Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ποθάκω

См. также в других словарях:

  • ποθάκω — Α (δωρ. τ.) βλ. ποθήκω …   Dictionary of Greek

  • ποθήκω — και ποθάκω και ποθίκω Α (δωρ. τ.) προσήκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἥκω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …   Dictionary of Greek

  • προσήκω — ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α [ἥκω] (στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει) 1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»