl.Sph. 258b
; ἀ. κατὰ διάμετρον in a circle, Arist.Cael. 277a23, al. Adv.-μένως, συνέστηκεν PA 654a11
.2 to be opposed, in various ways, Cat. 11b17, Metaph. 1055a38, al.; in Logic, , al. Adv.ἀντικειμένως Metaph. 1054b15
, etc.; propositions are opposed either contradictorily ([etym.] ἀντιφατικῶς ) or contrarily ([etym.] ἐναντίως), Int. 17b16; ἀντικείμενα defined asὧν τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου ἀποφάσει πλεονάζει Stoic.2.70
, cf. 82, al.3 Rhet., ἀντικειμένη [λέξις] antithetical, Arist.Rh. 1409b35; ἀντικειμένως εἰπεῖν ib. 1401a5, cf. 1410b29;ἀντικείμενα κῶλα Demetr.Eloc.22
.III resist, be adverse, , cf. Is.66.6, al., Ev.Luc.13.17, al.; to be hurtful,τοῖς σώμασι Procop.Gaz.Ep.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίκειμαι
-
8 ἐναντίος
1 of Place, on the opposite side, opposite, c.dat.,ἀκταὶ ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν Od.10.89
;Πάτροκλος δέ οἱ.. ἐ. ἧστο Il.9.190
, cf. Od.23.89: hence, fronting, face to face, ;ὄττις ἐ. τοι ἰσδάνει Sapph.2.2
; δεῖξον.. τὸ σὸν πρόσωπον δεῦρ' ἐ. πατρί before him, E.Hipp. 947; τὰναντία τινί things open to one's sight, X.Cyr.3.3.345: abs.,ἐ. στάνθ' E.Hipp. 1078
(but ἐ. κεῖσθαι look opposite ways, Pl.Smp. 190a).b with Verbs of motion, in the opposite direction, ἔνθα οἱ.. ἐναντίη ἤλυθε μήτηρ came to meet him, Il.6.251; ;δύο ἅμαξαι ἐ. ἀλλήλαις Th.1.93
;ἄνεμος ἐ. ἔπνει X.An.4.5.3
.c Astrol., in diametrical aspect, Vett.Val.70.16, Man.3.360.2 in hostile sense, opposing, facing in fight, c. gen.,ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν Il.5.497
, cf. S.Aj. 1284, X.An.4.3.28, etc.: c. dat., Il.5.12, E.Supp. 856, IT 1415; οἱ ἐ. one's adversaries, A. Th. 375, Gorg.Fr. 12 D., etc.; the enemy, Hdt.7.225, Th.4.64, etc.b generally, opposed to,τινί X.An.3.2.10
; τὸ ἐ. the opposite party, Id.Ath.1.4; presenting obstacles, hindering, .c ὁ δι ἐναντίας the opponent in a alawsuit, PFlor.1.58.15 (iii A.D.), etc.3 of qualities, acts, etc., opposite, contrary, reverse,τἀναντί' εἰπεῖν A.Ag. 1373
;δίκαια καὶ τἀναντία S.Ant. 667
: mostly c.gen., τὰ ἐ. τούτων the very reverse of these things, Hdt.1.82, cf. Th.7.75, etc.; δείξας.. ἄστρων τὴν ἐ. ὁδόν, i.e.τὴν τοῦ ἡλίου ὁδὸν ἐ. οὖσαν τοῖς ἄστροις E.Fr. 861
: also c. dat., ; τἀναντία πρήσσειν [ τῇ ὑγιείῃ] Democr.234;δύο τὰ -ώτατα εὐβουλίᾳ Th.3.42
; ;ἐναντία λέγει αὐτὸς αὑτῷ Id.Prt. 339b
, cf.Ar.Ach. 493;τἀναντία τούτοις Pl. Prt 323d
; ἐναντία γνῶναι ταῖς πλείσταις [ πόλεσιν] X.Lac.1.2;τὴν ἐ. τινὶ ψῆφον θέσθαι D.19.65
; simplyτὴν ἐ. θέσθαι τινί Pl.La. 184d
: folld. byἤ, τοὺς ἐ. λόγους ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε Hdt.1.22
;τοὐ. δρῶν ἢ προσῆκ' αὐτῷ ποιεῖν Ar.Pl.14
;τοὐ. ἔπαθεν ἢ τὸ προσδοκώμενον Pl.Lg. 966e
, cf. R. 567c, etc.: freq. strengthd., πᾶν τοὐ., πάντα τἀ., quite the contrary, Lg. 967a, X.Mem.3.12.4; πολὺ τοὐ. Stratt.57; .4 in the Philos. of Arist., τἀναντία (dist. fr. other ἀντικείμενα, Metaph. 1018a25 ) are contraries, esp. the two attributes within the same genus which differ most widely from each other (as hot and cold), Cat. 6a18, al.b ἐ. ἀποφάνσεις, προτάσεις, contrary propositions (All B is A, No B is A), opp. contradictory (v. ἀντιφατικῶς), Id.Int. 17b4, APr. 63b28.II freq. in Adv. usages:1 from Hom. downwds., neut. ἐναντίον as Adv., opposite, facing, ἐ. ὧδε κάλεσσον here to my face, Od.17.544; εἰς ὦπα ἰδέσθαι ἐ. to look one in the face, 23.107;ἐ. προσβλέπειν τινά E.Hec. 968
, etc.; γυναῖκας ἀνδρῶν μὴ βλέπειν ἐ. ib. 975: abs., D.4.40, etc.: hence, like a Prep. c. gen., in the presence of,τῆς βουλῆς IG12.91
; τῶνδ' ἐ. S.OC 1002; μαρτύρων ἐ. Ar.Ec. 448;ἐ. τοῦ παιδίου Id.Lys. 907
;ἐ. ἁπάντων λέγειν Th.6.25
;ἐ. Διός Plb.7.9.2
; also neut. pl., IG7.1779 ([place name] Thespiae).b in hostile sense, against, c. gen., ἀνέσταν.. σφοῦ πατρὸς ἐ. Il.1.534;ἐ. ἰέναι τινός 21.574
;ἐ. μάχεσθαί τινος 20.97
;ἐ. ἵστασ' ἐμεῖο 13.448
: abs., ἐ. μίμνειν stand one's ground against, ib. 106: c. dat., νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐ. 20.252;ἐ. θεοῖς E.Or. 624
;ἐ. τῷ ὅρκῳ πράττειν IG22.1258.2
.c contrariwise, in [dialect] Att. also with the Art., τοὐναντίον on the other hand,τοὐ. δέ.. Antiph.80.4
; ἢ πάλιν τοὐ. Men.460.5; conversely, Pl.Men. 89e.d neut. pl. ἐναντία as Adv., c. dat., Hdt.6.32, Th.1.29, etc.2 with Preps., ἐκ τοῦ ἐ. over against, opposite, opp. ἐκ πλαγίου, X.HG4.5.15, etc.; ἐξ ἐναντίας, [dialect] Ion. - ίης, Hdt.7.225, Th.4.33 ( οἱ ἐξ ἐ. the opposing parties, prob. in PGrenf. 2.78.26 (iv A. D.)); ἐκ τῶν ἐ. on the contrary, Plb.5.9.9;ἀπ' ἐναντίας Ascl.Tact.1.2
;ἀπ' ἐ. Χωρεῖν Procop.Arc.4
; κατὰ τὰ ἐ. Pl.Ti. 39a: Geom., αἱ κατ' ἐναντίον τοῦ παραλληλογράμμου πλευραί the opposite sides of the parallelogram, Archim.Aequil.1.9; αἱ κατ' ἐ. τομαί opposite sections (i. e. branches) of the hyperbola, Apollon.Perg.Con. 3.23.3 regul.Adv. - ίως contrariwise, c. dat.,τούτοις οὐκ ἐ. λέγεις A.Eu. 642
;ἐ. διακεῖσθαί τινι Pl.R. 361c
;ἐ. ἀντικεῖσθαι Arist.Int. 17b20
; πικρῶς καὶ ἐ. like an enemy, D.19.339;ἐ. ἢ ὡς ἀνδραπόδοις τραφεῖσι Pl.Tht. 175d
; ἐ. ἔχειν to be exactly opposed, Id.Euthd. 278a; πρός τι to be contrary in respect of.., D.1.4; in the Logic of Arist., Metaph. 1057b11, al., cf. Procl.in Alc.p.268C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντίος
-
9 ἔκστασις
A displacement,ἄρθρων Hp.Art.56
;πᾶσα κίνησις ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arist.de An. 406b13
: hence, change,εἰς ἀντικείμενα Id.GA 768a27
;αἱ κακίαι ἐ. Id.Ph. 247a3
;ἔ. ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν Id.Cael. 286a19
;ἔ. τῆς φύσεως
degeneracy,Thphr.
CP3.1.6 ; opp. στάσις, Plot.6.3.2 ; movement outwards,ἔ. ἀπὸ τοῦ παράγοντος Dam.Pr.97
bis ; ἔ. εἰς τὸ ἔξω ib. 401 ;[σῶμα] ἐν ἐκστάσει λαβὸν τὴν ὑπόστασιν Porph.Sent.36
; differentiation,ἔ. καὶ πιῆθος Plot.6.7.17
;αἱ εἰς πλῆθος ἐ. Procl.in Ti.2.203
D.b = Lat. cessio bonorum, CPR 20ii9 (iii A.D.) ;ἔ. χρημάτων Porph.Abst.1.53
; a tax on cessions, BGU914.6 (ii A.D.), PLond.2.305.2 (PTeb.ii p.184).2 distraction of mind, from terror, astonishment, anger, etc., Hp.Aph.7.5, Prorrh.2.9 ;ἔ. σιγῶσα Id.Coac.65
;ἔ. μανική Arist.Cat. 10a1
;ἔ. τῶν λογισμῶν Plu.Sol.8
;νοῦ Plot.5.3.7
; , cf. Epit. 472, Epicur.Fr. 113 ;εἰς ἔ. ἄγειν Longin.1.4
.3 entrancement, astonishment, Ev.Luc.5.26, Ev.Marc.5.42.4 trance, Act.Ap.10.10, 22.17 ; ecstasy, Plot.6.9.11 ;ἔ. καὶ μανία Herm. in Phdr.p.103A.
b drunken excitement, Corn.ND30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκστασις
См. также в других словарях:
ἀντικείμενα — ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντίκειμαι to be set over against pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικειμένας — ἀντικειμένᾱς , ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp fem acc pl ἀντικειμένᾱς , ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀντικειμένᾱς , ἀντίκειμαι to be set over against pres part mp fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντικείμενα — ἀντικείμενα , ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντικείμενα , ἀντίκειμαι to be set over against pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek