-
1 Δέγμενος
Δέγμενοςmasc nom sg -
2 δέγμενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέγμενος
-
3 δέγμενος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέγμενος
-
4 δέγμενος
δέχομαιtake: aor part mp masc nom sg (epic) -
5 Δεγμένου
Δέγμενοςmasc gen sg -
6 Δέγμενοι
Δέγμενοςmasc nom /voc pl -
7 Δέγμενον
Δέγμενοςmasc acc sg -
8 δέχομαι
δέχομαι, [dialect] Ion., [dialect] Aeol., Cret. [full] δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, [tense] impf.Aἐδεκόμην Hdt.3.135
: [tense] fut. δέξομαι, [dialect] Ep. alsoδεδέξομαι Il.5.238
, also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24; ([place name] Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXXLe.22.25: [tense] aor.ἐδεξάμην Il.18.238
, etc.,δεξάμην Pi.P.4.70
; also ἐδέχθην ([etym.] ὑπ-) E.Heracl. 757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, ([etym.] εἰς-) D.40.14 ([voice] Pass.): [tense] pf.δέδεγμαι Il.4.107
, Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43
, al.:— Hom. also has [dialect] Ep. [tense] impf.ἐδέγμην Od.9.513
, [ per.] 3sg.δέκτο Il.15.88
, al., laterἔδεκτο Pi.O.2.54
, Simon.184; imper.δέξο Il.19.10
, pl.δέχθε A.R.4.1554
; inf. ; part.δέγμενος Il.18.524
(alsoδέχμενος Hsch.
); also a [ per.] 3pl. [tense] pres.δέχαται Il.12.147
; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:—I of things as the object, take, accept, receive, etc.,ἄποινα 1.20
, etc.;μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
;φόρον Th.1.90
;δ. τι χείρεσσι Od.19.355
;τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg. 499c
;τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2
, etc.; δ. τί τινι receive something at the hand of another,δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186
, cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender, ([place name] Gortyn);τι παρά τινος Il.24.429
;τι ἔκ τινος S. OT 1107
(lyr.);τί τινος Il.1.596
, 24.305, S.OT 1163; also δ. τί τινος receive in exchange for..,χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327
; choose,τι δ. πρό τινος Pl.Lg. 729d
;μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d
: c. inf., prefer,δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ.. Lys. 10.21
, cf. Pl.Phlb. 63b;δ. μᾶλλον.. X.HG5.1.14
, Smp.4.12;οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143
;Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap. 41a
;οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5
.b catch, as in a vessel,ὀπὸν.. κάδοις δ. S.Fr.534.3
.2 of mental reception, take, accept without complaint,χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271
;κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115
.b accept graciously,τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δ. 23.647
; of the gods,ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420
; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El. 443;τὰ σφάγια δ. Ar.Lys. 204
, cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δ., accept, hail the oracle, the omen, Hdt.1.63, 9.91;δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63
;δ. τὰ ἀγαθά IG22.410
,al.;ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El. 668
: abs., , cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc. 312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive, .c simply, give ear to, hear, ;δ. ὀμφάν Id.Med. 175
(lyr.);τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11
,89.d take or regard as so and so,μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα S.Aj.68
; understand in a certain sense, : c. inf.,κῶλά με δέξαι νυνὶ λέγειν D.H.Comp.22
, cf. Str.1.3.13, etc.II of persons as the object, welcome,κόλπῳ Il.6.483
;ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60
; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110;δόμοις δ. τινά S.OT 818
; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47;δ. χώρᾳ Id.Med. 713
; τῇ τόλει δ. to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.;εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6
; δ. τινὰ ξύμμαχον accept or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places, ; entertain,δείπνοις Anaxandr.41.2
(anap.);δωρήμασιν S.OC4
.2 receive as an enemy, await the attack of,ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238
, cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops,εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31
;τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54
, cf. 8.28, Th.4.43;ἐπιόντας δ. Id.7.77
;δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126
;ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp. 393
.3 expect, wait, c. acc. et [tense] fut. inf.,ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα.. ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513
, cf. 12.230; alsoδέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191
;δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62
.—In these two last senses, Hom. always uses [tense] fut. δεδέξομαι, [tense] pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf.δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228
; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen.,βορέω Arat.795
, cf. 907, 928.III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70.4 Geom., contain, circum-scribe,γωνίας ἴσας Euc.3
Def.11;πεντάγωνον Papp.422.34
.IV intr., succeed, come next,ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290
; ;ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12
; of places,ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176
. ( δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέχομαι
-
9 δέχομαι
δέχομαι, 3 pl. δέχαται, fut. δέξομαι, aor. (ἐ) δεξάμην, perf. δέδεγμαι, imp. δέδεξο, fut. perf. δεδέξομαι, aor. 2 ἐδέγμην, ἔδεκτο, δέκτο, imp. δέξο, inf. δέχθαι, part. δέγμενος: receive, accept, await; of taking anything from a person's hands ( τινός τι or τινί τι), δέξατό οἱ σκῆπτρον, Il. 2.186; so of accepting sacrifices, receiving guests hospitably, ‘entertain,’ ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι, Od. 13.316; in hostile sense, of receiving a charge of the enemy (here esp. δέχαται, δέδεγμαι, ἐδέγμην, δέγμενος, δεδέξομαι), τόνδε δεδέξομαι δουρί, Il. 5.238; in the sense of ‘awaiting’ (here esp. aor. 2) freq. foll. by εἰσόκε, ὁπότε, etc.; δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν ἀείδων, ‘waiting till Achilles should leave off singing,’ Il. 9.191.—Intrans., ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί, ‘succeeds,’ Il. 19.290.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέχομαι
-
10 δέκομαι
δέκομαι (δέκεται, -ονται; δέκευ; δεκομένα: fut. δέξεται: impf. ἔδεκτο, δέκετο coni.: aor. δέξατ(ο), (ἐ) δέξαντ(ο); δέξαιτο; δέξαι, δέξασθε; δεξαμένῳ, -ον, -οι, -αμένα: pf. δέδεκται; δέδεξαι impv.: δέγμενος)a accept “ ἄγε φίλτρον τόδἵππειον δέκευ” (byz.: δέχευ codd.) O. 13.68ἕδνα τε δέξαντο P. 3.95
“ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.255
πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125
δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν (sc. Ἡρακλέα) N. 1.71Μελίσσῳ ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11
ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Pae. 6.129 esp. c. acc. & dat., accept something from someone:δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29
γαῖαν διδόντι ξείνια πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς δέξατ” P. 4.23Ἡσυχία, Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5
αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.5
ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (sc. ἡμεῖς) I. 6.4 οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 2.b welcome esp. with modal dative or σύν c. dat. ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατἐλθόντ' Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (cf. Devereux, Rh. M., 1966, 289f.) O. 3.27 Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι ( δέκευ byz.) O. 4.9ὠκεανοῦ θύγατερ, ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
ἀλλὦ Πίσας ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (Boeckh: δέχονται codd.) P. 1.98μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (on the tense, v. Führer, Untersuchungen, 93̆{4}) P. 5.86 εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν (sc. Ἀπόλλων) P. 8.19 “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος (sc. αὐτόν) N. 4.11ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
ἄρουραν ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38
τοίαισιν ὁργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15
χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Her mann: πρὶν ἔδεκτο codd.: πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.45
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι ἐν ζαθέᾳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5
τὸν δὲ ( Πάγασον) ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται shelter O. 13.92 met., τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. αὐτούς befell) P. 4.70c winὈλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον, Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.4
εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51
-
11 ὁπότε
ὁπότε, [dialect] Ep. [full] ὁππότε, both in Hom. ; [dialect] Ion. [full] ὁκότε; Cyrenaic [full] ὁπόκᾰ Berl.Sitzb.1927.164 ; in [dialect] Dor. Poets [full] ὁππόκᾰ Theoc.5.98: Adv. of Time, correlat. to πότε, used muchA like ὅτε, exc. that the sense is less definite (cf. X.Cyr.1.6.3), though the two were freq. used without distinction:I Relat., with the ind., mostly with reference to the past, when, Il.1.399,3.173, etc. ; the ind. ἦστε is omitted, 8.230 : in Class. [dialect] Att. Prose only ὅτε is so used, when referring to a particular time, but later ὁπότε returns, as ὁπότε περιῆν when she was alive, POxy.243.10(i A. D.): with the [tense] pres. in a simile,ὡς δ' ὁπότε.. ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι Il.11.492
: with subj., like ὁπόταν, with reference to an indef. number of occasions in the [tense] pres. or to the future, , cf.13.817, 21.112, Od.14.170, Hes.Th. 782 : sts. in similes,ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ Il.11.305
, cf. Od.4.335 ; but ὁπότ' ἄν, [dialect] Ep. ὁπότε or ὁππότε κεν, is more common with subj., and in [dialect] Att. Prose ἄν must be used, v. ὁπόταν: Cyrenaic ὁπόκα κα δήληται Berl.Sitzb. l. c.2 with opt.:a to express an event that occurred often,ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο Il.3.233
, cf. 10.189, 15.284, Od.11.591, Th.1.99,2.15, Pl.Smp. 220a, X.An.3.4.28.b after a verb of waiting, of a time future relatively to the past,ἷζε.. δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Il.2.794
, cf. 4.334,7.415,9.191,18.524.c in orat. obliq., S.Tr. 824 (lyr.), X.An.4.6.20 ; in implied orat. obliq., Od.24.344 (of a past promise) ; ἀποδοτέον.. ὁ. μανεὶς ἀπαιτοῖ we were not [as you remember] to.., Pl.R. 332a.d where the principal clause has an opt.,μηδ' ἀντιάσειας ἐκείνῳ ὁππότε νοστήσειε Od.18.148
, cf. Pl.R. 396c, X.Cyr.1.6.3.II in indirect questions, with ind., ἦ ῥά τι ἴδμεν.. ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται; when he is to return, Od. 4.633 ;εἰς ὁ.
by what time,Aeschin.
3.99 : rarely after a past tense, προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί, ὁππότε δὴ.. ἐφήσει (for ἐφείη, v. supr. 1.2 b) Od.20.386 ;εἰς σὲ βλέψαι καὶ τὸν ταμίαν ὁπότ' ἄριστον παραθήσει Ar.V. 613
. -
12 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
13 δαίς
1 feast, festival Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (τὰ Αἰάντεια ἐν Ὀποῦντι, Σ.) O. 9.112οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.9
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος in the banquet that was their due P. 4.127 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ σεβίζομεν ( τὰ Κάρνεια, at Cyrene) P. 5.80 καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας (Morel e Σ: διαίτας codd.) I. 2.39 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (ἱερουργοῦσι Θηβαῖοι τιμῶντες Ἡρακλέα καὶ τοὺς ἐκ Μεγάρας τῆς Κρέοντος ὀκτὼ παῖδας αὐτῷ γεγονότας Σ.) I. 4.61 ὧραιἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες i. e. in honour of Apollo Ismenios Πα. 1.. ]εν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21. [ δαῖτα κλυτάν codd.: δαιτικλυτάν Bergk) O. 8.52] -
14 Ἰάσων
̆ιᾱσων an Aiolid, son of Aison, of Iolkos, leader of the Argonauts, reared by Cheiron.1ἡμιθέοισιν Ἰάσονος αἰχματᾶο ναύταις P. 4.12
“ φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδα” P. 4.119ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον P. 4.136
ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.169
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα P. 4.232
βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.54
τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν (sc. Πηλεύς) fr. 172. 6. -
15 ξένιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
16 ξείνιος
ξένιος, ξείνιος (ξενίου; -ίαν, -ιον acc.: ξεινίου; -ίαν, -ίαις; -ια acc.)aφίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.23
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
transf., πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς (= τοὺς Διοσκούρους)ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
II epith. of Zeus, as guardian of the rights of guests.Σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις N. 5.33
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
b of, with a stranger καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον (cf. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου v. 25) P. 3.32c n. pro subs., gift of hospitality (from host to guest or vice versa.) “ ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις ἀρούρας δεξιτερᾷ προτυχὸν ξένιον μάστευε δοῦναι” P. 4.35 pl., “ θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνια” P. 4.22 αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων i. e. gifts from guests who had come to his home P. 4.129 -
17 σύνταξις
A putting together in order, arranging, esp. of soldiers, τοῦ στρατεύματος σ. ποιήσασθαι array in battle-order, Th.6.42, cf. X.Cyr.2.4.1, Arist.Pol. 1322a36; ἡ στρατιωτικὴ ς. X.Cyr.8.1.14;ἄνευ συντάξεως ἄχρηστον τὸ ὁπλιτικόν Arist.Pol. 1297b19
.2 generally, system, arrangement, organization, Pl.R. 462c, 591d, Ti. 24c; ἡ συσταθεῖσα ς. its organization, of the Assyrian empire, Id.Lg. 685c;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1325a3
; ὅλον τὸν τρόπον τῆς ς. (of the symmoriae) D.14.17; σ. μίαν εἶναι τὴν αὐτὴν τοῦ τε λαμβάνειν καὶ τοῦ ποιεῖν τὰ δέοντα one and the same system or rule for.., Id.1.20, cf. 13.9;ἡ σ. τοῦ βίου Alex.162.10
; the order or system of the world, Sosip.1.31; τῶν ὅλων, as a definition of εἱμαρμένη, Chrysipp.Stoic.2.293;σ. βιβλιοθήκης Str.13.1.54
: also concrete,εἰς τὰς σάρκας καὶ τὴν ἄλλην σ. τῶν μερῶν Arist.Mete. 355b10
; συντάξιες [ἁρμονίης] musical modes, Hp.Vict.1.18, cf. Artemoap.Ath.14.636e; ἡ σ. τοῦ ἐνιαυτοῦ the composition or system of the year, the calendar year, OGI 56.43 (Canopus, iii B.C.); ἡ σ. τοῦ περιθύρου the framework, structure, Ephes.4(1) No.28 (v A.D.).b ἐκτὸς κοινῆς συντάξεως, = extra ordinem, of admission of envoys to the Senate, Supp.Epigr.3.378B18 (Delph., Roman law, ii/i B.C.).3 composition, but more freq. concrete, systematic treatise, Arist.Rh.Al. 1446a34, Plb.1.3.2, 1.4.2, al., Hipparch.1.1.8, Phld.Rh.1.130 S., D.H.Comp.4, Str.1.1.23; collection of treatises, composite volume, D.L.7.190 sqq.: pl., Ptol.Tetr. 16, Gal.19.200; rules for construction, Ph.Bel.55.18: but ἡ τοῦ μεγέθους ς. the scale, ib.57.10.4 grammatical putting together of words, syntax, περὶ τῆς σ. τῶν λεγομένων, title of work by Chrysipp., Stoic.2.6, cf. Plu.2.731f (pl.);τὴν σ. τῶν ὀνομάτων Gal.16.736
, cf. 720; περὶ συντάξεως, title of work by A.D.; but also, compound forms, Id.Conj.214.7; ποιεῖσθαι μετά τινος τὴν ς. ib.221.19; also, rule for combination of sounds or letters, τὸ χ (in δέγμενος)εἰς γ μετεβλήθη, τῆς σ. οὕτως ἀπαιτούσης EM252.45
, cf. Luc.Jud. Voc.3; also, connected speech, ἐν τῇ σ. ἐγκλιτέον Sch.Il.16.85.II = σύνταγμα, body of troops, ἡ εἰς τοὺς μυρίους ς. their contingent towards.., X.HG5.2.37; σ. Ἑλληνική the combined forces of Greece, Plu.Arist.21.2 covenant, previous arrangement,ἐκ τῶν Πατρῶν κατὰ τὴν σ. ἔπλει Plb.5.3.3
; κατὰ τὴν τοῦ Ἀριανοῦ ς. at the time and place arranged by A., Id.8.16.5;ὥσπερ ἀπὸ συντάξεως ἥκοντας τὴν αὐτὴν λέγειν γνώμην Plu.2.813b
; ordinance or resolution, SIG577.8 (Milet., iii/ii B.C.).3 assigned impost, tribute, levy, D.5.13; χρημάτων ς. Id.18.234; κοινωνεῖν τῆς ς. Aeschin.3.96;σ. ὑποτελεῖν Isoc.7.2
;διδόναι Id.8.29
, D.58.37, cf. Theopomp.Hist. 92, OGI1.14 (Epist. Alex. Magni);κατ' ἄνδρα τελούντων σύνταξιν PTeb.103.1
(i B.C.), cf. 189 (i B.C.); ὑφίσταται τοῦ ζυτοπωλίου.. σ. δώσειν εἰς τὸ βασιλικὸν τὴν ἡμέραν κριθῶν (ἀρταβῶν) ιβ, i.e. undertakes to deliver the product (in beer) of 12 artabae of barley per day, PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), cf. PPetr.3pp.219,221 (iii B.C.), PRev.Laws47.1,48.13 (iii B.C.), PLille9.7 (iii B.C.); λαϊκὴ σ., = λαογραφία, PMich.Teb. 121r11 viii 2 (i A.D.).4 subvention, pension, D.8.21,23 (pl.), Plu.Alex.21, Luc.2;συντάξεις τῶν ἀναγκαίων D.S.1.75
;εἰς τὰς συντάξ<ε>ις ἱερῶν PTeb.5.54
(ii B.C.), cf. UPZ40.6 (ii B.C.), PSI 10.1151.9 (ii A.D.); pay of soldiers and officers, PStrassb.105.2 (iii B.C.), D.S.5.46, Luc.DMeretr.15.3; salary of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); of the librarian of the Museum,σ. βασιλική Ath.11.493f
.5 ὅσοι.. ἐν συντάξει ἔχουσιν κώμας καὶ γῆν, i.e. those who hold land in assignment, i.e. are in receipt of revenue from land (without themselves administering it), PRev.Laws43.12 (iii B.C.), cf. PTeb.705.6 (iii B.C., restd.); ὁ ἐπὶ τῆς ς. the official administrator of land so granted, PCair.Zen.73.11 (iii B.C.);ὁ ἐπὶ συντάξεως PLille 4.24
(iii B.C.);ἀπαιτούμεθα τὸν τῆς σ. στέφανον BGU1851.3
(i B.C.); τῶν φερομένων ἐν τῇ τῶν μαχίμων ς. reckoned in the assignment to the μάχιμοι, PTeb.60.27 (ii B.C.); ὁ πρὸς τῇ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων ib.31.6 (ii B.C.); ὁ πρὸς ταῖς ς. PRein.7.29 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνταξις
-
18 δέχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `take, accept, receive etc.' (Att.)Other forms: δέκομαι (Ion. Aeol. Cret.), aor. δέξασθαι (Il.). 3. pl. δέχαται (Μ 147), ep. aor. ptc. δέγμενος, ind. ἐδέγμην etc., (metr. determined), προτί-δεγμαι προσδέχομαι H. (cf. Debrunner ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ 1, 77ff.; on the analogical aspirata c.q. media s. Schwyzer 772 and 769 n. 6).Derivatives: - δόκος as second member in comp. (Il.; also Att.), e. g. ἰο-δόκος `receiving arrows' (ep.), δωρο-δόκος `accepting presents, corruptable' (Att.); also the simplex δοκός `beam' (s. v.); δοχός `container' (Thphr., H.). δοκάν θήκην H.; also in ἀν-δοκά `surety' (Cret.), ἐσ-δοκά `taking over' (Arc.) etc., ( ἀνα-, ἐκ- etc.) δοχή (Att.) with δοχαῖος (Nic.), δοχικός (Pap.); ἀνδοκεύς `guarantor' (H.; Dor., cf. E. Kretschmer Glotta 18, 91); ( ἐκ-, ὑπο- etc.) δοχεύς `receiver etc.' (hell. and late); πανδοκεύς `inn-keeper' (retrograde formation, cf. Boßhardt 57); to δοχεύς: ( ἐκ-, ὑπο- etc.) δοχεῖον `container' (hell. and late). ( ἀπό-, ἔκ- etc.) δέξις `reception' (Hdt.) with δέξιμος `acceptable' (pap.). ( ἐκ-, δια- etc.) δέκτωρ `who undertakes' (A.). ( ἀπο-)δεκτήρ `intaker', an official (X.) with the fem. δέκτρια (Archil.). δέκτης `beggar' (δ 248); ἀπο-, ὑπο-δέκτης `intaker' (Att. hell. and late; with ( ἀνα-, ὑπο- etc.) δεκτικός `prepared to adopt' (Arist.); ὑποδέξιος `id.' (Hdt.), ὑποδεξί̄η `friendly reception' (Ι 73). ἀρι-δείκετος, δεξαμενη `watercollector' (ptc. δεξαμένη with oppos. accent) - δόκιμος, δόχμη s. v.; δόκανα, δοκάνη s. δοκός. - Deverb. δοκέω ( δοκεύω, δοκάζω), προσ-δοκάω (s. vv.). On δεκανᾶται ἀσπάζεται H. s. δηδέχαται. On δεκάζω (from δεκάς) s. δέκα.Origin: IE [Indo-European] [189] *deḱ- `take, accept'Etymology: Several forms IE deḱ-, doḱ- which can be combined with δέκομαι. E.g. Lat. decet `it is fitting' with decus n. (= Skt. *dáśas- in daśas-yáti `honour', MIr. dech `the best'; cf. also δεξιός), dignus, doceō etc.; δέκομαι therefore prop. `consider something as fitting, gern aufnehmen'? - From Armenian here primary tesanem, aor. tesi `see'?; cf. δοκεύω. - Uncertain Arm. ǝncay `gift', Toch. A täk- `judge', tāskmāṃ `similar', B tasemane `id.', and Slavic and Germanic words, e. g. OCS dešǫ, desiti `find' (s. δήω), OHG gi-zehōn `order'. - Isolated is Skt. dāś-noti, dā́ṣṭi, dā́śati `bring a sacrifice, honour', s. δηδέχαται. (Impossible is connection with Skt. átka- `mantle'.) - From Greek here δεξιός, from the zero grade of an s-stem ( decus) *deḱs- with adverbial loc. *deḱsi `right'; s. δεξιός. - S. Pok. 189ff.; and Fraenkel Lit. et. Wb. s. dẽšinas, Vasmer Russ. et. Wb. s. desitь.Page in Frisk: 1,373-374Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέχομαι
См. также в других словарях:
Δέγμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέγμενος — η, ον (Α) βλ. δέχομαι … Dictionary of Greek
δέγμενος — δέχομαι take aor part mp masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεγμένου — Δέγμενος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέγμενοι — Δέγμενος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέγμενον — Δέγμενος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek
dek̂-1 — dek̂ 1 English meaning: to take, *offer a sacrifice, observe a custom Deutsche Übersetzung: “nehmen, aufnehmen”, daher “begrũßen, Ehre erweisen”. Aus the meaning “annehmen, gern aufnehmen” fließt die meaning “gut passend, geeignet,… … Proto-Indo-European etymological dictionary