Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαρέως

См. также в других словарях:

  • βαρέως — επίρρ. βλ. βαρύς …   Dictionary of Greek

  • βαρέως — βαρύς heavy in weight adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρεως — βά̱ρεω̆ς , βᾶρις Et.Gud. fem gen sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… …   Dictionary of Greek

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • ATTILIUS Regulus — Consul Roman. primô bellô Punicô, cum Carthaginenses saepe vicisset, horribilem etiam serpentem, ad fluv. Bagrada, necâsset, tandem per insidias captus, Romam mislus est, pro permutandis captivis, quam permutationem ipsemet disluasit, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… …   Dictionary of Greek

  • στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»