-
1 πέραν
πέραν adv. of place (Hom. [πέρην] et al.; ins, pap, LXX) marker of a position across from someth. else, with intervening space, on the other side.ⓐ funct. as adv., and subst. w. the art. τὸ πέραν the shore or land on the other side (X., An. 4, 3, 11; Sb 7252, 19) εἰς τὸ πέραν (Pla.; Polyb.; SIG 495, 84; 619, 27; 709, 6; BGU 1022, 25; 1 Macc 9:48) Mt 8:18, 28; 14:22; 16:5; Mk 4:35; 5:21; 6:45; 8:13.ⓑ funct. as prep. w. gen. (B-D-F §184; Rob. 646)α. answering the question ‘whither?’ ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης Jesus went away to the other side of the lake J 6:1. ἤρχοντο πέραν τ. θαλάσσης εἰς Καφαρναούμ vs. 17. Cp. 10:40; 18:1.β. answering the question ‘where?’ ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου this took place in Bethany on the other side of the Jordan J 1:28 (PParker, JBL 74, ’55, 257–61 [not ‘beyond’=west, but ‘across from’=east]). τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέραν τοῦ Ἰορδάνου Mt 19:1. Cp. J 3:26; 6:22, 25.—πέραν w. gen. can also be used w. the art. as a subst. (X., An. 3, 5, 2 εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ; Jos., Ant. 7, 198) ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης they came to the (land on the) other side of the lake Mk 5:1. Cp. Lk 8:22.—The improper restoration τ[ὰ ὄντα]| πέρ̣αν τῶν [ἀ]κο[ῶ]ν Ox 1081, 6f fails to take account of the Coptic duplicate, s. ἀκούω 7, ἀπέραντος.γ. In a number of places πέραν τοῦ Ἰορδάνου (Is 8:23; cp. Jos., Ant. 12, 222) functions as an indecl. name for the territory on the other (eastern) side of the Jordan, i.e. Perea ἀπὸ τ. Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου from Galilee and Judea and Perea Mt 4:25. ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου Mk 3:8. Cp. Mt 4:15 (Is 8:23); Mk 10:1 (v.l. διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου).—Περαία, ας (oft. in Joseph.) is found in our lit. only as v.l.: Lk 6:17. (The expression is by no means limited to Palestine: ἐν τῇ περαίᾳ in Appian, Bell. Civ. 2, 42 §168 refers to the land on the other side of the river. In addition, the region of the Carian mainland opposite the island of Rhodes was called Perea: Appian, op. cit. 4, 72 §305; also Livy 32, 33; 33, 18.)—Meistermann (Καφαρναούμ, end) 93ff. DELG s.v. πέρα. M-M. -
2 πέραν
a overly, overmuchεἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75
b prep. c. gen., beyond, overκαὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ψπερβορέους I. 6.23
πέραν Ἀ[θόω] Pae. 2.61
c emphasising διά, πέραν ἰσθμὸν διαβαίς right across fr. 140a. 65 (39). -
3 περάν
πέραbeyond: fem gen pl (doric aeolic)περάω 1drive right through: pres part act masc voc sg (doric aeolic)περάω 1drive right through: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)περάω 1drive right through: pres part act masc nom sg (doric aeolic)περᾶ̱ν, περάω 1drive right through: pres inf act (epic doric)περάω 1drive right through: pres inf act (attic doric)περάω 2fut part act masc voc sg (doric aeolic)περάω 2fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)περάω 2fut part act masc nom sg (doric aeolic)περάω 2fut inf actπεράω 2pres part act masc voc sg (doric aeolic)περάω 2pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)περάω 2pres part act masc nom sg (doric aeolic)περᾶ̱ν, περάω 2pres inf act (epic doric)περάω 2pres inf act (attic doric)——————περάω 1drive right through: pres inf actπεράω 2pres inf act -
4 πέραν
A on the other side, across, in early Poets always c. gen., esp. of water,νήσων αἳ ναίουσι π. ἁλός Il.2.626
;πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε π. ἁλός 24.752
(never in Od.);π. κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Hes.Th. 215
; π. Χάεος ζοφεροῖο ib. 814;π. πόντοιο Pi.N.5.21
;τὰ π. τοῦ Ἴστρου Hdt.5.9
;πόντου π. τραφεῖσαν A.Ag. 1200
;πολιοῦ π. πόντου S.Ant. 334
(lyr.); π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ, Th.2.67, X. An.4.3.3; π. Ἕβρον is corrupt in E.HF 386 (leg. Ἕβρου).2 abs., on the other side, esp. of water,προσορμίζεσθαι.. π. ἐν τῇ Ῥηναίῃ Hdt. 6.97
;π. εἶναι X.An.2.4.20
, 3.5.12, etc.; π. γενέσθαι ib.6.5.22.3 with Verbs of motion, folld. by εἰς, over or across to..,π. ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Hdt.8.36
;π. εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι X.An.7.2.2
;διαπλεύσαντες π. τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας Th.1.111
; also without εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες π. having crossed over (sc. ἐς τὴν ἤπειρον), Hdt.6.44.4 freq. c. Art.,διαβιβάζεσθαι εἰς τὸ π. τοῦ ποταμοῦ X.An. 3.5.2
; διέβη εἰς τὸ π. Id.HG1.3.17; ἐν τῷ π. Id.An.4.3.11; τὰ π. things done on the opposite side, ib.4.3.24; τὰ π. πράγματα, opp. τὰ ἐπὶ τάδε, Plb.3.97.5; οἱ π. those on the other side, Plu.Mar.23; ἡ ὄχθη ἡ π. Arr.An.5.10.2.II over against, opposite, c. gen.,π. ἱερῆς Εὐβοίης Il.2.535
: freq. in Paus., 2.22.2, 5.15.8,al.III less freq. = πέρα (A), beyond, c. gen.,π. Νείλοιο παγᾶν Pi.I.6(5).23
;π. γε πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν E.Hipp. 1053
, cf. Alc. 585 (lyr.), Supp. 676.IV right through,καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Hp.Mochl.37
; ἐς τὸ π. Id.Art. 11.—π. c. gen. usu. precedes its case, but follows it in A.l.c., Paus. 5.15.8. (Cf. πέρα (B).) -
5 περᾶν
Βλ. λ. περάν -
6 περᾷν
Βλ. λ. περάν -
7 πέραν
πέρᾱν, πέραbeyond: fem acc sg (attic doric aeolic)πέρᾱν, πέρανon the other side: indeclform (adverb)πέρᾱν, περάω 1drive right through: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)πέρᾱν, περάω 1drive right through: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)πέρᾱν, περάω 1drive right through: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)πέρᾱν, περάω 1drive right through: imperf ind act 1st sg (attic)πέρᾱν, περάω 2imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)πέρᾱν, περάω 2imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
8 περαντέον
A one must bring to an end, Gal.4.460.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαντέον
-
9 περάντης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περάντης
-
10 περαντικός
II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαντικός
-
11 πέρα(ν)
+ 24-52-7-15-9=107 Gn 50,10.11; Nm 21,11.13; 27,12beyond [τινος] Gn 50,10εἰς τὸ πέραν Αρνων on the other side of Arnon Nm 21,13; ἐν τῷ πέραν υἱῶν Ισραηλ on the opposite side to the children of Israel Jos 22,11*Jgs 11,29 εἰς τὸ πέραν to the other side-ֵעֶבר(ְל)? for MT ָעַבר he went over to, he passed on to, cpr. 1 Sm 30,10; Jer 48 (41),10; *Jer 52,8 ἐν τῷ πέραν beyond, on the other side of-עבר/ב for MT ערבת/ב inthe plains ofCf. BLASS 1990, §184; WALTERS 1973, 70-71; →NIDNTT -
12 εἰ
εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.1 c. pres. ind.a impv. in apodosis.εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3
“φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου” O. 1.75ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23
εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79
εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64
εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87
εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58
εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103
“Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266 “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.83εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31
c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86
εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85
e impf. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10
f pres. ind. understood in apodosis.εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43
g apodosis omitted.εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56
h pres. ind. understood in protasis.a ind. pres. in apodosis.ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28
II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.932 c. fut. ind., imperative in apodosis.εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13
cf. E infra O. 7.13 c. impf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
b κεν c. aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63
εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
4 c. aor. ind.a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42c impf. ind. in apodosis.εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54
d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73
“εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.43e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.555 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.136 c. aor. subj.a pres. or pf.-pres. in apodosis.πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
[ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-θεν N. 9.46
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.b aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b κεν c. opt. in apododis.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89
c fut. ind. in apodosis.εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105
8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110
ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15
9 c. pf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73
b pres. opt. in apodosis.εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
c impv. in apodosis.εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22
[10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]11 frag. κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4
“μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” P. 4.164μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69
D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditionalεἰ γάρ P. 4.43
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98
E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. alsoὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ. -
13 περάω
a crossἐξικόμαν κε βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: i. e. his hospitality knew no bounds or seasons) I. 2.41b met., complete ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.10 -
14 πέρα
πέρᾱ (A), Adv.A beyond, further,μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e
;μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b
: with Art.,τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d
.2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14
, cf. Pl.Ti. 29d.II of Time, longer,οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28
: with Art.,τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52
.2 c. gen.,π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7
; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246
;π. ματεύειν S.OC 211
(lyr.);μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187
(lyr.);οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78
; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257
;π. τῶν νόμων Id.El. 1506
;π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1
;π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64
; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c
; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73
; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.------------------------------------πέρα (B), ἡ,A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190
(lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.). -
15 πέρᾱ
πέρᾱGrammatical information: adv., also as prep. w. gen.Meaning: `beyond, further, longer, more, past' (Att.).Derivatives: Besides πέρᾱν, Ion. - ην adv., also prep. w. gen. `over, across, beyond, opposite to' (Il.). -- Adj. περαῖος `ulterior', esp. ἡ περαία ( χώρα, γῆ) `the country on the other side', also as PN (Hdt., A. R., Plb., Str.). From it 1. Περαΐτης m. `inhabitant of the Περαία' (J.; Redard 26 and 239 n. 24); 2. περαιόθεν `from the other side' (A. R., Arat.); 3. περαιόομαι, - όω, also w. δια- a.o., `to cross over, to bring over' (since ω 437), `to accomplish' (Gort.), `to end' (medic.) with περαίωσις f. `crossing' (Str., Plu.). -- Denominative verb περάω, aor. - ᾶσαι, Ion. - ῆσαι, also w. prefix, esp. δια- and ἐκ-, `to pass through, to go through, to travel through, to go beyond, to reach the end' (Il.) with ( δια-)πέρ-αμα n. `crossing' (Str.), ἐκπέρ-αμα n. `coming out of' (A.), πέρ-ασις f. `stepping through' (S.), - άσιμος `crossable, passable' (E., Str.); - ατός, Ion. - ητός `id.' (Pi., Hdt.); - ατής m. `ferryman' (Suid., Procl.); but in the sense of `stranger, emigrant' (LXX) prob. from πέρᾱ(ν); thus περᾱ-τικός `coming from a strange (ulterior) country, foreign' (Peripl. M. Rubr.), and - τός `id.' (pap. IIIa). -- Often w. strengthening ἀντι-: ἀντι-πέραια n. pl. `the stretches of coast on the opposite side' (Β 635), - αια f. sg. (A. R., Nonn.); ἀντι-πέρας `opposite to' (Th., X.; on the ending below), - πέραν, - ην (hell.), -πέρᾱ (Ev. Luc.) `id.'; - πέρηθε(ν) `from the opposite coast' (A. R., AP).Etymology: Both πέρᾱ and πέρᾱν are frozen caseforms, the latter acc. of a noun *πέρᾱ f. (Schwyzer 621), the first polyinterpret. (instr. f. or nom. pl. n.?). To this were adapted, prob. as innovations, the gen. in ἀντι-πέρας and in ἐκ πέρας Ναυπακτίας (A. Supp. 262) as well as the nominal acc. in Χαλκίδος πέραν ἔχων (A.Ag. 190 [lyr.]) and in πέρανδε (Argos Va). -- With πέρᾱ may be equated formally Skt. párā and Av. para `off, away, on the side'; these belong to the adj. Skt. pára-, Av. OP. para- `farther, of the other side'. Uncertain is the comparison of πέρᾱν with Lat. per-peram `wrong, false', s. W.-Hofmann s. v. Cf. πέρι and πάρος w. further connections and lit.Page in Frisk: 2,510-511Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέρᾱ
-
16 προάγω
προάγω impf. προῆγον; fut. προάξω; 2 aor. προήγαγον; 1 aor. pass. προήχθην LXX (Hdt.+).① trans. to take or lead from one position to another by taking charge, lead forward, lead or bring out τινά someone: προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω after he had led them out Ac 16:30 (Diod S 4, 44, 3 τῆς φυλακῆς προαγαγεῖν=lead out of the prison). αὐτοὺς προαγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον 17:5 (Jos., Ant. 16, 320 εἰς τὸ πλῆθος). Cp. 12:6 (Jos., Ant. 2, 105 al.).—In the language of the law-court bring before (Jos., Bell. 1, 539, Ant. 16, 393; Just. A I, 21, 3.—ἐπί 3) Ac 25:26.② intr. to move ahead or in front of, go before, lead the way, precedeⓐ in place τινά go before someone (2 Macc 10:1; B-D-F §150; Rob. 477) Mt 2:9 (GJs 21:3); 21:9; AcPl Ha 3, 29. Abs. (Diod S 17, 19, 1 προῆγε=he pushed on; Jos., Bell. 1, 673, Ant. 14, 388) Mt 21:9 v.l.; Mk 11:9 (opp. ἀκολουθεῖν); Lk 18:39. Walk ahead of those who are going slowly and w. hesitation ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς … οἱ δὲ ἀκολουθοῦντες Mk 10:32. κατὰ πόλιν με προῆγον they went before me from city to city IRo 9:3.—In imagery πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ anyone who goes too far and does not remain in the teaching 2J 9. Of πίστις (cp. Aberciusins. 12 πίστις προῆγε), which is followed by ἐλπίς (ἐπακολουθεῖν), προαγούσης τῆς ἀγάπης love leads the way Pol 3:3.ⓑ in time go or come ahead of someone w. acc. of pers. προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν go on ahead of him to the other shore Mt 14:22. προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν I will go on ahead of you to Galilee 26:32; Mk 14:28 (CEvans, JTS 5, ’54, 3–18); cp. Mt 28:7; Mk 16:7. Without acc. (which can be supplied fr. the ἕως-clause [cp. SIG 684, 25]) προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν Mk 6:45. οἱ τελῶναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ the tax-collectors will get into the kingdom of God ahead of you Mt 21:31. Fig. of sins προάγουσαι εἰς κρίσιν they go ahead of (sinners) to judgment 1 Ti 5:24 (cp. Oenomaus in Eus., PE 5, 24, 1 εἰς τ. κρίσιν προάγειν=‘come before the court’).—πάντα τὰ προάγοντα everything that had gone before MPol 1:1. κατά τὰς προαγούσας προφητείας in accordance with the prophecies that were made long ago (i.e. in reference to Timothy) 1 Ti 1:18 (IG XII/3, 247 τὰ προάγοντα ψαφίσματα; PFlor 198, 7 [III A.D.] κατὰ τὸ προάγον ἔθος; POxy 42, 3 ἡ πανήγυρις προάγουσα; Just., D. 33, 1 καὶ τὰ ἐπαγόμενα καὶ τὰ προάγοντα [in the psalm]). ἀθέτησις προαγούσης ἐντολῆς Hb 7:18 (ἀθέτησις 1).—M-M. TW. -
17 πέρην
πέραbeyond: fem acc sg (epic ionic)πέρανon the other side: ionic (indeclform adverb)περάω 1drive right through: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)περάω 1drive right through: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
18 ἄβατος
1 unattainable τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις met. of the lands beyond the pillars of Hercules O. 3.44 cf.οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
-
19 ἀείρω
ᾰείρω (aor. ειρε, ἀείραις: med. ραντο: pass. ἀείρεται: aor. ἀερθείς, -εῖσα, -έντα. ἀρόμαν v. ἄρνυμαι.)1 act. lift up τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 3.2 med. win, gain cf. ἄρνυμαι, ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (synizesin αε vidit Schroeder.) I. 6.603 pass. be lifted upa be exalted, extolledἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
εἴη μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ Pae. 14.40
λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντ (Boeckh: λαμπευθέντα codd.) fr. 227. 3b be elatedνικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
4 in tmesis, ἀνὰ κάρα τ' ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
-
20 Ἀθόως
̆αθόως the peninsula of Athos πέραν Ἀ[θόω] (supp. Arnim e Σ.) Pae. 2.61
См. также в других словарях:
πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… … Dictionary of Greek
πέραν — πέρᾱν , πέρα beyond fem acc sg (attic doric aeolic) πέρᾱν , πέραν on the other side indeclform (adverb) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περᾶν — πέρα beyond fem gen pl (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc voc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περᾷν — περάω 1 drive right through pres inf act περάω 2 pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ … Dictionary of Greek
υπερπέραν — Η «πέραν του τάφου» υπόσταση. Εκείνο που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αίσθηση. Όρος άκλιτος. Υ. ονομάζεται από τους πνευματιστές ο τόπος στον οποίο παραμένουν τα πνεύματα και το μεταξύ δύο διαδοχικών μετενσαρκώσεων διάστημα. Από το υ. προέρχονται … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… … Dictionary of Greek