Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐναντία

См. также в других словарях:

  • εναντία — ἐναντία και ἐναντίον (AM) 1. (με γεν.) απέναντι 2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.) 3. (με άρθρο) τἀναντία αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ενάντια — (Μ ἐνάντια) επίρρ. 1. εναντίον, κατ αντίθετο τρόπο, αντίθετα, κόντρα («ενάντια στης ζωής εγώ θα πάω το νόμο», Σημηρ.) 2. δυσμενώς, αντίξοα, ανάποδα, στραβά («οι δουλειές μου πάνε ενάντια») …   Dictionary of Greek

  • ενάντια — επίρρ. 1. εναντίον, αντίθετα, κόντρα: Πολέμησαν ενάντια στους Γερμανούς. 2. μτφ., ανάποδα, στραβά: Οι δουλειές του πάνε ενάντια τον τελευταίο καιρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναντία — ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίᾳ — ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐναντία — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναντία — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίας — ἐναντίᾱς , ἐναντίος opposite fem acc pl ἐναντίᾱς , ἐναντίος opposite fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντίαν — ἐναντίᾱν , ἐναντίος opposite fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»