Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέραν

  • 1 πέραν

    πέραν adv. of place (Hom. [πέρην] et al.; ins, pap, LXX) marker of a position across from someth. else, with intervening space, on the other side.
    funct. as adv., and subst. w. the art. τὸ πέραν the shore or land on the other side (X., An. 4, 3, 11; Sb 7252, 19) εἰς τὸ πέραν (Pla.; Polyb.; SIG 495, 84; 619, 27; 709, 6; BGU 1022, 25; 1 Macc 9:48) Mt 8:18, 28; 14:22; 16:5; Mk 4:35; 5:21; 6:45; 8:13.
    funct. as prep. w. gen. (B-D-F §184; Rob. 646)
    α. answering the question ‘whither?’ ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης Jesus went away to the other side of the lake J 6:1. ἤρχοντο πέραν τ. θαλάσσης εἰς Καφαρναούμ vs. 17. Cp. 10:40; 18:1.
    β. answering the question ‘where?’ ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου this took place in Bethany on the other side of the Jordan J 1:28 (PParker, JBL 74, ’55, 257–61 [not ‘beyond’=west, but ‘across from’=east]). τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέραν τοῦ Ἰορδάνου Mt 19:1. Cp. J 3:26; 6:22, 25.—πέραν w. gen. can also be used w. the art. as a subst. (X., An. 3, 5, 2 εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ; Jos., Ant. 7, 198) ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης they came to the (land on the) other side of the lake Mk 5:1. Cp. Lk 8:22.—The improper restoration τ[ὰ ὄντα]| πέρ̣αν τῶν [ἀ]κο[ῶ]ν Ox 1081, 6f fails to take account of the Coptic duplicate, s. ἀκούω 7, ἀπέραντος.
    γ. In a number of places πέραν τοῦ Ἰορδάνου (Is 8:23; cp. Jos., Ant. 12, 222) functions as an indecl. name for the territory on the other (eastern) side of the Jordan, i.e. Perea ἀπὸ τ. Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου from Galilee and Judea and Perea Mt 4:25. ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου Mk 3:8. Cp. Mt 4:15 (Is 8:23); Mk 10:1 (v.l. διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου).—Περαία, ας (oft. in Joseph.) is found in our lit. only as v.l.: Lk 6:17. (The expression is by no means limited to Palestine: ἐν τῇ περαίᾳ in Appian, Bell. Civ. 2, 42 §168 refers to the land on the other side of the river. In addition, the region of the Carian mainland opposite the island of Rhodes was called Perea: Appian, op. cit. 4, 72 §305; also Livy 32, 33; 33, 18.)—Meistermann (Καφαρναούμ, end) 93ff. DELG s.v. πέρα. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πέραν

  • 2 πέραν

    a overly, overmuch

    εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75

    b prep. c. gen., beyond, over

    καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ψπερβορέους I. 6.23

    πέραν Ἀ[θόω] Pae. 2.61

    c emphasising διά, πέραν ἰσθμὸν διαβαίς right across fr. 140a. 65 (39).

    Lexicon to Pindar > πέραν

  • 3 περάν

    πέρα
    beyond: fem gen pl (doric aeolic)
    περάω 1
    drive right through: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    περάω 1
    drive right through: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    περάω 1
    drive right through: pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    περᾶ̱ν, περάω 1
    drive right through: pres inf act (epic doric)
    περάω 1
    drive right through: pres inf act (attic doric)
    περάω 2
    fut part act masc voc sg (doric aeolic)
    περάω 2
    fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    περάω 2
    fut part act masc nom sg (doric aeolic)
    περάω 2
    fut inf act
    περάω 2
    pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    περάω 2
    pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    περάω 2
    pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    περᾶ̱ν, περάω 2
    pres inf act (epic doric)
    περάω 2
    pres inf act (attic doric)
    ——————
    περάω 1
    drive right through: pres inf act
    περάω 2
    pres inf act

    Morphologia Graeca > περάν

  • 4 πέραν

    πέρᾱν, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] πέρην, Adv.
    A on the other side, across, in early Poets always c. gen., esp. of water,

    νήσων αἳ ναίουσι π. ἁλός Il.2.626

    ;

    πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε π. ἁλός 24.752

    (never in Od.);

    π. κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Hes.Th. 215

    ; π. Χάεος ζοφεροῖο ib. 814;

    π. πόντοιο Pi.N.5.21

    ;

    τὰ π. τοῦ Ἴστρου Hdt.5.9

    ;

    πόντου π. τραφεῖσαν A.Ag. 1200

    ;

    πολιοῦ π. πόντου S.Ant. 334

    (lyr.); π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ, Th.2.67, X. An.4.3.3; π. Ἕβρον is corrupt in E.HF 386 (leg. Ἕβρου).
    2 abs., on the other side, esp. of water,

    προσορμίζεσθαι.. π. ἐν τῇ Ῥηναίῃ Hdt. 6.97

    ;

    π. εἶναι X.An.2.4.20

    , 3.5.12, etc.; π. γενέσθαι ib.6.5.22.
    3 with Verbs of motion, folld. by εἰς, over or across to..,

    π. ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Hdt.8.36

    ;

    π. εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι X.An.7.2.2

    ;

    διαπλεύσαντες π. τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας Th.1.111

    ; also without εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες π. having crossed over (sc. ἐς τὴν ἤπειρον), Hdt.6.44.
    4 freq. c. Art.,

    διαβιβάζεσθαι εἰς τὸ π. τοῦ ποταμοῦ X.An. 3.5.2

    ; διέβη εἰς τὸ π. Id.HG1.3.17; ἐν τῷ π. Id.An.4.3.11; τὰ π. things done on the opposite side, ib.4.3.24; τὰ π. πράγματα, opp. τὰ ἐπὶ τάδε, Plb.3.97.5; οἱ π. those on the other side, Plu.Mar.23; ἡ ὄχθη ἡ π. Arr.An.5.10.2.
    II over against, opposite, c. gen.,

    π. ἱερῆς Εὐβοίης Il.2.535

    : freq. in Paus., 2.22.2, 5.15.8,al.
    III less freq. = πέρα (A), beyond, c. gen.,

    π. Νείλοιο παγᾶν Pi.I.6(5).23

    ;

    π. γε πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν E.Hipp. 1053

    , cf. Alc. 585 (lyr.), Supp. 676.
    IV right through,

    καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Hp.Mochl.37

    ; ἐς τὸ π. Id.Art. 11.—π. c. gen. usu. precedes its case, but follows it in A.l.c., Paus. 5.15.8. (Cf. πέρα (B).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέραν

  • 5 περᾶν

    Βλ. λ. περάν

    Morphologia Graeca > περᾶν

  • 6 περᾷν

    Βλ. λ. περάν

    Morphologia Graeca > περᾷν

  • 7 πέραν

    πέρᾱν, πέρα
    beyond: fem acc sg (attic doric aeolic)
    πέρᾱν, πέραν
    on the other side: indeclform (adverb)
    πέρᾱν, περάω 1
    drive right through: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    πέρᾱν, περάω 1
    drive right through: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    πέρᾱν, περάω 1
    drive right through: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)
    πέρᾱν, περάω 1
    drive right through: imperf ind act 1st sg (attic)
    πέρᾱν, περάω 2
    imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    πέρᾱν, περάω 2
    imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > πέραν

  • 8 περαντέον

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαντέον

  • 9 περάντης

    περάν-της, ου, , =
    A paedicator, Sch.Theoc.13 (Pap.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περάντης

  • 10 περαντικός

    A conclusive, Ar. Eq. 1378; π. λόγος, a kind of syllogism, Stoic.2.77, cf. Gal.18(1).219.
    II περαντικά, τά, dub. sens. in POxy.2032.61 (vi A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαντικός

  • 11 πέρα(ν)

    + 24-52-7-15-9=107 Gn 50,10.11; Nm 21,11.13; 27,12
    beyond [τινος] Gn 50,10
    εἰς τὸ πέραν Αρνων on the other side of Arnon Nm 21,13; ἐν τῷ πέραν υἱῶν Ισραηλ on the opposite side to the children of Israel Jos 22,11
    *Jgs 11,29 εἰς τὸ πέραν to the other side-ֵעֶבר(ְל)? for MT ָעַבר he went over to, he passed on to, cpr. 1 Sm 30,10; Jer 48 (41),10; *Jer 52,8 ἐν τῷ πέραν beyond, on the other side of-עבר/ב for MT ערבת/ב in
    the plains of
    Cf. BLASS 1990, §184; WALTERS 1973, 70-71; →NIDNTT

    Lust (λαγνεία) > πέρα(ν)

  • 12 εἰ

    εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.
    1 c. pres. ind.
    a impv. in apodosis.

    εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3

    φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος ΟἰνομάουO. 1.75

    ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79

    εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50

    b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)

    εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87

    εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58

    εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

    εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103

    Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.83

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67

    εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31

    c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.

    ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50
    d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.

    εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85

    e impf. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    f pres. ind. understood in apodosis.

    εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43

    g apodosis omitted.

    εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56

    h pres. ind. understood in protasis.
    a ind. pres. in apodosis.

    ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28

    II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2
    III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.93
    2 c. fut. ind., imperative in apodosis.

    εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13

    cf. E infra O. 7.1
    3 c. impf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    b κεν c. aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63

    εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91

    4 c. aor. ind.
    a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13
    b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42
    c impf. ind. in apodosis.

    εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54

    d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16

    εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73

    εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43
    e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.55
    5 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.13
    6 c. aor. subj.
    a pres. or pf.-pres. in apodosis.

    πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    [ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266

    δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-

    θεν N. 9.46

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.
    b aor. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11

    7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263

    κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14

    οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34

    b κεν c. opt. in apododis.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89

    c fut. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105

    8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.

    εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108

    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110

    ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263

    πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15

    9 c. pf. ind.
    a pres. ind. in apodosis.

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73

    b pres. opt. in apodosis.

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    c impv. in apodosis.

    εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22

    [
    10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]
    12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4

    μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τιP. 4.164

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69

    D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditional

    εἰ γάρ P. 4.43

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98

    E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. also

    ὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1

    F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ.

    Lexicon to Pindar > εἰ

  • 13 περάω

    περάω ( περᾶν: impf. ἐπέρα: aor. περάσαις; -ᾶσαι.)
    a cross

    ἐξικόμαν κε βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76

    οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: i. e. his hospitality knew no bounds or seasons) I. 2.41

    Lexicon to Pindar > περάω

  • 14 πέρα

    πέρᾱ (A), Adv.
    A beyond, further,

    μέχρι τοῦ μέσου καθιέναι, π. δ' οὔ Pl. Phd. 112e

    ;

    μέχρι τούτου.., π. δὲ μή Id.R. 423b

    : with Art.,

    τὸ π. λέγειν Id.Phdr. 241d

    .
    2 c. gen., π. ὅρου ἐλαύνειν further than, Lex ap.D. 23.44;

    τούτου μὴ π. προβαίνειν Arist.Pol. 1319b14

    , cf. Pl.Ti. 29d.
    II of Time, longer,

    οὐκέτι π. ἐπολιόρκησαν X.An.6.1.28

    : with Art.,

    τὸ π. καθεύδειν τοῦ πρέποντος Aeschin.Socr.52

    .
    2 c. gen.,

    π. μεσούσης τῆς ἡμέρας X.An.6.5.7

    ; τῶν πεντήκοντα π. γεγονότας above fifty years old, Pl.Lg. 670a (v.l. πέραν).
    III freq. metaph., beyond measure, extravagantly, π. λέξαι, φράσαι, S.El. 633, Ph. 332, cf. E.Hipp. 1033 ;

    Ζεύς.. με λυπήσει πέρα Ar.Av. 1246

    ;

    π. ματεύειν S.OC 211

    (lyr.);

    μέλεα καὶ π. παθεῖν E.El. 1187

    (lyr.);

    οἵ τοι π. στέρξαντες οἵδε καὶ π. μισοῦσιν Trag.Adesp.78

    ; τὸ π. Arr.Fr.123J.; but π. is f.l. in S.OC 1745 (lyr.).
    2 c. gen., more than, beyond, exceeding, π. δίκης, καιροῦ π., A.Pr.30, 507; τοῦ εἰκότος π. S.OT74;

    π. τῶν νῦν εἰρημένων Id.OC 257

    ;

    π. τῶν νόμων Id.El. 1506

    ;

    π. τοῦ προσήκοντος Antipho 5.1

    ;

    π. ὧν προσεδεχόμεθα Th.2.64

    ; π. τοῦ δέοντος, π. τοῦ μετρίου, Pl.Grg. 487d, Ti. 65d ;

    π. τοῦ μεγίστου φόβου Id.Phlb. 12c

    ; θαυμάτων π. more than marvels, E.Hec. 714 ;

    δεινὸν καὶ π. δεινοῦ D.45.73

    ; π. μεδίμνου more than a medimnus, Is.10.10; ἐλπίδος π. Plu.Sull.11.
    b abs., more, further, οὐδὲν ἐρρήθη π. E.IT91 ; ἄπιστα καὶ π. κλύων things incredible, and more than that, Ar.Av. 417 ; πᾶν τολμήσασα καὶ π. S.Fr. 189.
    3 as [comp] Comp., folld. by , Id.OC 651, Ph. 1277.
    IV above, higher than, τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας π. ib. 666 ; π. ἀνθρώπου, π. τέχνης, Philostr. Her.18.1, 19.4.—In all senses πέρα may stand either before or after the gen., but commonly before.—[comp] Comp. περαίτερος, α, ον, Adv. περαίτερον and - τέρω (qq. v.); cf. sq.
    ------------------------------------
    πέρα (B), ,
    A = ἡ περαία, (περαῖος), the land on the other side. ἐκ πέρας Ναυπακτίας A.Supp. 262 ;

    Χαλκίδος πέραν ἔχων Id.Ag. 190

    (lyr.):—hence [full] πέρανδε, to a foreign city, SIG 56.13 (Argos, V B.C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέρα

  • 15 πέρᾱ

    πέρᾱ
    Grammatical information: adv., also as prep. w. gen.
    Meaning: `beyond, further, longer, more, past' (Att.).
    Compounds: comp. περαι-τέρω (Att.), - τερον with adj. - τερος (Pi.).
    Derivatives: Besides πέρᾱν, Ion. - ην adv., also prep. w. gen. `over, across, beyond, opposite to' (Il.). -- Adj. περαῖος `ulterior', esp. ἡ περαία ( χώρα, γῆ) `the country on the other side', also as PN (Hdt., A. R., Plb., Str.). From it 1. Περαΐτης m. `inhabitant of the Περαία' (J.; Redard 26 and 239 n. 24); 2. περαιόθεν `from the other side' (A. R., Arat.); 3. περαιόομαι, - όω, also w. δια- a.o., `to cross over, to bring over' (since ω 437), `to accomplish' (Gort.), `to end' (medic.) with περαίωσις f. `crossing' (Str., Plu.). -- Denominative verb περάω, aor. - ᾶσαι, Ion. - ῆσαι, also w. prefix, esp. δια- and ἐκ-, `to pass through, to go through, to travel through, to go beyond, to reach the end' (Il.) with ( δια-)πέρ-αμα n. `crossing' (Str.), ἐκπέρ-αμα n. `coming out of' (A.), πέρ-ασις f. `stepping through' (S.), - άσιμος `crossable, passable' (E., Str.); - ατός, Ion. - ητός `id.' (Pi., Hdt.); - ατής m. `ferryman' (Suid., Procl.); but in the sense of `stranger, emigrant' (LXX) prob. from πέρᾱ(ν); thus περᾱ-τικός `coming from a strange (ulterior) country, foreign' (Peripl. M. Rubr.), and - τός `id.' (pap. IIIa). -- Often w. strengthening ἀντι-: ἀντι-πέραια n. pl. `the stretches of coast on the opposite side' (Β 635), - αια f. sg. (A. R., Nonn.); ἀντι-πέρας `opposite to' (Th., X.; on the ending below), - πέραν, - ην (hell.), -πέρᾱ (Ev. Luc.) `id.'; - πέρηθε(ν) `from the opposite coast' (A. R., AP).
    Origin: IE [Indo-European] [811] * per `beyond, further'
    Etymology: Both πέρᾱ and πέρᾱν are frozen caseforms, the latter acc. of a noun *πέρᾱ f. (Schwyzer 621), the first polyinterpret. (instr. f. or nom. pl. n.?). To this were adapted, prob. as innovations, the gen. in ἀντι-πέρας and in ἐκ πέρας Ναυπακτίας (A. Supp. 262) as well as the nominal acc. in Χαλκίδος πέραν ἔχων (A.Ag. 190 [lyr.]) and in πέρανδε (Argos Va). -- With πέρᾱ may be equated formally Skt. párā and Av. para `off, away, on the side'; these belong to the adj. Skt. pára-, Av. OP. para- `farther, of the other side'. Uncertain is the comparison of πέρᾱν with Lat. per-peram `wrong, false', s. W.-Hofmann s. v. Cf. πέρι and πάρος w. further connections and lit.
    Page in Frisk: 2,510-511

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέρᾱ

  • 16 προάγω

    προάγω impf. προῆγον; fut. προάξω; 2 aor. προήγαγον; 1 aor. pass. προήχθην LXX (Hdt.+).
    trans. to take or lead from one position to another by taking charge, lead forward, lead or bring out τινά someone: προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω after he had led them out Ac 16:30 (Diod S 4, 44, 3 τῆς φυλακῆς προαγαγεῖν=lead out of the prison). αὐτοὺς προαγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον 17:5 (Jos., Ant. 16, 320 εἰς τὸ πλῆθος). Cp. 12:6 (Jos., Ant. 2, 105 al.).—In the language of the law-court bring before (Jos., Bell. 1, 539, Ant. 16, 393; Just. A I, 21, 3.—ἐπί 3) Ac 25:26.
    intr. to move ahead or in front of, go before, lead the way, precede
    in place τινά go before someone (2 Macc 10:1; B-D-F §150; Rob. 477) Mt 2:9 (GJs 21:3); 21:9; AcPl Ha 3, 29. Abs. (Diod S 17, 19, 1 προῆγε=he pushed on; Jos., Bell. 1, 673, Ant. 14, 388) Mt 21:9 v.l.; Mk 11:9 (opp. ἀκολουθεῖν); Lk 18:39. Walk ahead of those who are going slowly and w. hesitation ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς … οἱ δὲ ἀκολουθοῦντες Mk 10:32. κατὰ πόλιν με προῆγον they went before me from city to city IRo 9:3.—In imagery πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ anyone who goes too far and does not remain in the teaching 2J 9. Of πίστις (cp. Aberciusins. 12 πίστις προῆγε), which is followed by ἐλπίς (ἐπακολουθεῖν), προαγούσης τῆς ἀγάπης love leads the way Pol 3:3.
    in time go or come ahead of someone w. acc. of pers. προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν go on ahead of him to the other shore Mt 14:22. προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν I will go on ahead of you to Galilee 26:32; Mk 14:28 (CEvans, JTS 5, ’54, 3–18); cp. Mt 28:7; Mk 16:7. Without acc. (which can be supplied fr. the ἕως-clause [cp. SIG 684, 25]) προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν Mk 6:45. οἱ τελῶναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ the tax-collectors will get into the kingdom of God ahead of you Mt 21:31. Fig. of sins προάγουσαι εἰς κρίσιν they go ahead of (sinners) to judgment 1 Ti 5:24 (cp. Oenomaus in Eus., PE 5, 24, 1 εἰς τ. κρίσιν προάγειν=‘come before the court’).—πάντα τὰ προάγοντα everything that had gone before MPol 1:1. κατά τὰς προαγούσας προφητείας in accordance with the prophecies that were made long ago (i.e. in reference to Timothy) 1 Ti 1:18 (IG XII/3, 247 τὰ προάγοντα ψαφίσματα; PFlor 198, 7 [III A.D.] κατὰ τὸ προάγον ἔθος; POxy 42, 3 ἡ πανήγυρις προάγουσα; Just., D. 33, 1 καὶ τὰ ἐπαγόμενα καὶ τὰ προάγοντα [in the psalm]). ἀθέτησις προαγούσης ἐντολῆς Hb 7:18 (ἀθέτησις 1).—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προάγω

  • 17 πέρην

    πέρα
    beyond: fem acc sg (epic ionic)
    πέραν
    on the other side: ionic (indeclform adverb)
    περάω 1
    drive right through: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
    περάω 1
    drive right through: imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > πέρην

  • 18 ἄβατος

    1 unattainable τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις met. of the lands beyond the pillars of Hercules O. 3.44 cf.

    οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21

    Lexicon to Pindar > ἄβατος

  • 19 ἀείρω

    ᾰείρω (aor. ειρε, ἀείραις: med. ραντο: pass. ἀείρεται: aor. ἀερθείς, -εῖσα, -έντα. ἀρόμαν v. ἄρνυμαι.)
    2 med. win, gain cf. ἄρνυμαι, ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (synizesin αε vidit Schroeder.) I. 6.60
    3 pass. be lifted up
    a be exalted, extolled

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41

    εἴη μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64

    σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ Pae. 14.40

    λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντ (Boeckh: λαμπευθέντα codd.) fr. 227. 3
    b be elated

    νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    4 in tmesis, ἀνὰ κάρα τ' ἄειρ[ε v.

    ἀναείρω Pae. 20.10

    Lexicon to Pindar > ἀείρω

  • 20 Ἀθόως

    ̆αθόως the peninsula of Athos πέραν Ἀ[θόω] (supp. Arnim e Σ.) Pae. 2.61

    Lexicon to Pindar > Ἀθόως

См. также в других словарях:

  • πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… …   Dictionary of Greek

  • πέραν — πέρᾱν , πέρα beyond fem acc sg (attic doric aeolic) πέρᾱν , πέραν on the other side indeclform (adverb) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾶν — πέρα beyond fem gen pl (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc voc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾷν — περάω 1 drive right through pres inf act περάω 2 pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • υπερπέραν — Η «πέραν του τάφου» υπόσταση. Εκείνο που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αίσθηση. Όρος άκλιτος. Υ. ονομάζεται από τους πνευματιστές ο τόπος στον οποίο παραμένουν τα πνεύματα και το μεταξύ δύο διαδοχικών μετενσαρκώσεων διάστημα. Από το υ. προέρχονται …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»