Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μῆνις

См. также в других словарях:

  • μηνίς — μηνίς, ίδος, ἡ (Α) μηνίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα ιδ ς (πρβλ. θαμν ίς, τραχηλ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μῆνις — wrath fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνις — η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις) σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος… …   Dictionary of Greek

  • μήνις — μή̱νῑς , μῆνις wrath fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶνιν — μῆνις wrath fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶνις — μῆνις wrath fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆνι — μῆνις wrath fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆνιν — μῆνις wrath fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμηνις — ήνιος, ὁ, ἡ, Α πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] …   Dictionary of Greek

  • ταχύμηνις — ήνεως, ὁ, ἡ, Α οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] …   Dictionary of Greek

  • μήνει — μαίνομαι rage aor subj act 3rd sg (epic) μή̱νει , μῆνις wrath fem nom/voc/acc dual (attic epic) μή̱νεϊ , μῆνις wrath fem dat sg (epic) μή̱νει , μῆνις wrath fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»