Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σφόδρ-ᾰ

См. также в других словарях:

  • σφοδρ' — σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρέ , σφοδρός vehement masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόδρ' — σφόδρα , σφόδρα very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… …   Dictionary of Greek

  • τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»