-
101 πέραν
πέραν adv. of place (Hom. [πέρην] et al.; ins, pap, LXX) marker of a position across from someth. else, with intervening space, on the other side.ⓐ funct. as adv., and subst. w. the art. τὸ πέραν the shore or land on the other side (X., An. 4, 3, 11; Sb 7252, 19) εἰς τὸ πέραν (Pla.; Polyb.; SIG 495, 84; 619, 27; 709, 6; BGU 1022, 25; 1 Macc 9:48) Mt 8:18, 28; 14:22; 16:5; Mk 4:35; 5:21; 6:45; 8:13.ⓑ funct. as prep. w. gen. (B-D-F §184; Rob. 646)α. answering the question ‘whither?’ ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης Jesus went away to the other side of the lake J 6:1. ἤρχοντο πέραν τ. θαλάσσης εἰς Καφαρναούμ vs. 17. Cp. 10:40; 18:1.β. answering the question ‘where?’ ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου this took place in Bethany on the other side of the Jordan J 1:28 (PParker, JBL 74, ’55, 257–61 [not ‘beyond’=west, but ‘across from’=east]). τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέραν τοῦ Ἰορδάνου Mt 19:1. Cp. J 3:26; 6:22, 25.—πέραν w. gen. can also be used w. the art. as a subst. (X., An. 3, 5, 2 εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ; Jos., Ant. 7, 198) ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης they came to the (land on the) other side of the lake Mk 5:1. Cp. Lk 8:22.—The improper restoration τ[ὰ ὄντα]| πέρ̣αν τῶν [ἀ]κο[ῶ]ν Ox 1081, 6f fails to take account of the Coptic duplicate, s. ἀκούω 7, ἀπέραντος.γ. In a number of places πέραν τοῦ Ἰορδάνου (Is 8:23; cp. Jos., Ant. 12, 222) functions as an indecl. name for the territory on the other (eastern) side of the Jordan, i.e. Perea ἀπὸ τ. Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου from Galilee and Judea and Perea Mt 4:25. ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου Mk 3:8. Cp. Mt 4:15 (Is 8:23); Mk 10:1 (v.l. διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου).—Περαία, ας (oft. in Joseph.) is found in our lit. only as v.l.: Lk 6:17. (The expression is by no means limited to Palestine: ἐν τῇ περαίᾳ in Appian, Bell. Civ. 2, 42 §168 refers to the land on the other side of the river. In addition, the region of the Carian mainland opposite the island of Rhodes was called Perea: Appian, op. cit. 4, 72 §305; also Livy 32, 33; 33, 18.)—Meistermann (Καφαρναούμ, end) 93ff. DELG s.v. πέρα. M-M. -
102 ἄν
ἄνa c. opt.ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18
τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.100κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.62
[v. l. διαλλάξαιντ' ἄν ( διαλλάξαιντο codd. cett.) O. 11.20]τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις Παρθ. 1. 11.b c. ind. aor.ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26
c dub.I c. ind. fut. [ μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ (codd., quorum lectionem recepit Snell, conferens Schwyz-Debr. 2. 351. 2.: ἀνερεῖ Gildersleeve, cf. infra 3.) N. 7.68]II μέλανος ἂν ( δ' ἂν codd.: δ del. Er. Schmid: ἂν om. codex unus: μέλανα δ coni. Hermann: μέλανος ὅγ Bowra.) ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτουλτ;στείχοι> (coni. Wil.: ἐν codd.: θανάτοἰ ἔσχε Shackle: θάνατόν γ' ἔσχε Boeckh: ἄν vel ἀν edd.) P. 11.56 Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας ἂν κίνδυνον (sic Σ: alii post ἔκρινας distinxerunt, ἄν = ἀνὰ interpretati.) N. 9.352 in subord. clause. (cf. ὅταν, ὁπόταν.)a c. subj.,I temporalοἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτὰν κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.67
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος, πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται P. 3.106
—εὖτ' ἂν μόλῃ P. 4.76
τάκομαι, εὖτ' ἂν ἴδω fr. 123. 11.II relativeἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
δίδωσί τε Μοῖσαν οἶς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
[ τὰ δ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ (codd. contra metr.: ἀντιτύχῃ Mingarelli) N. 4.91]b c. opt., in relative clause.εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.119
in object clause.ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42
3 dub., due to false division of words. cf. N. 7.68, I. 8.47 [ περ ἂν codd.: πέραν corr. Hermann N. 7.75 ἂν ἔχοι codd.: ἀνέχοι corr. Thiersch N. 7.89 ἂν ἀξίαις codd.: ἀναξίαις corr. Alberti N. 8.10]4 frag. ]οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
103 ἄρχω
ἄρχω (ἄρχει; ἄρχε; ἄρχειν: impf. ἆρχε: aor. ἄρξαι: med. ἄρχονται; ἀρχομένου, -μενοι, -μένοις, -μεναι: fut. ἄρξεται dub.: impf. ἄρχετο: aor. ἄρξατο.)1 act., rulea abs.ἇς Οἰνόμαος ἆρχε O. 10.51
b c. dat.ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν Παλίου P. 3.4
c c. gen. “βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.230 [Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (coni. Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.) P. 6.50]2 act. and med., begina abs.ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
“ ἅμα πρώτοις ἄρξεται” (codd.: ῥάξεται coni. Wil.: loc. susp., cf. von der Mühll, M. H., 1964, 50f.) O. 8.45 καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury) Πα... τί κάλλιον ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; (v. l. - ομένοισιν) fr. 89a. 1.b c. acc.ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.10
c c. gen. “ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (v. l. ἄρχεται.) P. 4.30ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν (sc. Μοῖσαι) N. 5.25 [ ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχ-, Snell:? was a beginning for) fr. 140a. 67 (41). v. ἔρχομαι]d c. dat., begin withτὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
e begin, start upon ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34f frag. ]ἀρχομ[ Πα. 7B. 8. -
104 Θήβα]
Θήβα]1 *qh=bai, the city Thebes.εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων, πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς P. 4.299
κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων I. 3.12
] ι οἶά ποτεΘήβᾳ[ Pae. 18.8
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.2 daughter of Asopos and Metopa.ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.85
μᾶτερ ἐμά χρύσασπι Θήβα I. 1.1
ὦ μάκαιρα Θήβα I. 7.1
τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Pae. 1.7
εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195. test., Paus. 5. 22. 6, τοιαῦτα δὴ ἕτερα ᾖσε Πίνδαρος ἐς Θήβην τε καὶ ἐς Δία (sc. ὡς ἐμείχθησαν) fr. 290. -
105 ὄλβος
ὄλβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 prosperity esp. material prosperity.ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.22
θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ O. 2.36
ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23
ὄλβος ἅμ' ἕσπετο O. 6.72
μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
“ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” P. 4.141 σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀκτῖνας ὄλβου/ -ῳ/- ον codd.) P. 4.255σὲ δ' πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται P. 5.14
ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν P. 5.102
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tricl.: μακρ. σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.53εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος Zeus N. 10.13εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13
ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων I. 3.5
νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Ἡρακλέης) I. 4.58 δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) I. 5.12 ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸςὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.12
τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον, ὄλ[βον] ἐγκατέθηκαν Pae. 2.60
σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.133
ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ... εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. -
106 ὅμως
1 none the lessὅμως δὲ O. 10.9
[ ὅμως ὦν ( ὁμοίως Leutsch e Σ.) O. 11.10]ἀλλ' ὅμως P. 1.85
ὅμως μὰν P. 2.82
“ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν ὅμως” P. 4.140καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.51
] δ' ὅμως ε[ fr. 169. 33. καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4. -
107 ὄπιθεν
a of place, behindἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
b of time, afterὄπιθεν οὐ πολλὸν ἴδε O. 10.35
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (ed. Moreliana: ὄπισθεν codd.) N. 7.101 -
108 δέχομαι
δέχομαι, [dialect] Ion., [dialect] Aeol., Cret. [full] δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, [tense] impf.Aἐδεκόμην Hdt.3.135
: [tense] fut. δέξομαι, [dialect] Ep. alsoδεδέξομαι Il.5.238
, also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24; ([place name] Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXXLe.22.25: [tense] aor.ἐδεξάμην Il.18.238
, etc.,δεξάμην Pi.P.4.70
; also ἐδέχθην ([etym.] ὑπ-) E.Heracl. 757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, ([etym.] εἰς-) D.40.14 ([voice] Pass.): [tense] pf.δέδεγμαι Il.4.107
, Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43
, al.:— Hom. also has [dialect] Ep. [tense] impf.ἐδέγμην Od.9.513
, [ per.] 3sg.δέκτο Il.15.88
, al., laterἔδεκτο Pi.O.2.54
, Simon.184; imper.δέξο Il.19.10
, pl.δέχθε A.R.4.1554
; inf. ; part.δέγμενος Il.18.524
(alsoδέχμενος Hsch.
); also a [ per.] 3pl. [tense] pres.δέχαται Il.12.147
; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:—I of things as the object, take, accept, receive, etc.,ἄποινα 1.20
, etc.;μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
;φόρον Th.1.90
;δ. τι χείρεσσι Od.19.355
;τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg. 499c
;τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2
, etc.; δ. τί τινι receive something at the hand of another,δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186
, cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender, ([place name] Gortyn);τι παρά τινος Il.24.429
;τι ἔκ τινος S. OT 1107
(lyr.);τί τινος Il.1.596
, 24.305, S.OT 1163; also δ. τί τινος receive in exchange for..,χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327
; choose,τι δ. πρό τινος Pl.Lg. 729d
;μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d
: c. inf., prefer,δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ.. Lys. 10.21
, cf. Pl.Phlb. 63b;δ. μᾶλλον.. X.HG5.1.14
, Smp.4.12;οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143
;Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap. 41a
;οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5
.b catch, as in a vessel,ὀπὸν.. κάδοις δ. S.Fr.534.3
.2 of mental reception, take, accept without complaint,χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271
;κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115
.b accept graciously,τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δ. 23.647
; of the gods,ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420
; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El. 443;τὰ σφάγια δ. Ar.Lys. 204
, cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δ., accept, hail the oracle, the omen, Hdt.1.63, 9.91;δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63
;δ. τὰ ἀγαθά IG22.410
,al.;ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El. 668
: abs., , cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc. 312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive, .c simply, give ear to, hear, ;δ. ὀμφάν Id.Med. 175
(lyr.);τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11
,89.d take or regard as so and so,μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα S.Aj.68
; understand in a certain sense, : c. inf.,κῶλά με δέξαι νυνὶ λέγειν D.H.Comp.22
, cf. Str.1.3.13, etc.II of persons as the object, welcome,κόλπῳ Il.6.483
;ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60
; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110;δόμοις δ. τινά S.OT 818
; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47;δ. χώρᾳ Id.Med. 713
; τῇ τόλει δ. to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.;εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6
; δ. τινὰ ξύμμαχον accept or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places, ; entertain,δείπνοις Anaxandr.41.2
(anap.);δωρήμασιν S.OC4
.2 receive as an enemy, await the attack of,ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238
, cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops,εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31
;τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54
, cf. 8.28, Th.4.43;ἐπιόντας δ. Id.7.77
;δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126
;ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp. 393
.3 expect, wait, c. acc. et [tense] fut. inf.,ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα.. ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513
, cf. 12.230; alsoδέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191
;δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62
.—In these two last senses, Hom. always uses [tense] fut. δεδέξομαι, [tense] pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf.δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228
; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen.,βορέω Arat.795
, cf. 907, 928.III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70.4 Geom., contain, circum-scribe,γωνίας ἴσας Euc.3
Def.11;πεντάγωνον Papp.422.34
.IV intr., succeed, come next,ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290
; ;ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12
; of places,ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176
. ( δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέχομαι
-
109 εἰς
εἰς or [full] ἐς, PREP. WITH ACC. ONLY:—both forms are found in Hom., [dialect] Ion. poets, and early metrical Inscrr.; ἐς is best attested in Hdt. and Hp., and is found in nearly all early [dialect] Ion. Inscrr. (exc. IG12(8).262.16 (Thasos, v B. C.), ib.7.235.1 (Oropus, iv B. C.)); εἰς in [dialect] Att. Inscrr. from iv B. C., IG2.115, etc.; and usu. in [dialect] Att. Prose (exc. Th.) and Com. (exc. in parody): Trag. apptly. prefer εἰς, but ἐς is used before vowels metri gr.; ἐς was retained in the phrases ἐς κόρακας (whence the Verb σκορακίζω) , ἐς μακαρίαν. [dialect] Aeol. poets have εἰς before vowels, ἐς before consonants, and this is given as the rule in Hom. by An.Ox. 1.172, cf. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533B. (Orig. ἐνς, as in IG4.554.7 ([place name] Argos), GDI4986.11 ([place name] Crete); cf. ἐν, ἰν. The diphthong is genuine in [dialect] Aeol. εἰς, but spurious in [dialect] Att.-[dialect] Ion.) Radical senseA into, and then more loosely, to:I OF PLACE, the oldest and commonest usage, εἰς ἅλα into or to the sea, Il.1.141, al.;εἰς ἅλαδε Od.10.351
;ἔς ῥ' ἀσαμίνθους 4.48
; ἐς οἶνον βάλε φάρμακον ib. 220; freq. of places, to,εἰς Εὔβοιαν 3.174
; ἐς Αἴγυπτον, etc., Hdt.1.5, etc.; ἐς Μίλητον into the territory of Miletus, ib.14;εἰς Ἑλλήσποντον εἰσέπλει X.HG1.1.2
;ἀφίκετο εἰς Μήδους πρὸς Κυαξάρην Id.Cyr.2.1.2
; εἰς ἅρματα βαίνειν to step into.., Il.8.115;εἰς ἐλάτην ἀναβῆναι 14.287
; opp. ἐκ, in such phrases as ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, from heel to ankle-joint, from head to foot, 22.397, 23.169;ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν 20.137
;ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ Od.7.87
; κἠς ἔτος ἐξ ἔτεος from year to year, Theoc. 18.15: with Verbs implying motion or direction, as of looking,ἰδεῖν εἰς οὐρανόν Il.3.364
; εἰς ὦπα ἰδέσθαι to look in the face, 9.373, etc.; εἰς ὦπα ἔοικεν he is like in face (sc. ἰδόντι), 3.158, etc.; ἐς ὀφθαλμούς τινος ἐλθεῖν to come before another's eyes, 24.204;ἐς ὄψιν ἀπικνέεσθαί τινος Hdt.1.136
;καλέσαι τινὰ ἐς ὄψιν Id.5.106
, etc.; ἐς ταὐτὸν ἥκειν come to the same point, E.Hipp. 273: less freq. after a Subst.,ὁδὸς ἐς λαύρην Od.22.128
; τὸ ἐς Παλλήνην τεῖχος facing Pallene, Th.1.56;ξύνοδος ἐς τὴν Δῆλον Id.3.104
, cf.Pl.Tht. 173d.b [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also c. acc. pers. ([dialect] Att. ὡς, πρός, παρά), Il.7.312, 15.402, Od.14.127, Hdt.4.147; also in [dialect] Att. with collective Nouns,ἐς τὸν δῆμον παρελθόντες Th. 5.45
, or plurals,εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον D.18.103
; esp. of consulting an oracle,ἐς θεὸν ἐλθεῖν Pi.O.7.31
;εἰς Ἄμμων' ἐλθόντες Ar.Av. 619
.2 with Verbs expressing restin a place, when a previous motion into or to it is implied, ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου he put it in the house (i.e. he brought it into the house, and put it there), Od.20.96; ἐς θρόνους ἕζοντο they sat them down upon the seats, 4.51, cf. 1.130; ἐφάνη λὶς εἰς ὁδόν the lion appeared in the path, Il.15.276;ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἦν Hdt.1.21
(s. v.l.); ;ἐς κώμην παραγίνονται Id.1.185
;παρῆν ἐς Σάρδις Id.6.1
;ἐς δόμους μένειν S.Aj.80
(cod. Laur.);ἐς τὴν νῆσον κατέκλῃσε Th.1.109
, cf. Hdt.3.13; ἀπόβασιν ποιήσασθαι ἐς .. Th.2.33, etc.; later used like ἐν, τὴν γῆν εἰς ἣν ὑμεῖς κατοικεῖτε LXX Nu.35.34;τὸ χρυσίον ὃ εἰλήφεσαν εἰς Ῥώμην D.S.14.117
;οἰκεῖν εἰς τὰ Ὕπατα Luc.Asin.1
;εἰς Ἐκβάτανα ἀποθανεῖν Ael.VH7.8
;εἰς ἅπασαν τὴν γῆν Suid.
s.v. Καλλίμαχος: generally,τοὔνομα εἰς τὴν Ἑλλάδα, φασίν, Ἱππομιγὴς δύναται Ael.VH9.16
.3 with Verbs of saying or speaking, εἰς relates to the persons to or before whom one speaks, εἰπεῖν ἐς πάντας, ἐς πάντας αὔδα, Hdt.8.26, S.OT93;λέγειν εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιάρχων X.Cyr. 3.3.7
; : with other Verbs, ; ; ἐπαχθὴς ἦν ἐς τοὺς πολλούς Id.6.54; ;διαβεβλῆσθαι εἴς τινα Pl.R. 539c
.4 elliptical usages,a after Verbs which have no sense of motion to or into a place, τὴν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν they quitted the city for a strong position, i.e. to seek a strong position, X.An.1.2.24; γράμματα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας letters were captured [and sent] to Athens, Id.HG1.1.23, cf. Pl.R. 468a;ἀνίστασθαι ἐς Ἄργος E.Heracl.59
, cf. Pl.Phd. 116a.b participles signifying motion are freq. omitted with εἰς, τοῖς στρατηγοῖς τοῖς εἰς Σικελίαν (sc. ἀποδειχθεῖσιν) And.1.11, etc.c c. gen., mostly of proper names, as εἰς Ἀΐδαο, [dialect] Att. εἰς Ἅιδου [δόμους], Il.21.48; ἐς Ἀθηναίης [ἱερόν] to the temple of Athena, 6.379; ἐς Πριάμοιο [οἶκον] 24.160, cf. 309; εἰς Αἰγύπτοιο [ῥόον] Od.4.581;ἐς τοῦ Κλεομένεος Hdt.5.51
;εἰς Ἀσκληπιοῦ Ar.Pl. 411
;ἐπὶ δεῖπνον [ἰέναι] εἰς Ἀγάθωνος Pl.Smp. 174a
: with Appellatives, ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ to a rich man's house, Il.24.482;ἐς πατρός Od.2.195
; πέμπειν εἰς διδασκάλων send to school, X.Lac.2.1;εἰς δ. φοιτᾶν Pl.Prt. 326c
; ἐς σεωυτοῦ, ἑωυτοῦ, Hdt.1.108, 9.108, etc.II OF TIME,1 to denote a certain point or limit of time, up to, until,ἐς ἠῶ Od.11.375
; ἐς ἠέλιον καταδύντα till sunset, 9.161 (but also, towards or near sunset, 3.138);ἐκ νεότητος ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ παιδὸς ἐς γῆρας Aeschin.1.180
; ἐς ἐμέ up to my time, Hdt.1.92, al.: with Advbs., εἰς ὅτε (cf. ἔς τε) against the time when.., Od.2.99; εἰς πότε; until when ? how long ? S.Aj. 1185 (lyr., cf.εἰσόκἐ; εἰς ὁπότε Aeschin.3.99
; ἐς τί; = εἰς πότε; Il.5.465; ἐς ὅ until, Hdt.1.93, etc.;ἐς οὗ Id.1.67
, 3.31, etc.;ἐς τόδε Id.7.29
, etc.2 to determine a period, εἰς ἐνιαυτόν for a year, i.e. a whole year, Il.19.32, Od.4.526; within the year, ib.86 (cf.ἐς ἐνίαυτον Alc.Supp.8.12
);εἰς ὥρας Od.9.135
; ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην for the summer, i.e. throughout it, 14.384; ἡ εἰς ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται the expenditure for a year is expended in the month, X.Oec.7.36;μισθοδοτεῖν τινὰς εἰς ἓξ μῆνας D.S.19.15
;χοίνικα κριθῶν εἰς τέσσαρας ἡμέρας διεμέτρει Posidon. 36J.
; εἰς ἑσπέραν ἥκειν to come at even, Ar.Pl. 998; εἰς τρίτην ἡμέραν or εἰς τρίτην alone, on the third day, in two days, Pl.Hp.Ma. 286b, X.Cyr.5.3.27;ἥκειν ἐς τὴν ὑστεραίαν Id.An.2.3.25
;ἥκειν εἰς τὸ ἔαρ Hell.Oxy.17.4
; ἐς τέλος at last, Hdt.3.40; ἐς καιρόν in season, Id.4.139; οὐκ ἐς ἀναβολάς, ἀμβολάς, with no delay, Id.8.21, E.Heracl. 270, etc.; ἐς τότε at this time, v.l. in Od.7.317 (but εἰς τότε at that time (in the [tense] fut.), D.14.24, Pl.Lg. 830b); ἐς ὕστερον or τὸ ὕστερον, Od.12.126, Th.2.20: with Advbs.,ἐς αὔριον Il.8.538
, Pl. Lg. 858b;ἔς περ ὀπίσσω Od.20.199
;ἐς αὖθις Th.4.63
(v. εἰσαῦθις (; ἐς αὐτίκα μάλ' Ar. Pax 367; εἰς ἔπειτα (v. εἰσέπειτα (; ἐς τὸ ἔ., Th.2.64;ἐς ὀψέ Id.8.23
; εἰς ἅπαξ, v. εἰσάπαξ; εἰς ἔτι, v. εἰσέτι.III to express MEASURE OR LIMIT, without reference to Time, ἐς δίσκουρα λέλειπτο was left behind as far as a quoit's throw, Il.23.523; ἐς δραχμὴν διέδωκε paid them as much as a drachma, Th.8.29;ἱματισμὸν ζητῆσαι εἰς δύο τάλαντα Thphr.Char.23.8
; so ἐς τὰ μάλιστα to the greatest degree, Hdt.1.20, etc.;ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ Id.1.124
;εἰς τοσοῦτο ἥκειν Lys.27.10
; ; ἐς ὅ ἐμέμνηντο so far as they remembered, Th.5.66;ἐς τὸ ἔσχατον Hdt.7.229
, etc.;εἰς ἅλις Theoc.25.17
.2 freq. with Numerals,ἐς τριακάδας δέκα ναῶν A.Pers. 339
; ναῦς ἐς τὰς τετρακοσίας, διακοσίας, to the number of 400, etc., Th.1.74, 100, etc.; εἰς ἕνα, εἰς δύο, εἰς τέσσαρας, one, two, four deep, X.Cyr.2.3.21; but εἰς τέσσαρας four abreast, Aen.Tact.40.6: with Advbs., ἐς τρίς or ἐστρίς thrice, Pi.O.2.68, Hdt.1.86; of round numbers, about, X.An.1.1.10.4IV to express RELATION, towards, in regard to,ἐξαμαρτεῖν εἰς θεούς A.Pr. 945
, etc.; ἁμάρτημα εἴς τινα, αἰτίαι ἐς ἀλλήλους, Isoc.8.96, Th.1.66; ;ἔχθρη ἔστινα Hdt.6.65
;φιλία ἐς ἀμφοτέρους Th.2.9
; λέγειν ἐς .. Hdt.1.86;γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν Id.4.98
;ἡ ἐς γῆν καὶ θάλασσαν ἀρχή Th.8.46
.b of the subject of a work, esp. in titles, e.g.τὰ ἐς Ἀπολλώνιον Philostr. VA
; of the object of a dedication, as in titles of hymns, ἐπινίκια, etc.2 in regard to,πρῶτος εἰς εὐψυχίαν A.Pers. 326
; , cf. Eq.90;διαβάλλειν τινὰ ἔς τι Th.8.88
;αἰτία ἐπιφερομένη ἐς μαλακίαν Id.5.75
;μέμφεσθαι εἰς φιλίαν X.An.2.6.30
;εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονεῖσθαι Id.HG7.4.30
; ; in respect of,εὐτυχεῖν ἐς τέκνα E.Or. 542
, cf. Pl.Ap. 35b, etc.;εἰς χρήματα ζημιοῦσθαι Id.Lg. 774b
, cf. D.22.55; ἐς τὰ ἄλλα Th.I.I;εἰς ἄπαντα S.Tr. 489
;ἐς τὰ πάνθ' ὁμῶς A.Pr. 736
;εἰς μὲν ταῦτα Pl.Ly. 210a
; τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ, S.OT 706, E. IT 691, cf. S.Ichn.346; ;ἐς πλείονας οἰκεῖν Id.2.37
; for τελεῖν ἐς Ἕλληνας, Βοιωτούς, ἄνδρας, etc., v. τελέω.3 of Manner,ἐς τὸν νῦν τρόπον Id.1.6
;τίθεμεν τἆλλα εἰς τὸν αὐτὸν λόγον; Pl.R. 353d
;ἐς ἓν μέλος Theoc.18.7
: freq. periphr. for Advbs., ἐς κοινὸν φράζειν, λέγειν, A.Pr. 844, Eu. 408; ἐς τὸ πᾶν, = πάντως, Id.Ag. 682(lyr.); ἐς τάχος, = ταχέως, Ar.Ach. 686; ἐς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, Id.Av. 805;ἐς τἀρχαῖον Id.Nu. 593
;εἰς καλόν S. OT78
, cf. Pl.Phd. 76e;ἐς δέον γεγονέναι Hdt.1.119
, cf. S.OT 1416, and v. δέον.V ofan end or limit, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν, λήγειν ἐς.., to end in.., Hdt.1.120,3.125,4.39, etc.;ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα ου,ρον ἀνθρώπῳ προτίθημι Id.1.32
; καταξαίνειν ἐς φοινικίδα to cut into red rags, Ar.Ach. 320 (troch.);στρέφειν τι εἰς αἷμα Apoc.11.6
; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τελευτᾶν, εἰς ἄνδρα γενειᾶν, Pl.Tht. 173b, Theoc.14.28;ἐκτρέφειν τὸ σπέρμα εἰς καρπόν X.Oec.17.10
: so with εἶναι or γίγνομαι to form a predicate,ἔσται εἰς ἔθνη LXXGe.17.16
; ἐγενήθη εἰς γυναῖκα ib.20.12; πιστὸς (sc.ἦν) εἰς προφήτην ib.IKi.3.20;ἐγένετο εἰς δένδρον Ev.Luc.13.19
,al.2 of Purpose or Object, εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν, πείσεται εἰς ἀγαθόν, for good, for his good, Il.9.102,11.789;εἰς ἀγαθὰ μυθεῖσθαι 23.305
;ἐς πόλεμον θωρήξομαι 8.376
, cf. Hdt.7.29, etc.; ἐς φόβον to cause fear, Il.15.310;ἐς ὑποδήματα δεδόσθαι Hdt.2.98
;κόσμος ὁ εἰς ἑορτάς X.Oec.9.6
;ἐπιτηδεότατος, εὐπρεπής, ἔς τι Hdt.1.115
,2.116; εἰς κάλλος ζῆν to live for show, X.Cyr.8.1.33, cf. Ages. 9.1;ἐς δαίτην ἐκάλεσσε Call.Aet.1.1.5
;εἰς κέρδος τι δρᾶν S.Ph.
III; ; ; εἰς τὸ πρᾶγμα εἶναι to be pertinent, to the purpose, D.36.54; freq. of expenditure on an object, IG22.102.11, 116.41, al.;ἐς τὸ δέον Ar.Nu. 859
, etc.; ἐς δᾷδα ib. 612.B POSITION: εἰς is sts. parted from its acc. by several words,εἰς ἀμφοτέρω Διομήδεος ἅρματα βήτην Il.8.115
; : seldom (only in Poets) put after its case, Il.15.59, Od.3.137,15.541, S.OC 126(lyr.): after an Adv.,αὔριον ἔς· τῆμος δὲ.. Od.7.318
. -
110 καθαιρέω
A- ήσω Il.11.453
, etc.: [tense] fut. 2καθελῶ APl.4.334
(Antiphil.): [tense] aor.2 καθεῖλον, inf. καθελεῖν: [tense] aor. 1 : [dialect] Ion. [tense] pf. part. [voice] Pass.καταραιρημένος Hdt.2.172
:— take down,καθείλομεν ἱστία Od. 9.149
;κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il.24.268
; κ. ἄχθος take it down, i.e. off one's shoulders, Ar.Ra.10;κ. τὸ σημεῖον And.1.36
; κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων some of them, X.HG5.4.8;κ. εἰκόνα ἐξ ἀκροπόλεως Lycurg.117
; κ. τινά, from the cross, Plb.1.86.6, Ph.2.529:—[voice] Med., κατελέσθαι τὰ τόξα take down one's bow, Hdt.3.78;τοὺς ἱστούς Plb.1.61.1
.2 put down, close the eyes of the dead,ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Il.11.453
;ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Od.24.296
;χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν 11.426
.3 of sorcerers, bring down from the sky, , Pl.Grg. 513a.4 κατά με πέδον γᾶς ἕλοι may earth swallow me! E.Supp. 829 (lyr.).II put down by force, destroy,ὅτε κέν μιν μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι Od.2.100
, 19.145, cf. 3.238, etc.;μὴ καθέλοι μιν αἰών Pi.O.9.60
;φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ A.Ag. 398
(lyr.);μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε S.Aj. 517
, cf. E.El. 878(lyr.), etc.; kill, slay, ταῦρον ib. 1143, cf. Stesich.23, S.Tr. 1063, Fr. 205; ἐάν τις ἀποκτείνῃ.. ἐν ὁδῷ καθελών Lexap.D.23.53:—[voice] Pass., of criminals, to be executed, Plu.Them.22.2 put down, reduce,κ. Κῦρον καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.71
, etc.; καθαιρεθῆναι, opp. ἀρθῆναι, D.2.8; esp. depose, dethrone, Hdt.1.124, etc.; κ. τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης remove it utterly from.., Th.1.4, cf. POxy.1408.23 (iii A.D.);κ. ὕβριν τινός Hdt.9.27
, LXXZa.9.6;ὄλβον S.Fr.646.4
; ὑπερηφάνους Aristeas 263:—[voice] Pass., καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν bereft of sense, Plu.Per.38; καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος [Ἀρτέμιδος] Act.Ap.19.27.3 raze to the ground, demolish,πόλεις Th.1.58
, al., LXXIs.14.17; ; τῶν τειχῶν a part of the walls, X.HG4.4.13:—[voice] Pass., Th. 5.39, etc.;καθῃρέθη.. Οἰχαλία δορί S.Tr. 478
.5 as law-term, condemn, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος a verdict of guilty, Lys.13.37: c. inf.,ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ.. λαβεῖν S. Ant. 275
; so prob.κατά με.. Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν Id.OC 1689
(lyr.), cf. E.Or. 862; simply, decide,ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι D.H.7.36
, 39; in book-keeping, ἃν καθαιρῶσιν αἱ ψῆφοι whatever the counters (or accounts) prove, prob. in D.18.227.6 reduce, ;τοῦ ἀποστήματος πεφυκότος ἐπὶ πολὺ καθαιρεῖν τὰ μεγέθη Phld.Sign.9
; of mild caustics, τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαιρεῖ (prob. for καθαίρει) Hp.Ulc.14, cf. Gal.11.756;τὸ σῶμα κ. διαίταις Plu.Ant.53
: Rhet., minimize, Arist.Rh. 1376a34.III overpower, seize,κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Od. 9.372
; κ. τινά overtake, X.Cyr.4.3.16; κ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ catch in the act of folly, S.Ant. 383 (anap.): c. gen. partis, κ. τῶν ὤτων seize by.., Theoc.5.133:—[voice] Pass.,κ. ὑπό τινος Hdt.6.29
.IV fetch down as a reward or prize,καθαιρεῖν ἀγῶνας Plu.Pomp.8
: metaph., achieve,ἀγώνιον.. εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63
: [tense] fut. inf. καθαρεῖν, παστόν, μίτραν, Epigr. in Berl.Sitzb.1894.908 (Asia Minor):—[voice] Med.,φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα E.Supp. 749
:—[voice] Pass., Hdt.7.50.V less freq. like the simple αἱρεῖν, take and carry off, Id.6.41, cf.5.36 ([voice] Pass.). Cf. καθαίρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιρέω
-
111 κάθημαι
Aκάτ- Hdt.3.134
) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos. vi4, , Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, ([etym.] προ-) Them.Or.13.171a codd.; [ per.] 3sg. , Pl.Ap. 35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κατέαται Hdt.2.86
; imper.κάθησο Il.2.191
, E.IA 627; , Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; [ per.] 3sg. ; [ per.] 3pl.καθήσθωσαν IG9(2).1109.38
(Thess.); subj.καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277
, ; opt., prob.in Id.Lys. 149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: [tense] impf., D.48.31, etc.,ἐκάθητο h.Bacch.14
, Ar.Av. 510, Th.5.6, , ἐκάθηντο, [dialect] Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569
, E.Ba. 1102, Ph. 1467, Pl.R. 328c, Is.6.19,καθῆτο D.18.169
,217; [dialect] Ion.κατῆστο Hdt.1.46
,καθῆσθε D. 25.21
(with vv. ll.), , v.l. in Th.5.58; [dialect] Ep.καθήατο Il.11.76
; [dialect] Ion.κατέατο Hdt.3.144
, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later [tense] fut. , Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr. 960:—to be seated, sit, ;κάθησ' ἑδραία E.Andr. 266
: freq. in part.,πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407
; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82;κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207
; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530;ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu. 466
; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420;καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant. 411
; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El. 315;κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel. 1084
;πρὸς τὸ πῦρ Ar.V. 773
;ἐπὶ δίφρου Pl.R. 328c
;ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54
;ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28
;ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27
: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.;δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu. 208
; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85;οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap. 35c
;κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25
; of the βουλή, And.1.43;βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116
; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.3 sit still, sit quiet,ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264
; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76;ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46
; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.);οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17
, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped,περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20
, cf. 101; .4 reside in a place, LXXNe.11.6;λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16
; settle,εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life,ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83
;ἔσω καθημένη A.Ch. 919
; αἱ βαναυσικαὶ [ τέχναι]ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2
; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business,ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86
; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33;ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67
;ἐπὶ τοῦ.. ἰατρείου Aeschin.1.40
; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.7 of districts and countries, lie,Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7
.b to be low-lying,τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1
, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον.. κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.8 of a statue, to be placed, Pl.Smp. 215b, Arist.Pol. 1315b21.9 of things, to be set or placed,λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32
, cf. Pherecr.108.17;τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech. 851a4
, cf. ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθημαι
-
112 κέλομαι
κέλομαι, [dialect] Ep. [ per.] 2sg. κέλεαι, sts. disyll., Il.24.434, Od.4.812, 10.337: [tense] impf.Aκελόμην Il.1.386
,ἐκέλευ Theoc.3.11
,κέλετο Il.15.119
([dialect] Dor.κέντο Alcm.141
, acc. to Eust.756.30),ἐκέλετο IG42(1).122.35
(Epid., iv B.C.): [tense] fut.κελήσομαι Od.10.296
: [tense] aor. 1 ἐκελήσατο, κελήσατο, Epich.71, 99, Pi.O.13.80, I.6(5).37, IG42(1).121.108 (Epid., iv B.C.): [dialect] Ep.[tense] aor.2 ἐκέκλετο, κέκλετο, Il.11.285, 16.421, Hes.Sc. 341: hence was formed by later Poets [tense] pres. [full] κέκλομαι A.R.1.716, etc.; [dialect] Dor. opt. (lyr.); part. κεκλόμενος, v. infr. 11.1; imper. κέκλεο andκέκλου Hsch.
(this [tense] pres. used in pass. sense by Man.2.251, 3.319): poet. (also in [dialect] Dor.Prose, IGll. cc., al. (Epid., iv B.C.), cf.infr.11;ὅν κα κέλωνται τοὶ ἱαροποιοί Abh.Berl.Akad.1928(6).12
(Cos, iv B.C.)): [voice] Act. [tense] aor. 1ἐκέλησεν Hsch.
:— = κελεύω, urge, exhort, command.—Constr. like κελεύω:1 c.acc.pers.et inf., Il.5.810, 16.657, al., Alc.46, Pi. Il.cc., A.Ag. 1119 (lyr.); of the commands of a god, IG42(1).121.50 (Epid., iv B.C.), al.; μεταλλῆσαί τί ἑ θυμὸς.. κέλεται, καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ (instead of - υῖαν) Od.17.555.2 c.dat.pers.et inf.,φυλασσέμεναί τε κέλονται ἀλλήλοις Il.10.419
: more freq. without inf., ; ἀμφιπόλοισι κέκλετο ib. 287;ἵπποισιν ἐκέκλετο 8.184
;ἀλλήλοισι κέλεσθε 12.274
.3 abs., κέλομαι γὰρ ἔγωγε for [so] I advise, 23.894, Od.17.400;κέλεαι γάρ 5.98
;ἐγὼ κέλομαι καὶ ἄνωγα 3.317
; ἐπὶ δ' Ἕκτορι κέκλετο θυμὸς (sc. ἑ ἰέναι) Il. 16.382; less freq. of things, ἰαίνετο κηρός, ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς the wax melted, since mighty force constrained it, Od.12.175;ὡς.. παρ' ἡμετέρης κέλεται πιστώματα Μούσης Emp.5
.II call to,κέκλετο δ' Ἥφαιστον Il.18.391
; call upon for aid, h. Cer.21;πρῶτά σε κεκλόμενος, θύγατερ Διός S.OT 159
(lyr.), cf. A.Supp. 591 (lyr.);ἄν μὴ κελομένου πρίαται Milet.3.140C56
(iii B.C.), cf. Leg.Gort.6.48, Schwyzer 181v4,8 ([place name] Crete).2 call by name,νιν ὄρνιχος κέκλετ' ἐπώνυμον Pi. I.6(5).53
. (κέλομαι, κέλλω, κελεύω may be cogn. with Skt. kalayati 'push', Lat. celer.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλομαι
-
113 κινέω
Aκίνησα Il.23.730
, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht. 182c, D.9.51, - ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R. 545d, etc.: [tense] aor. [voice] Med. ([dialect] Ep.)κινήσαντο Opp.C.2.582
: [tense] aor. [voice] Pass. ἐκινήθην, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐκίνηθεν Il.16.280
: (cf. κίω):— set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermesleading the souls, Od.24.5; simply, move, ;κ. θύρην 22.394
;κ. κάρη Il.17.442
, etc.;Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147
;κ. ὄμμα S.Ph. 866
;ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec. 940
(lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσταικινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr. 607;κ. στρατιάν Id.Rh.18
(anap.);κ. ὅπλα Th.1.82
; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.2 remove a thing from its place,ἀνδριάντα Hdt.1.183
; ; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant. 1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24;κ. τῶν χρημάτων Id.1.143
, 6.70;κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27
, etc. ( κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu. Dio 27); change, innovate,νόμαια Hdt.3.80
;τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol. 1268b28
;τῶν κειμένων νόμων Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19:—[voice] Pass.,νόμιμα κινούμενα Pl.Lg. 797b
;ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol. 1268b35
: so abs. in [voice] Act., change treatment, ib. 1286a13.3 Gramm., inflect,τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15
:—more usu. in [voice] Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.II disturb, of a wasps'nest,τοὺς δ' εἴ πέρ τις.. κινήσῃ ἀέκων Il.16.264
; arouse,κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba. 690
; urge on,φόβος κ. τινά A.Ch. 289
; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant. 109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib. 413;μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99
(anap.);ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν.. ζέσαι Anaxipp.2
; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R. 329e, Ly. 223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up.. questions, Pl.Tht. 163a; call in question an assumption,τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael. 271b11
, cf. Phld.Sign.27;κ. τὸ τὰ ἄκρα.. ἀνταίρειν Str.2.1.12
, cf. Plot.2.1.6;ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360
:—[voice] Pass., S.OC 1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5;κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1
.2 set going, cause, call forth,φθέγματα S.El.18
;πατρὸς στόμα Id.OC 1276
; ;λόγον περί τινος Pl.R. 450a
;πάντα κ. λόγον Id.Phlb. 15e
;κ. ὀδύνην S.Tr. 974
(anap.); ;πάθος Phld. Mus.p.4
K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R. 566e;Ἐμπεδοκλέα.. πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65
.3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.4 sens. obsc.,κ. γυναῖκα Eup.233.3
(nisileg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach. 1052 (v.l.), Eq. 364, Nu. 1103 (lyr., [voice] Pass.), al., AP11.7 ([place name] Nicander);κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2
.5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55;μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49
; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).B [voice] Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr. 101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake,Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98
, Th.2.8;θύελλα κινηθεῖσα S.OC 1660
; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr. 1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph. 250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr. 245b, cf. Vett.Val.45.25, al.;κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193
S.3 of dancing,κ. τῷ σώματι Pl.Lg. 656a
.4 move forward, of soldiers, S.OC 1371, E.Rh. 139, Ph. 107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in.., Pl.Lg. 908d. -
114 μήδομαι
Aἐμήδετο h.Merc.46
; [dialect] Ep. μήδετο (v. infr.): [tense] fut. (lyr.), E.HF 1075 (lyr.); [dialect] Ep. [ per.] 2sg.μήσεαι Od.11.474
: [tense] aor. ἐμήσατο, μήσατο (v. infr.), alsoμῆστο Hsch.
: [tense] pf. μέμηδα cj. for : ([etym.] μέδω, μῆδος):—to be minded, intend, αὐτός τ' εὖ μήδεο resolve well thyself, Il.2.360; ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην what counsels I should take for myself, Od.5.189.2 c. acc. rei, plan and do cunningly or skilfully, plot, contrive, in [dialect] Ep. mostly in bad sense,σφιν κακὰ μήδετο μητίετα Ζεύς Il.7.478
;μοι Ζεὺς μήσατο λυγρὸν ὄλεθρον Od.24.96
;Αἴγισθος ἐμήσατο λ. ὄ. 3.194
;φρεσὶ μήδετο θέσκελα ἔργα Hes.Sc.34
;πατρὸς μεγάλ' ἀνδράσι μηδομένοιο Id.Fr.96.85
: also c. acc. pers. et rei, κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς he wrought them mischief, Il.10.52, cf. 22.395, 23.24, Od.24.426: in Lyr. and Trag. (usu. lyr.),μέγα ἔργον μ. Pi.N.10.64
;δίκας ἀδίκοισι B.17.42
; , cf. Ph. 799, A. Ch. 605; ἐπ' ἀνδρὶ τοῦτ' ἐμήσατο στύγος ib. 991, cf. S.Ph. 1114.3 after Hom., simply, contrive, invent,ἄρτια Pi.O.6.94
;τέχνας καὶ πόρους A.Pr. 477
; (lyr.);ὅσια καὶ νόμιμα Id.Th. 676
(lyr.);ὑμῖν κῦδος.. ἐμήσατο Χῖος ἀοιδός Theoc.22.218
; τί δὲ μήσωμαι; what shall I attempt? A.Th. 1062, cf. S.Tr. 973; τί σοι μήσομαι; E.Hipp. 592; make skilfully,μέλισσα μέλι μηδομένα Simon.47
: c. acc. et inf., contrive that a thing should be,ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι Pi.O.1.31
.II take care, keep watch, ib. 106, so prob. in Hes.Fr.96.76.—Poet. word, used twice by Ar. (lyr.), Trag. only in lyr. exc. A.Pr.l.c., and in late Prose, Luc.Astr.6, 21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μήδομαι
-
115 πέπνυμαι
A to be conscious, in full possession of one's faculties,τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια οἴῳ πεπνῦσθαι· τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν Od.10.495
;π. ἐν νεκύεσσι Call.Lau. Pall.129
.2 more freq. to be wise,πέπνυσαι.. νόῳ ιλ.2.3 ; οὔ σ' ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἀχαιοί 23.440
; imper.πέπνῠσο Thgn.29
: [tense] plpf. with [tense] impf. sense,τά περ ἄλλα μάλιστα ἀνθρώπων πέπνῡσο Od.23.210
: most freq. in part. πεπνυμένος, of persons, Il.3.203, Od.3.52 ; also of things, π. μῦθος, π. μήδεα, 1.361, Il.7.278 ;στόμα Hsch.
; πεπνυμένα ἀγορεύειν, βάζειν, etc., Od.19.352, Il.9.58, etc.; once in Hes.,πεπνυμένα εἰδώς Op. 731
; in later Prose,πεπνυμένη ῥῆσις Anaxarch. 1
;τὰ θεῖα πεπνυμένος Plu.Num.4
; αἱ (v.l. οἱ) π. the experts, Aret. SD2.11.—In [tense] aor. opt. [voice] Pass., πνυθείης ἀκόνιτον understand it, Nic.Al. 13.3 breathe,ζῶντες καὶ πεπν. ἄνδρες Plb.6.47.9
;εἰκόνες Id.6.53.10
. (From root πενῠ- which becomes πινῠ- in πινυτός (cf. Σικυών from Σεκυών, Λιβύη from Λεβύα) , ἀπινύσσω ; πνῡ-also in pr. n. Πνυταγόρας, πνυτός : not cogn. with πνέω, with which however it soon began to be confused, cf.ἄμπνυτο, ἀναπνέω 1.1
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέπνυμαι
-
116 σχεδόν
I of Place, near, hard by, [dialect] Ep. and Lyr.,δυσμενέες δ' ἄνδρες σ. εἵαται Il.10.100
;σ. εἴσιδε γαῖαν Od.5.392
, cf. 24.493; σ. οὔτασε at close quarters, Il.5.458;μή πώς σ' ἠὲ βάλῃ ἠὲ σ. ἄορι τύψῃ 20.378
, cf. 13.576, 16.828: sts. c. dat.,οὐ γάρ σφιν παῖδες σ. εἵαται 10.422
;νῆσοι ναιετάουσι σ. ἀλλήλῃσι Od.9.23
;οἳ δή σφι σ. εἰσι Hes.Sc. 113
; so στάθεν τύμβῳ ς. Pi.N.10.66 (also πὰρ ποδὶ ς. Id.O.1.74; ἀμφ' ἀνδριάντι ς. Id.P.5.40): more freq. c. gen., Φαιήκων γαίης ς. Od.5.288, cf. 475, 6.125, 9.117, 10.156, etc.;σ. αἵματος 11.142
.2 with Verbs of motion,σ. ἐλθεῖν τινι Il.9.304
, cf. Hes.Sc. 435; τινος Od.4.439;Ἀχαιίδος 11.481
;ὅστις σ. ἔγχεος ἔλθῃ Il.20.363
.II metaph. ofrelationship, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα ς. Od.10.441.III of Time, [θάνατος] δή τοις. εἶσι Il.17.202
, cf. Od.2.284;σοὶ δὲ γάμος σ. ἐστιν 6.27
; σοὶ.. φημὶ σ. ἔμμεναι, ὁππότε.. [the time] is near, when.., Il.13.817.IV after Hom., about, approximately, more or less, roughly speaking,σ. κατὰ ταὐτά Hdt.6.42
;σ. τι ταὐτά Pl.Prm. 128b
;σ. τι τοιαῦτα Id.Smp. 201e
;σ. τι ταῦτα Id.Grg. 472c
;σ. πάντες Hdt.1.65
, 2.48, X.HG6.5.33, cf. Act.Ap.13.44, PRyl.81.7 (ii A.D.); πάντα ς. Arist.Mete. 350b21;σ. ἅπαντας Ar.Ec. 1157
;πάντες σ. ἢ οἵ γε πλεῖστοι Arr.Epict.1.11.7
;σ. ἐκ κρηνῶν οἱ πλεῖστοι ῥέουσιν Arist.Mete. 350b34
; σ. περὶ τριακόσια στάδια ib. 351a14; σ. τι πρόσθεν ἢ.. not long before, S.OT 736;σ. ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν Hdt.5.20
; σὺν τοῖς θεοῖς σ. ἔσται ὁ διάλογος (audit)ἕως τῆς λ τοῦ Παχών PTeb.58.58
(ii B.C.);σ... τὸν αὐτὸν.. καιρόν Inscr.Prien.105.13
(i B.C.); alsoσ. ἴσως Pl.Sph. 253c
, Arist.Top. 118a13;σ. που D.S.36.10
;σ. ὡς εἰπεῖν Arist.APo. 79a20
, Rh. 1382b28, Gem.16.28; σ. εἰπεῖν one might almost say, Pl.Sph. 237c, Ath.Mech.3.4, POxy.1033.11 (iv A.D.), PLips.34.16 (iv A.D.).2 with Verbs (freq. in [tense] pf.), esp. of saying or knowing,σ. εἴρηχ' ἂ νομίζω συμφέρειν D.3.36
;εἴρηται σ. ἱκανῶς Arist.APr. 32a16
; διώρισται ς. Id.Pol. 1328a19;τὸν ἐμὸν.. σ. ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.33
;σ. ἐπίσταμαι S.Tr.43
;σ. οἶδα E.Tr. 898
;ἐγὼ σ. τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ Ar.Pl. 860
; freq. used to soften a positive assertion with a sense of modesty, sts. of irony,σ. γὰρ.. συνίημι Hdt.5.19
; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν I dare say I do not.., S.El. 609; σ. τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω I dare say it is a fool who thinks me foolish, Id.Ant. 470; σ. δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν generally speaking in every respect, Th.3.68; σ. οὐδ' ὁπωστιοῦν σοι πείσεται probably not at all, Pl.Phd. 61c; σ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε I think I have an argument, Id.Phdr. 236d.VI = σχέδην, ἠκολούθει σ. J.BJ1.17.2 (unless = followed at no long distance). -
117 φείδομαι
φείδομαι, Anacr.101, etc.: [tense] impf. φείδοντο (without augm.) even in S.El. 716 after a diphth. at the end of the preceding line: [tense] fut.A (troch.), Pl.Ap. 31a, etc., [dialect] Ep.πεφῐδήσομαι Il.15.215
, later [tense] fut. [voice] Pass. in med. sense φ<ε> ισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): [tense] aor. 1ἐφεισάμην Sol.32.1
, A.Th. 412, And.2.11, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3sg.φείσατο Il.24.236
: [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2 πεφῐδόμην, used by Hom. in opt. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf.πεφιδέσθαι 21.101
: [tense] pf. part.πεφεισμένος Luc.Hist.Conscr.59
(in med. sense, D.C. 50.20); [dialect] Ep. imper.πεφίδησο IG14.1363.16
; part.πεφιδημένος Nonn. D.12.392
:— spare:I spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen.,Τρώων Il.21.101
;ἀνδρός 24.158
, cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap. 31a;Ἰλίου Il.15.215
;Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ. Anacr.
l. c.; ;γῆς πατρίδος Sol.
l.c.; μὴ φείσῃ βίου spare not my life, S.Ph. 749;μὴ φείδεσθε.. στρατοῦ Id.Aj. 844
;φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος Th.1.90
, cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59.II spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.5.202;πίθου μεσσόθι φ. Hes.Op. 369
; φ. ὃν εἶχε βίον ( βίον by attraction to the relat.) Thgn.908;ἰδίᾳ μὲν τῶν < ὄντων> φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι Lys.21.16
; Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φ. not to spare, i. e. to use or give freely,οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Il.24.236
;μὴ φείδεο σίτου Hes.Op. 604
;θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Tyrt.10.14
;τᾶς ζωᾶς Id.15.5
;σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς Pi.I.6(5).33
;φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Hdt.8.68
.ά; τούτων φ. μηδενός Id.9.41
, cf. 39;φείδοντο κέντρων οὐδέν S.El. 716
;οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ' ἐν πόνοις κτλ. X.Cyr.4.2.1
, cf. 7.1.29;οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων And.2.11
;οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ Lys.19.24
;οὔθ' ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ. Sol.4.13
;μήτε χρημάτων μήτε πόνων Pl.Phd. 78a
: later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20.2 abs., to be sparing, live thriftily,φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Thgn.931
; ;οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. D.24.172
, cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl. 247, 553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι ) the un thrifty ones, Arist.HA 627a20: alsoἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Luc.Hist.Conscr.59
;πεφιδημένα δάκτυλα Nonn.D.12.392
; cf. πεφεισμένως, φειδομένως.III have consideration for,τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας Plu.2.114b
: with neg., pay no heed to,οὔτ' ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν AP5.278
(Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.).IV draw back from, refrain from,θαλάσσας Alc.Supp.4.13
(prob.);κελεύθου Pi.N.9.20
;κινδύνου X.Cyr.5.5.18
; ; τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24; , cf. E.Med. 401, etc.;οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων SIG708.36
(Istropolis, ii B.C.): (abs.,μὴ φείδεσθε E.Tr. 1285
;φείδου μηδέν Id.Hec. 1044
;μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν X.Cyr.1.6.35
): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or. 393 (fort. abs., post φείδου δ' distinguendum); alsoφ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Pl.R. 574b
;τί φειδόμεσθα τῶν λίθων.. μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα; Ar.Ach. 319
(troch.).V in LXX, with Preps.,φ. ἐπί τινι
have mercy upon.., Je.15.5
, 21.7;ἐπί τινα Id.28(51).3
; φ. περί τινος to keep one's hands off.., 2 Ki.12.6 (but φ. περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12);φ. ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης Jn.4.10
;ἀπό τινος 1 Ki.15.3
, Ez. 24.21; φ. τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from [var] contr. [full] φειδέομαι) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φείδομαι
-
118 φύλλον
φύλλον, τόA leaf; in [dialect] Ep. and Hdt. always in pl. leaves, or collectively foliage,φύλλα καὶ ὄζους Il.1.234
, al.;φύλλα δ' ἔραζε χέει Hes. Op. 421
;τὰ φ. καταδρέποντες κατήσθιον Hdt.8.115
;ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φ. ἀναπέμπει Pi.P.9.46
;ψυχὰς ἐδάη.. οἷά τε φύλλ' ἄνεμος δονεῖ B.5.65
; sg., S.OC 701 (lyr.), Thphr.HP1.10.6, etc.;οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν Il.6.146
, cf. Mimn.2.1;φύλλων γενεᾷ προσόμοιοι Ar.Av. 685
(anap.);φύλλοις βάλλειν E.Hec. 574
; πλεκτὰ φύλλα wreathed leaves, Id.Hipp. 807; φύλλον ἐλαίας, poet. for ἐλάα, S.l.c.: metaph. of choral songs,φύλλ' ἀοιδᾶν Pi.I.4(3).27
; of leaves used as voting-papers, IG12(5).595A12 (Ceos, iii/ii B. C.).2 of flowers, petal, [ῥόδον] ἔχον ἑξήκοντα φύλλα Hdt.8.138
; ὑακίνθινα φ., λειμώνια φ., Theoc.11.26, 18.39.II plant, in general,φ. ὂν ἐπινηχόμενον τῷ ὕδατι Dsc.1.12
, cf. Numen. ap. Ath.9.371b; ἡ κατὰ φύλλον (with or without γεωμετρία ) survey according to plants, i. e. crops grown, PTeb.38.3, 78.4 (ii B. C.): ποτίσαι εἰς φύλλον ib.72.362, 105.32 (ii B. C.): esp. of medicinal herbs,φ. εἴ τι νώδυνον κάτοιδε S.Ph.44
; ἠπίοισι φ. ib. 698 (lyr.), cf. 649.2 as a name of definite species:a = βρυωνία, dog Mercury, Mercurialis perennis, Thphr.HP9.18.5, Dsc.3.125.b the leaf-like fruit of silphium, Hp.Nat.Mul.72, Thphr.HP6.3.1, Polyaen.4.3.32.c = λευκάκανθα, Dsc.3.19. -
119 ψῆφος
Aψηφάων Man.4.448
: ([etym.] ψάω):—a small round worn stone, pebble,ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O. 10(11).9
; οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν ib.13.46; ψήφῳ μούνῃ διατετρανέεις, opp. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας, Hdt. 3.12; ψ. ἄμμου a grain of sand, LXXSi.18.10.2 precious stone, gem, Philostr.VA3.27; esp. worn in a ring, Luc.DMeretr.9.II acc. to the various uses made of such pebbles:1 pebble used for reckoning, counter, λογίζεσθαι ψήφοις calculate or reckon by abacus, cipher, Hdt.2.36, etc.: hence to reckon exactly or accurately, opp. ἀπὸ χειρὸς λ., Ar.V. 656 (anap.);οὐ τιθεὶς ψήφους D.18.229
;ἐν ψήφῳ λέγειν A.Ag. 570
;ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι E.Rh. 309
: metaph.,ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν τὰς ἔχθρας καὶ τὰς φιλίας Plb.2.47.5
: hence ψῆφος itself for a cipher, number, πὸτ ἄρτιον (sc. ἀριθμὸν)ποτθέμειν.. ψᾶφον Epich.170
: pl., accounts, καθαραὶ ψ., where there is an exact balance, D.18.227;οἱ περὶ τὰς ψ.
calculators,Alciphr.
1.26;ψήφων ἄπειρος Plu.2.812e
; δακτυλικὴ ψ. reckoning on the fingers, AP11.290 (Pall.); of astrological calculations, Vett.Val.10.15, al.b in Magic, κατέχων τὴν ψ. (i. e. the object on which the number is written) λέγε .. PMag.Par.1.1048, cf. 937.5 pebble used in voting,ψήφῳ ψηφίζεσθαι Hdt.9.55
;ἐὰν μὴ τῇ ψ... ψηφίσωνται κρύβδην ψηφιζόμενοι D.59.89
: hence, the vote itself, ψῆφον φέρειν give one's vote,ἐν καρδίᾳ ψ. φέροντες A.Eu. 680
, cf. And.1.2, D.57.61, etc.;ὑπέρ τινος Lycurg.7
;περί τινος Id.11
, etc.;ψήφου φορά E.Supp. 484
; ψῆφον τίθεσθαι, = ψηφίζεσθαι, Hdt.8.123, cf. 6.57;εἰς τεῦχος.. ψήφους ἔθεντο A.Ag. 816
; c. inf., Hdt.3.73;ψ. προσθέσθαι Th.1.40
; ψήφῳ διαιρεῖν to determine by vote, A.Eu. 630; ψήφῳ κρίνειν, Th.1.87, etc.;μεταλαβὼν τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψ. Pl.Ap. 36b
, cf. Lex ap.D.21.47: in collect. sense, ἐχρῆν.. ψ. περὶ αὐτοῦ γενέσθαι a vote is taken, Antipho 5.47;ἡ καθαιροῦσα ψ. Lys.13.37
;ἡ σῴζουσα ψ. D.19.66
; οἷς ἂν πλείστη γένηται ψ. a majority of votes, Pl.Lg. 759d: τὴν ψῆφον ἐπάγειν to put the vote or question, of the president, Th.1.119, 125;ψῆφον δοῦναι περί τινος IG22.222.24
, cf. D.21.188;ψ. ἀναδοὺς περί τινος App.BC1.100
; soψ. περὶ ἡμῶν ὑπὲρ ἀνδραποδισμοῦ προτεθεῖσαν D.19.65
; διένεμον (vv. ll. διενέμοντο, ἔφερον) τὰς ψ. were casting their votes, Hdt.8.123; ὑπὸ ψήφου μιᾶς with one accord, Ar.Lys. 270; ψ. φανερά open voting,ψ. φανερὰν διενεγκεῖν Th.4.74
;τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τραπέζας τίθεσθαι Lys.13.37
, cf. Pl.Lg. 767d, 855d; opp. ψ. ἀφανής voting by ballot, Aeschin.3.233;κρύβδην τὴν ψ. φέρειν Arist. Rh.Al. 1433a23
, cf. 1424b2, Ath.69.1.b that which is carried by vote, a vote, ψ. καταγνώσεως a vote of condemnation, Th.3.82; ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο περὶ φυγῆς a vote of banishment was moved for against him, X.An.7.7.57, cf. A.Th. 198;ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι Id.Supp.7
(anap.):—hence,c any resolve or decree,ψ. τυράννων S.Ant.60
; λιθίνα ψᾶφος a decree written on stone, Pi.O.7.87; διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς [the oak] gives judgement of itself, Id.P.4.265; ψ. φλεγυρὰ βροτῶν, i. e. public opinion, Cratin.57 (lyr.); τίν' ἂν ψῆφον θεῖο; what judgment.. ? Pl.Prt. 330c, cf. R. 450a;ἡ ἐμὴ ψ. Id.Phlb. 57a
.d Ἀθηνᾶς ψ., calculus Minervae, prov. phrase to express acquittal, when the votes were even, Philostr.VS2.3.e ψ. is sts. omitted,κἂν ἴσαι γένωνται Ar.Ra. 685
(lyr.);πάσαις κρατεῖν Luc.
Bis Acc.18, cf. 22.f Διὸς ψῆφος (ψῆφοι Hsch.
), prov. ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων, of the scene of contest betw. Athena and Poseidon, Suid., etc.g Κόννου ψ., negligible quantity, cipher, Ar.V. 675 (anap.), cf. Κοννᾶς.7 metaph., influence,πόλις μεγάλην ψ. ἔχουσα Lib.Or.18.13
. -
120 ἀάω
ἀάω, [dialect] Ep. Verb (twice in Trag., v. infr.), used by Hom. in [tense] aor. [voice] Act. ἄᾰσα ( ᾱᾱσαν Od.10.68, later ᾰᾱσε prob. in Matro Conv.29) [var] contr. ἆσα, [voice] Med. ἀᾰσάμην (ἀᾱσατο,A v.l. ἀάσσατο, Il.9.537) [var] contr. ἀσάμην, [voice] Pass. ἀάσθην: [tense] pres. only in [ per.] 3sg. [voice] Med.ἀᾶται Il.19.91
:—hurt, damage, always in reference to the mind, mislead, infatuate, of the effects of wine, sleep, divine judgements, etc., ;ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ.. οἶνος 11.61
;φρένας ἄασε οἴνῳ 21.297
; of love, θαλερὴ δέ μιν ἄασε Κύπρις Epic. ap.Parth.21.2; inf. ; part. :—[voice] Med.,Ἄτη ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91
:—[voice] Pass.,Ἄτης, ᾗ πρῶτον ἀάσθην Il. 19.136
, cf. Hes.Op. 283, h.Cer. 258.II Intr. in [tense] aor. [voice] Med., to be infatuated, act foolishly,ἀασάμην Il.9.116
, etc.; ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ ib. 537, 11.340; , Aristarch., v.l. Ζῆν' ἄσατο (sc. Ἄτη), cf. Sch.Ven. ad loc.;εἴ τί περ ἀασάμην A.R.1.1333
;ἀασάμην.. ἄτην 2.623
. (ἀϝάω, cf. ἀτάω.)
См. также в других словарях:
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… … Dictionary of Greek
Λάγκερκβιστ, Περ Φαμπιάν — (Pär Fabien Lagerkvist, Βάικσο 1891 – Στοκχόλμη 1974). Σουηδός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ενώ τα πρώτα του έργα, πεζά και ποιήματα, εκδόθηκαν το 1912. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε το Παρίσι, όπου επηρεάστηκε από το κίνημα… … Dictionary of Greek
Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… … Dictionary of Greek
Σβινχουφβουντ, Περ Έβιντ — (Svinhufvud). Φιλανδός πολιτικός (Σαακσμακί 1861 Λουουμακί 1944). Συντηρητικών πεποιθήσεων, ήταν πρόεδρος του Κοινοβουλίου το 1913, αλλά το 1914 εξορίστηκε στη Σιβηρία. Μετά την επανάσταση του 1917 ξαναγύρισε στη Φιλανδία και έγινε πρωθυπουργός… … Dictionary of Greek
Κλέβε, Περ Τέοντορ — (Per Teodor Cleve, Στοκχόλμη 1840 – Ουψάλα 1905). Σουηδός χημικός και μεταλλειολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Οι μεταλλειολογικές του έρευνες σε σπάνιες γαίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο νέων στοιχείων… … Dictionary of Greek
περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek