Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

(ἐν+τῷ+κολάζειν

См. также в других словарях:

  • κολάζειν — κολάζω check pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …   Dictionary of Greek

  • мучить — мучу, укр. мучити, ст. слав. оумѫчити δαμάσαι, мѫчити βασανίζειν, κολάζειν (Супр.), болг. мъча мучу (Младенов 314), сербохорв. му̏чити, чеш. mučiti, слвц. mučit᾽, польск. męczyc. Родственно лит. mankyti, mankau давить, мучить , др. сакс. mengian …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Kleobulos — Statue des Kleobulos von Lindos Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt… …   Deutsch Wikipedia

  • Kleobulos von Lindos — Kleobulos von Lindos, griech. Κλεόβουλος ὁ Λίνδιος oder Κλεόβουλος ὁ Ῥοδίος, war im 6. Jahrhundert v. Chr. der Tyrann von Lindos (einer bedeutenden Hafenstadt auf der griechischen Insel Rhodos). Kleobulos galt anders als spätere Tyrannen nicht… …   Deutsch Wikipedia

  • DEGRADATIO — I. DEGRADATIO in Communione Romana, Depositione longe gravior, est poena Ecclesiastica, quâ Clericus, oblatis ordinis Insignibus, ab Episcopo, coram Iudice Saeculari, cui postmodum traditur, privatur titulo Clericali: Episcopis vero degradatis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυτικίζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κολάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με μύτιλος*. Άλλοι διορθώνουν το ερμήνευμα που παραδίδει ο Ησύχ. σε «στενάζειν» και συνδέουν τον τ. με μυττάζω «στενάζω» και «στένειν»] …   Dictionary of Greek

  • πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …   Dictionary of Greek

  • σφόδρα — ΝΜΑ επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.) μσν. αρχ. 1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.) ii) …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН II Христос Продром — (Христос Продром; † после 14.08.1089), митр. Киевский, канонист, полемист. И. принадлежал к визант. роду, представителем к рого также был стихотворец, агиограф и полемист 1 й пол. XII в. Феодор Продром. Имеется автобиографическое свидетельство… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»