-
1 τέχναι
τέχνηart: fem nom /voc plτέχνᾱͅ, τέχνηart: fem dat sg (doric aeolic) -
2 τέχνη
A art, skill, cunning of hand, esp. in metalworking, Od.3.433, 6.234, 11.614; also of a shipwright, Il.3.61; of a soothsayer, A.Ag. 249 (pl., lyr.), Eu.17, S.OT 389, etc.;τέχναι ἑτέρων ἕτεραι Pi.N.1.25
;ὤπασε τ. πᾶσαν Id.O.7.50
.2 craft, cunning, in bad sense, δολίη τ. Od.4.455, Hes.Th. 160: pl., arts, wiles, Od.8.327.332, Hes.Th. 496, 929;δολίαις τέχναισι χρησάμενος Pi.N.4.58
; τέχναις τινός by his arts (or simply by his agency), Id.O.9.52, P.3.11; τέχνην κακὴν ἔχει he has a bad trick, Hes.Th. 770, cf. Pi.I.4(3).35(53), S Ph.88, etc.3 way, manner, or means whereby a thing is gained, without any definite sense of art or craft, μηδεμιῇ τ. in no wise, Hdt.1.112; ἰθέῃ τ. straight way, Id.9.57; πάσῃ τ. by all means, Ar.Nu. 1323, Th.65, Ec. 366; παντοίᾳ τ. S.Aj. 752, etc.;οὐκ ἀποστήσομαι.. οὔτε τ. οὔτε μηχανῇ οὐδεμιᾷ IG12.39.22
;πάσῃ τ. καὶ μηχανῇ X.An.4.5.16
;μήτε τ. μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ Lys.13.95
.II an art, craft, , cf. IG12.678; τὴν τ. ἐπίστασθαι to know the craft, Hdt.3.130; φλαύρως ἔχειν τὴν τ. ibid.;τῆς τ. ἔμπειρος Ar.Ra. 811
; ταύτην τέχνην ἔχει he makes this his trade, Lys.1.16, cf. 6.7; ἐν τῇ τ. εἶναι practise it, S.OT 562, Pl.Prt. 317c; ἐπὶ τέχνῃ μαθεῖν τι to learn a thing professionally, opp. ἐπὶ παιδείᾳ, ib. 312b, cf. 315a;τέχναι καὶ ἐργασίαι X.Mem.3.10.1
; τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοι having made a trade of it, D.37.53; τέχνας ἀσκεῖν, μελετᾶν, ἐργάζεσθαι, to practise them,X. Cyr.1.6.26,41 ([voice] Pass.), Oec.4.3; πατρῴαν τέχναν ἐργάζεσθαι ἁλιεύεσθαι Πρακτικὰ Ἀρχ. Ἑτ.1932.52 (Dodona, iv B.C.); ἰατρὸς τὴν τ. POxy. 40.5 (ii A.D.); τεθεραπευκὼς ἀνεγκλήτως τῇ τ., of a barber, PEnteux. 47.3 (iii B.C.); παραμενῶ πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς τ. (viz. weaving) Sammelb. 7358.20 (iii A.D.); ἀπὸ τεχνῶν τρέφεσθαι live by them, X.Lac. 7.1.III an art or craft, i.e. a set of rules, system or method of making or doing, whether of the useful arts, or of the fine arts, Epich.171.11, Pl.Phdr. 245a, Arist.Rh. 1354a11, EN 1140a8;ἡ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ἡ δ' ἀπειρία τύχην Polus
ap. eund.Metaph. 981a4; ἡ περὶ τοὺς λόγους τ. the Art of Rhetoric, Pl.Phd. 90b; οἱ τὰς τ. τῶν λόγων συντιθέντες systems of rhetoric, Arist.Rh. 1354a12, cf. Isoc.13.19, Pl.Phdr. 271c, Phld.Rh.2.50 S., al.; hence title of various treatises on Rhetoric (v. VI; but rather tricks of Rhetoric, in Aeschin. 1.117); τέχνῃ by rules of art, Pl.Euthd. 282d;ἢ φύσει ἢ τέχνῃ Id.R. 381b
; ; ἄνευ τέχνης, μετὰ τέχνης, Id.Phd. 89e: τ. defined as ἕξις ὁδοποιητική, Zeno Stoic.1.20, cf. Cleanth. ib.1.110.IV = τέχνημα, work of art, handiwork,κρατῆρες.., ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη S.OC 472
;ὅπλοις.., Ἡφαίστου τέχνῃ Id.Fr. 156
, cf. Str.14.1.14, PLond.3.854.4 (ii A.D.), Paus.6.25.1, al.V = συντεχνία, ἡ τ. τῶν λιθουργῶν, τῶν σακκοφόρων, Dumont-Homolle Mélanges d' archéol. et d' épigr.p.378 No.65,66 ([place name] Perinthus); τ. βυρσέων, συροποιῶν, IGRom.1.717,1482 (both Philippopolis); τοὺς καταλειπομένους ἀπὸ τῇς τ. BGU1572.12 (ii A.D.); ὁ χαλκεὺς ἀπὸ τῆς τ. SIG 1140 ([place name] Amphipolis).VI treatise on Grammar, D.T. tit., or on Rhetoric, Anaximenes Lampsacenus tit. -
3 ποιητικός
A capable of making, creative, productive, opp. πρακτικός (active, Arist.EN 1140a4), τινος Id.Top. 137a4, Pl.Def. 411d;ἡδονῶν Epicur.Sent.8
: abs., αἱ π. ἐπιστῆμαι, = αἱ τέχναι, the Productive Arts, Arist.MM 1216b17, cf. Pol. 1254a2, D.L.3.84;πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ π. ἐπιστῆμαι Arist.Metaph. 1046b3
; creativity,Pl.
Sph. 265b;τὰ π.
efficient causes,Plot.
6.3.18,28. Adv. - κῶς (sc. τῆς ὑγιείας) so as to produce.., Arist.Top. 106b36, cf. Procl.in Alc.p.52C.2 of persons, inventive, ingenious, Alex. 234.5.II poetical,λέξις Isoc.15.47
, cf. Phld.Po.2.40 (both [comp] Comp.); of persons, Pl.R. 393d; Ὅμηρον -ώτατον εἶναι ib. 607a;π. καὶ μουσικοί Id.Lg. 802b
, cf. 700d, etc.; οἱ π. poets, ib. 656c;ἡ π. τύρβη Epicur.Fr. 228
; but ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of poetry, Pl.Grg. 502c, Arist.Po. 1447 a8, etc.; π. ἄδεια, ἐξουσία, poetic licence, A.D.Pron.38.3,al., Jul.Or. 1.10b. Adv. ; by poetic licence, Str.9.2.14.III ποιητική, ἡ, = κισσὸς χρυσόκαρπος, poet's ivy, Hedera Helix var. poetica, Ps.-Dsc.2.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιητικός
-
4 συνέριθος
συνέρῑθος, ἡ,A fellow-worker, helpmate, esp. one who is hired to assist in domestic work, as spinning or sewing, Od.6.32, PEnteux.30.3 (iii B.C.), AP9.89 (Phil.), etc.; (lyr.);Κύπρις σ. ἀέθλων A.R.3.942
; σ. τέχναι assistant arts, Pl. R. 533d;ὅσαι ταύταις εἰσὶ σ. τέχναι Id.Lg. 889d
: less freq. as masc. Adj.,σ. ἄτρακτος AP7.726
(Leon.);λύχνος συνέριθος ὀδυνάων Musae. 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέριθος
-
5 ἐμπειρία
ἐμπειρ-ία, ἡ,A experience, E.Ph. 529, Th.4.10; opp. ἀνεπιστημοσύνη, Id.5.7; ἡ ἐκ πολλοῦ ἐ., opp. ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, Id.2.85; ἡ μὴ 'μπειρία want of experience, Ar.Ec. 115;δι' ἐμπειρίαν Pl.Prm. 137a
;ἐπιστήμῃ, οὐκ ἐμπειρία οἰκείᾳ κεχρημένον Id.R. 409b
: pl., D. Prooem.45.2 c. gen. rei, experience in, acquaintance with, ;μάχης ἐμπειρίᾳ τῆς ἐκείνων Th.3.95
;ἀμφοτέρων τῶν ἡδονῶν Pl.R. 582b
; alsoἐ. περί τι X.HG7.1.4
;ἐ. ἡ κατὰ τὴν πόλιν Th.2.3
;ἐ. ἡγεμονική Plb.10.24.4
, etc.II practice, without knowledge of principles, esp. in Medicine, empiricism,ἰατρὸς τῶν ταῖς ἐμπειρίαις ἄνευ λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειριζομένων Pl.Lg. 857c
(henceοἱ ἀπὸ τῆς ἐ. ἰατροί S.E.M.8.191
, Gal.Sect.Intr.1); κατ' ἐμπειρίαν τὴν τέχνην κτᾶσθαι empirically, Pl.Lg. 720b;οὐκ ἔστιν τέχνη, ἀλλ' ἐ. καὶ τριβή Id.Grg. 463b
, cf. 465a, Lg. 938a (whereas Plb. opposes ἐ. toἀπειρία καὶ τριβὴ ἄλογος 1.84.6
): but also,2 craft,τοῖς περὶ τὰς ἐ. γεγυμνασμένοις Isoc.13.14
; πραγμάτων ἐ., including τέχνη andἐπιστήμη Metrod.61
; αἱ ἄλλαι ἐ. καὶ τέχναι the other crafts and arts, Arist.Pol. 1282a1; αἱ περὶ τῶν τοιούτων ἐ. ib. 1297b20; also, experiments,πολλαὶ τέχναι ἐκ τῶν ἐ. ηὑρημέναι Pl.Grg. 448c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπειρία
-
6 τέχνα
τέχνᾱ, τέχνηart: fem nom /voc /acc dualτέχνᾱ, τέχνηart: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————τέχναι, τέχνηart: fem nom /voc plτέχνᾱͅ, τέχνηart: fem dat sg (doric aeolic) -
7 δέ
δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)1 adversative.a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)ἰδοῖσα δ O. 2.41
λείφθη δὲ O. 2.43
μαθόντες δὲ O. 2.87
κρύψε δὲ O. 6.31
μαντεύσατο δ O. 7.32
ἔστι δὲ O. 8.77
φέροις δὲ O. 9.41
ἕπεται δ O. 13.47
ἐξίει δ *P. 1.91χρὴ δὲ P. 2.34
, P. 2.88φέρειν δ P. 2.93
ἁδόντα δ P. 2.96
“ πεύθομαι δ” P. 4.38κλέπτων δὲ P. 4.96
ἐσσὶ δ P. 4.269
φαντὶ δ P. 4.287
λῦσε δὲ P. 4.291
εἰμὶ δ P. 8.29
ἔλπομαι δ P. 11.55
πειρῶντι δὲ P. 10.67
ἐλᾷ δὲ N. 3.74
ἔστι δ N. 3.80
διείργει δὲ N. 6.2
εἴργει δὲ *N. 7.6τυχεῖν δ N. 7.55
χρὴ δ' Pae. 2.56
θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.Χάρις δ O. 1.30
ἁμέραι δ O. 1.33
αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10λάθα δὲ O. 2.18
πένθος δὲ O. 2.23
ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11τεθμὸς δὲ O. 8.25
Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91
νεῖκος δὲ O. 10.39
ἀστῶν δ P. 1.84
ἀμφοτέροισι δ P. 1.99
ἑτέροισι δὲ P. 2.52
στάθμας δὲ *P. 2.90αἰὼν δ P. 3.86
παυροῖς δὲ P. 3.115
Μοῖραι δ P. 4.145
πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14βία δὲ P. 8.15
δαίμων δὲ P. 8.76
βαιὰ δ P. 9.77
πατὴρ δὲ P. 9.11
ναυσὶ δ P. 10.29
φθονεροὶ δ P. 11.54
φθονερὰ δ N. 4.39
ἄλλοισι δ N. 4.91
τιμὰ δὲ N. 7.31
ἐλπίδες δ N. 11.22
κερδέων δὲ N. 11.47
πάντα δ I. 1.60
αἰὼν δὲ I. 3.17
δαίμων δ I. 7.43
ματρὸς δὲ Pae. 2.29
κέντρον δὲ fr. 180. 3.ἴσαις δὲ O. 2.61
ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23
ἀκίνδυνοι δ O. 6.9
ἄλλα δ O. 8.12
τερπνὸν δ O. 8.53
ἄγνωμον δὲ O. 8.60
κεῖνα δὲ O. 8.62
εὐανθέα δ P. 2.62
ἀδύνατα δ P. 2.81
“ σὸν δἄνθος” P. 4.158πότνια δ P. 4.213
εὐδαίμων δὲ P. 10.22
μυριᾶν δ *N. 3.42ἑκόντι δ N. 6.57
πὰν δὲ N. 10.29
ἀρχαῖαι δ N. 11.37
Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29ἰατὰ δ I. 8.15
ματαίων δὲ Pae. 4.34
ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.ὡς δ O. 1.46
εἰ δὲ O. 1.64
, O. 1.108ὅσοι δ O. 2.68
εἰ δ O. 3.42
ὅσσα δὲ P. 1.13
εἰ δὲ P. 3.63
, P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28τῶν δ P. 10.61
εἰ δὲ P. 12.28
, N. 3.19ὃς δὲ N. 3.41
εἰ δ N. 5.19
, N. 5.50ὃς δ I. 1.50
εἰ δέ τις I. 1.67
ἐμοὶ δ O. 1.52
τὶν δ O. 10.93
ἐγὼ δὲ O. 10.97
, O. 13.49ἐμὲ δ O. 13.93
, P. 2.52τὶν δὲ P. 3.84
τὺ δ P. 8.61
ἐμοὶ δὲ P. 10.48
ἐγὼ δ N. 1.33
ἐμοὶ δ N. 4.41
ἐγὼ δὲ N. 7.20
ἐγὼ δ N. 8.38
σεῦ δ *N. 8.46ἐγὼ δὲ I. 1.32
ἄμμι δ I. 1.52
τὶν δ I. 5.17
ἐμοὶ δὲ I. 6.56
ἄμμι δ I. 7.49
ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.τοὶ δ O. 6.52
τὸν δ O. 13.92
“ τῶν δ” P. 4.41τὸν δ P. 4.101
τὸ δ P. 7.18
ὁ δὲ P. 8.48
“ τὸ δὲ” P. 8.51τά δ P. 8.76
P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.τὸ δ O. 1.99
τῶν δ O. 2.15
τῶν δὲ *O. 12.9τὸν δὲ P. 1.95
ὁ δὲ P. 2.73
τὰν δ *P. 3.62τὸ δ P. 5.72
, P. 8.32ὁ δὲ P. 8.88
τὸ δὲ N. 6.55
N. 7.102ὁ δ N. 9.24
τὸ δ N. 11.43
, I. 5.19ὁ δ I. 7.39
ἐς δ O. 2.85
σὺν δὲ. O. 6.98ἀμφὶ δὲ O. 7.24
ἐν δὲ O. 7.94
ποτὶ δ P. 2.84
ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δ P. 8.92
σὺν δὲ N. 7.6
ἐν δ I. 5.53
ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90αἰεὶ δ O. 5.15
ὅμως δὲ O. 10.9
νῦν δὲ O. 12.17
ἄλλοτε δ P. 3.103
εὐθὺς δ N. 1.54
νῦν δ I. 1.39
, I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49
καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74
2 progressive, connective.a connecting sentences.λάμπει δὲ O. 1.23
ἔστι δ O. 1.35
ἔχει δ O. 1.59
ἕλεν δ O. 1.88
πέποιθα δὲ O. 1.103
ἕπεται δὲ O. 2.22
φιλεῖ δὲ O. 2.26
φύονται δὲ O. 4.25
ἵκων δὲ O. 5.9
ἀρχομένου δ O. 6.3
ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61
ἵκοντο δ O. 6.64
τιμῶντες δ O. 6.72
εἶπον δὲ O. 6.93
τεῦξαν δ O. 7.48
μνασθέντι δ O. 7.61
ἐκέλευσεν δ O. 7.64
τελεύταθεν δὲ O. 7.68
κέκληνται δὲ O. 7.76
ἄνεται δὲ O. 8.8
ἦν δὲ O. 8.19
κατακρύπτει δὲ O. 8.79
θάλλει δ O. 9.16
ἀείδετο δὲ O. 10.76
χλιδῶσα δὲ O. 10.84
τρέφοντι δ O. 10.95
ἔστι δ O. 11.2
ἐθέλοντι δ O. 13.9
δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29νοῆσαι δὲ O. 13.48
φώνασε δ O. 13.67
εὕδει δ P. 1.6
φαντὶ δὲ P. 1.52
θέλοντι δὲ P. 1.62
ἔσχον δ P. 1.65
ἔμαθε δὲ P. 2.25
καιομένα δ P. 3.44
εἶπε δ P. 4.11
ἔπταξαν δ P. 4.57
ἧλθε δέ οἱ P. 4.73
τάφε δ P. 4.95
“ δύνασαι δ” P. 4.158 “ μεμάντευμαι δ” P. 4.163πέμψε δ P. 4.178
ἔειπεν δ P. 4.229
κτίσεν δ P. 5.89
ἄγοντι δὲ P. 7.13
αὔξων δὲ *P. 8.38ῥαίνων δὲ P. 8.57
ὑπέδεκτο δ P. 9.9
γεύεται δ P. 9.35
ἔστι δ N. 2.10
ἄρχε δ N. 3.10
δάμασε δὲ N. 3.23
ἕπεται δὲ N. 3.29
λεγόμενον δὲ N. 3.52
νύμφευσε δ N. 3.56
φρονεῖν δ N. 3.75
δέξαιτο δ N. 4.11
χαίρω δ N. 5.46
χρὴ δ N. 5.49
πέταται δ N. 6.48
ἀναπνέομεν δ N. 7.5
πέσε δ N. 7.31
ἐὼν δ N. 7.64
μαθὼν δὲ N. 7.68
δύνασαι δὲ N. 7.96
ἔβλαστεν δ N. 8.7
αὔξεται δ N. 8.40
χαίρω δὲ N. 8.48
ἔστι δ N. 9.6
ἔστι δὲ N. 10.20
ἐκράτησε δὲ N. 10.25
ἕπεται δὲ N. 10.37
μεταμειβόμενοι δ N. 10.55
λάμπει δὲ I. 1.22
ἔστιν δ I. 4.31
κρίνεται δ I. 5.11
κλέονται δ I. 5.27
τετείχισται δὲ I. 5.44
φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62
φλέγεται δὲ I. 7.23
ἔτλαν δὲ I. 7.37
παυσάμενοι δ *I. 8.7χρὴ δὲ I. 8.15
εἶπε δ I. 8.31
ἰόντων δ I. 8.41
ἔραται δέ Pae. 6.58
ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82
ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.κατακρίθης δὲ Pae. 16.5
λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56ἄνθεμα δὲ O. 2.72
Μοῖσα δ O. 3.4
ξείνων δ O. 4.4
χεῖρες δὲ O. 4.25
βασιλεὺς δ O. 6.47
Οὐρανὸς δ O. 7.38
Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48
πατρὶ δὲ O. 8.70
λαοὶ δ O. 9.46
κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53τόλμα δὲ O. 9.82
φῶτας δ O. 9.91
μία δ O. 9.106
ἀρχαῖς δὲ O. 10.78
πολλὰ δ O. 12.10
πατρὸς δὲ O. 13.35
κῆλα δὲ P. 1.12
κίων δ P. 1.19
στρωμνὰ δὲ P. 1.28
ἄνδρα δ P. 1.42
χάρμα δ P. 1.59
ἄλλοις δέ P. 2.13
θεῶν δ P. 2.21
εὐναὶ δὲ P. 2.35
βουλαὶ δὲ P. 2.65
ψευδέων δ P. 3.29
δαίμων δ P. 3.34
βάματι δ P. 3.43
Διὸς δ P. 3.95
ἐσθὰς δ P. 4.79
φὴρ δέ P. 4.119
δράκοντος δὲ P. 4.244
πολλοῖσι δ P. 4.248
θεράπων δέ οἱ P. 4.287
σοφοὶ δέ τοι P. 5.12
νόῳ δὲ P. 6.47
Μεγάροις δ P. 8.78
“ φόβῳ δ” P. 9.32θαλάμῳ δὲ P. 9.68
ἀρεταὶ δ P. 9.76
πατρὸς δ P. 10.2
ἅρμα δ N. 1.7
ἀρχαὶ δὲ N. 1.8
Ἀχάρναι δὲ N. 2.16
διψῇ δὲ N. 3.6
Λαομέδοντα δ N. 3.36
σώματα δ N. 3.47
βοὰ δὲ N. 3.67
ῥῆμα δ N. 4.6
ἴυγγι δ N. 4.35
Θεανδρίδαισι δ N. 4.73
ὕμνος δὲ N. 4.83
πότμος δὲ N. 5.40
ἔργοις δὲ N. 7.14
σοφοὶ δὲ N. 7.20
σοφία δὲ N. 7.23
φυᾷ δ N. 7.54
Διὸς δὲ N. 7.80
βασιλῆα δὲ N. 7.82
παίδων δὲ παῖδες N. 7.100
χρεῖαι δ N. 8.42
ἀρχοὶ δὲ N. 9.14
Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22
παῦροι δὲ N. 9.37
ἡσυχία δὲ N. 9.48
Σικυωνόθε δ N. 10.43
Κάστορος δ N. 10.49
“ παῦροι δ” N. 10.78Ζεὺς δ N. 10.79
λύρα δὲ N. 11.7
ἄνδρα δ N. 11.11
προμαθείας δ N. 11.46
μελέταν δ I. 5.28
Λάμπων δὲ I. 6.66
γλῶσσα δ I. 6.72
ἐπέων δὲ I. 8.46
Αἰολίδαν δὲ fr. 5.Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68
τέρας δ Pae. 4.39
ἤτορι δὲ Pae. 6.12
Ἰλίου δὲ Pae. 6.81
ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117
ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134
γνώμας δ Pae. 14.39
Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.ἑπτὰ δ O. 6.15
μελίφθογγοι δ O. 6.21
κυρίῳ δ O. 6.32
τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57
ἁδύλογοι δὲ O. 6.96
ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100
ἐμῶν δ O. 6.105
τοῦτο δ O. 7.25
πολλαὶ δ O. 8.13
ἐσλὰ δ O. 8.84
ὀξείας δὲ O. 8.85
πτερόεντα δ O. 9.11
ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28
ἄλλαι δὲ O. 9.86
ταύτᾳ δὲ O. 10.51
ἀφθόνητος δ O. 11.7
ἄμαχον δὲ O. 13.13
δύο δ O. 13.32
κελαινῶπιν δ P. 1.7
ναυσιφορήτοις δ P. 1.33
ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86
εὐανθεῖ δ P. 1.89
πολλὰν δ P. 3.36
αἴθων δὲ P. 3.58
εἴκοσι δ P. 4.104
“ Κρονίδᾳ δὲ” P. 4.115 “ τρίταισιν δ” P. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179χαλκέαις δ P. 4.226
ὀρθὰς δ P. 4.227
μεγάλαν δ P. 5.98
γλυκεῖα δὲ P. 6.82
νέᾳ δ P. 7.18
τέτρασι δ P. 8.81
ὠκεῖα δ P. 9.67
χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109
Ἰσμήνιον δ P. 11.6
κακολόγοι δὲ P. 11.28
ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54μεγάλων δ N. 1.11
ἁδυμελεῖ δ N. 2.25
χαρίεντα δ N. 3.12
καματωδέων δὲ *N. 3.17ποτίφορον δὲ N. 3.31
συγγενεῖ δέ N. 3.40
ξανθὸς δ N. 3.43
κραγέται δὲ N. 3.82
τυφλὸν δ N. 7.23
ποτίφορος δ N. 7.63
ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4
μέγιστον δ N. 8.25
χρυσέων δ N. 8.27
κενεᾶν δ N. 8.45
θεσπεσία δ *N. 9.7κρέσσων δὲ N. 9.15
ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51
ὕπατον δ N. 10.32
λαιψηροῖς δὲ N. 10.63
“ τόνδε δ” N. 10.80ἀπροσίκτων δ N. 11.48
μυρίαι δ I. 6.22
ἁδεῖα δ I. 6.50
ἀμνάμονες δὲ I. 7.17
θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.εἰ δὲ O. 2.56
, O. 6.77, O. 8.54οἷον δ O. 9.89
εἰ δὲ O. 11.2
, O. 13.105, P. 3.110ὅσσα δὲ N. 2.17
εἰ δ N. 4.13
, N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22τὰ δ N. 4.91
οἷοι δ I. 9.6
εἰ δέ τις Pae. 2.31
οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.ἐμὲ δὲ O. 1.100
τὶν δὲ O. 5.7
ὔμμιν δὲ O. 13.14
τὺ δὲ P. 2.57
τὶν δὲ P. 4.275
σὲ δ P. 5.14
σεῦ δ N. 1.26
ἐγὼ δὲ N. 3.11
τὺ δ N. 5.41
ἐγὼ δ I. 6.16
τὺ δέ I. 7.31
τὶν δὲ Pae. 3.13
ἐμοὶ δ' Pae. 4.52
ὁ δ O. 7.10
τὰ δ O. 13.101
O. 13.106 ὁδὲ P. 1.8
οἱ δ P. 4.133
τῶν δ P. 4.277
τὸν δὲ P. 9.38
ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδ” P. 9.62τὰ δ N. 9.42
τοὶ δ N. 10.66
, I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.τὸ δὲ O. 1.93
, O. 2.51αἱ δὲ O. 7.30
τὸ δὲ O. 10.55
ὁ δὲ P. 1.35
τὸ δὲ P. 1.99
τὸν δὲ P. 2.40
P. 3.108ἁ δὲ P. 3.114
τὸν δὲ P. 4.184
ὁ δ P. 5.60
τὸ δ P. 5.85
ὁ δὲ P. 9.78
τῶν δ P. 10.19
αἱ δὲ N. 4.2
ὁ δὲ N. 7.67
τὸ δὲ I. 7.47
τὰ]ν δὲ Pae. 1.9
ὁ δὲ Pae. 2.66
τὸ δὲ Pae. 4.32
ἐν δὲ O. 7.5
, O. 7.43ἄτερ δ O. 9.44
ἐν δὲ O. 13.22
, O. 13.40σὺν δ P. 1.51
ἐν δ P. 2.41
ἐκ δ P. 2.46
“ ἐν δὲ” P. 4.88ἐς δ P. 4.188
σὺν δ P. 4.221
ἐν δὲ P. 4.291
σὺν δ P. 9.115
ἐν δ P. 10.71
ἐκ δὲ N. 10.44
ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.οὕτω δὲ O. 2.35
ἠυ δὲ O. 5.16
ἄλλοτε δ O. 7.11
ἀπάτερθε δ O. 7.74
μάλα δὲ O. 10.87
νῦν δ O. 13.104
οὕτω δ P. 1.56
εὖ δ P. 1.99
ἁμᾶ δ P. 3.36
τάχα δ P. 4.83
αἶψα δ P. 4.133
ἀκᾷ δ P. 4.156
τάχα δὲ P. 4.171
ἄτερθε δὲ P. 5.96
οὕτω δὲ P. 8.93
“ νῦν δ” P. 9.55οὕτω δ P. 9.117
ταχὺ δ P. 10.51
θαμὰ δ N. 1.22
μάλα δ N. 7.10
ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲ — O. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δ — O. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲ — O. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲ — O. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲ — O. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲ — O. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δ — P. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνον — P. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δ — P. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δ — P. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δ — P. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δ — P. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δ — N. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέ — N. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δ — N. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δ — N. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέ — N. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δ — N. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δ — N. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δ — I. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δ — I. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δ — N. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖν — ἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.c connecting subordinate clauses.ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22
φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5
ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92
ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264
διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14
τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.d connecting parts of sentences.ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7
ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40
Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172
κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
“θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.65ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18
ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
εἴπερ τριῶν Ἰσθμ(οῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65
e in anaphora.ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62
ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28
ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71
τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108
cf.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123
—5.Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
—μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32
χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51
cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.f introducing parenthesis.ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28
ἷκεν δὲ Μιδέαθενστρατὸν ἐλαύνων O. 10.66
ἄγει δὲ χάρις P. 2.17
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11
“ αἰσίαν δ” P. 4.23μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23
κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
ga introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας” P. 9.33 “ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
II following questions.τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22
“ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶς” P. 9.35ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25
III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60Πυθιάδος δ P. 1.32
ἔστι δὲ P. 3.21
βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50
φλέγεται δ N. 10.2
ἐκ δὲ N. 11.19
The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοιἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68
3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.Σ. P. 11.56
]4 where δέ does not occupy second position in the sentence.I following a vocative.υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36
Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12
δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103
Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59
Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67
Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10
Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41
Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29
ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14
Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58
ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95
ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44
Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4
II following a prep.πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67
ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28
περὶ θνατῶν δ O. 6.50
ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69
ἐκ θεοῦ δ O. 11.10
ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66
ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17
b.ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197
σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303
ἐς φᾶσιν δ P. 4.211
ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228
κατὰ λαύρας δ P. 8.86
ἐν χερὶ δ N. 1.52
ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
ἐκ πόνων δ N. 9.44
ἐν λόγοις δ N. 11.17
ἐν σχερῷ δ N. 11.39
ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18
σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72
σὺν Χάρισιν δ I. 5.21
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1
ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90
III following article with adj., part., prep., simm.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81
ὁ νικῶν δ O. 1.97
τὸ πόρσω δ O. 3.44
τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59
αἱ δύο δἀμπλακίαι P. 2.30
τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56
ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86
ὁ Βάττου δ P. 5.55
τὰ μακρὰ δ N. 4.33
τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43
τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.995 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c. -
8 ἕτερος
a another, any otherἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
pro subs., another, others,ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37b the other, remainder ofἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96
c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3d repeated in same clause, one — another καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*] -
9 τέχνα
a skill, craftἉφαίστου τέχναισιν O. 7.35
αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.50
ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52
εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος P. 3.11
μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
αὐτόν τε νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε (fluteplaying.) P. 12.6τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
λιτανεύω, ἑκαβόλε, Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον Πα. 9. 39.b cunningἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος οὐκ ἄτερ τέχνας ἐπέμειξε θνατοῖς P. 2.32
κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν P. 4.249
δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος N. 4.58
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.35
-
10 βανθῶσαι
βανθῶσαι· σκοτοδινιᾶσαι, Hsch. [full] βάνισος· εἶδος θυμιάματος, Id. [full] βανκόν· μωρόν, Id. [full] βάννας· βασιλεύς (Ital.), Id. [full] βαννάται· αἱ λοξοὶ ὁδοί ([dialect] Tarent.); also [full] βάννατροι, Id. [full] βάννεια and [full] βάννιμα, τά,A = ἄρνεια, Id. [full] βανοί· τέχναι, Id. [full] βανόν· λεπτόν, Id. [full] βάνος· κλάσμα, μωρός, καὶ τυφλός, Id. [full] βανούς· ὄρη στρογγύλα, Id. [full] βανύσει· μωραίνει, ἐπιμαίνεται, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βανθῶσαι
-
11 γλαφυρός
A hollow, hollowed,νῆες Il.2.454
, al.;γ. πέτρη, σπέος 2.88
, 18.402;ἄντρον Agath.1.10
([comp] Sup.);τὰ γ. τῆς γῆς Id.2.15
;γ. φόρμιγξ Od. 17.262
;γ. ἅρματα Pi.N.9.12
; γ. λιμήν a deep harbour or cove, Od. 12.305.—In this sense [dialect] Ep. and Lyr. (not in Trag.); twice in Com., Hermipp.63.11 (mock-Epic); [ποτήρια] ταπεινὰ καὶ γ. Epigen.4.3; later πόδες arched, Arist.HA 538b11 ([comp] Comp.).II polished: hence,2 neat, delicate, ; ([comp] Comp.); of dishes, dainty,δειπνάριον Diph.64.1
;ἐμβαμμάτια Anaxipp.1.35
.III metaph., subtle, exact, of persons and things,ὦ σοφώτατ', ὦ γλαφυρώτατε Ar.Av. 1272
; γ. ἀστεῖός θ' ἅμα Machoap.Ath.13.579b;γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Arist.Pol. 1274b8
; ;εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γ. οἶσθα Dionys.Com. 3.1
, cf. Plot.4.8.6; τὸ γ. subtlety,ποικίλλοντες τῷ γ. γεωμετρίαν Plu. Marc.14
, cf. Iamb.in Nic.p.20 P.; γ. τέχναι, θεωρία, Ph.1.270, 566: [comp] Sup., Id.2.262. Adv., [comp] Comp. - οτέρως more subtly, Arist.de An. 405a8.2 skilful, neat,χείρ Theoc.Ep.8.5
; [ἀράχνιον] σοφώτατον καὶ -ώτατον Arist.HA 623a8
. Adv. -ρῶς, ἧττον γ. ἔχειν with less finish, Id.Pol. 1271b21, cf.Alex.110.20.3 refined,γλαφυρόν τι καὶ προσαγωγὸν ἐμειδίασεν Luc.DDeor.20.11
;γ. διατριβαί Plu.Cim.13
. Adv.-ρῶς, γ. καὶ περιττῶς διάγειν Id.2.989c
;γ. βιώσας CIG2004
(Maced.).4 of literary style, polished, elegant,γ. ἁρμονία D.H.Dem. 36
;ῥυθμός Id.Comp.13
; σύνθεσις, opp. αὐστηρά, ib.21. Adv.-ρῶς, λέγειν Id.Isoc.2
; of music,ἐμελῴδει πάνυ γλαφυρὸν καὶ ἐναρμόνιον Luc. DDeor.7.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαφυρός
-
12 γλίσχρος
A sticky, Hp.VC14;γῆ Thphr.6.5.4
; joined with λιπαρός, Pl.Ti. 82d, 84a;γ. τὸ σίαλον Pherecr.69.3
; of oil, Arist.Mete. 383b34; opp. ψαθυρός (q. v.), ib. 385a17; tough,ξύλον Thphr.3.17.5
.II metaph.,1 sticking close, importunate,γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach. 452
: metaph., clinging,γ. ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος Pl.Cra. 435c
. Adv.-ρως, ἐπιθυμεῖν Id.Cri. 53e
; εἰκάζειν make a close comparison, Id.R. 488a, cf Cra. 414c: [comp] Sup. .2 penurious, niggardly, Arist.EN 1121b22;γλίσχρον βλέπειν Euphro10.16
. Adv.- ρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Pl.R. 553c
, cf. X.Cyr.8.3.37;φαύλως καὶ γ. παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2
; γ. ζῆν, opp. τρυφᾶν, Arist.Pol. 1266b26; γ. λαμβάνειν, opp. ἀφθόνως διδόναι, ib. 1314b3: hence, with difficulty, hardly,γ. καὶ μόλις λαμβάνειν D.37.38
, cf. App.Mith.72;ἢ τὸ παράπαν οὐδέν.., ἢ γ. Arist.Pol. 1275a38
; also τρόπον τινὰ γλίσχρον but scantily, Id.PA 660b14.3 of things, mean, shabby, of buildings, D.23.208;γ. δεῖπνον Plu.Lyc.17
; of land, poor, Id.Flam.4;γ. τέχναι Luc.Fug.13
;Χρύσιππος πολλαχοῦ γ. ἐστίν Plu.2.31e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλίσχρος
-
13 δημιουργία
δημιουργ-ία, ἡ,2 making, creating, , etc.;δ. ἔκ τινος Id.Plt. 280c
; creative activity,μεριστὴ δ. Jul.Or.5.179b
, al.; the creation, ἡ φανερὰ δ. ib.4.144b;ὁ κόσμος ὅδε καὶ ἁπλῶς ἡ δ. Dam.Pr. 283
.4 δ. τῶν τεχνῶν handling or practising them, Pl.Smp. 197a.II the office of δημιουργός, OGI578.12 (pl., Tarsus), etc.: generally, magistracy, office, Arist.Pol. 1310b22 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργία
-
14 διακριβόω
2 examne or discuss minutely or with precision,τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.27
; , cf.EN 1178a23:—[voice] Med., Pl. Tht. 184d;περί τινος Isoc.4.18
:—[voice] Pass., the subject has been examined minutely,Arist.
Rh. 1366a21, cf. Phld.Herc.862.13; to be brought to exactness or perfection, Arist.EN 1112b6, etc.; διηκριβωμένοι accomplished persons, Pl.Lg. 965a;διηκρ. ἑρμηνεία Aristox. Harm.p.16M.
;διηκρ. τέχναι Ath.12.511d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακριβόω
-
15 δοκέω
Aδοκέεσκον AP5.298
(Agath.): —[voice] Med.,δοκέοντο Opp.C.4.296
: part. δοκεύμενος ib. 109: the [tense] fut. and other tenses are twofold:1 [tense] fut. δόξω and [tense] aor. 1 ἔδοξα Pi.N.4.37, h.Merc. 208, etc.: [tense] pf. δέδοχα inferred from [tense] plpf.ἐδεδόχεσαν D.C.44.26
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐδόχθην Plb.21.10.8
, etc., ([etym.] κατ-) Antipho 2.2.2: [tense] pf.δέδογμαι Hdt.8.100
, etc.: [tense] plpf.ἐδέδοκτο Id.9.74
.2 regul. forms (chiefly Trag., Com., and late Prose), [tense] fut. , Ar.Nu. 562, etc. (once in Hdt., 4.74); [dialect] Dor. δοκησῶ or- ᾱσῶ Theoc.1.150
: [tense] aor. ἐδόκησα, [dialect] Ep.δόκ- Od.10.415
, Pi.O.13.56, A.Th. 1041, Ar.Ra. 1485, etc.: [tense] pf. (lyr.):— [voice] Pass., [tense] aor. (anap.): [tense] pf.δεδόκημαι Pi.N.5.19
, E.Med. 763 (anap.), Ar.V. 726, also in Hdt.7.16.γ; but δεδοκημένος (q. v.) belongs to δέχομαι.I expect (Iterat. of δέκομαι, cf.δέχομαι 11.3
): hence, think, suppose, imagine, (opp. φρονέω, S.Aj. 942 (lyr.), Pherecr.146.4):1 c. acc. et inf.,δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα Il.7.192
;οὔ σε δοκέω πείθεσθαι Hdt.1.8
, cf. 11,27, al., Antipho 2.4.5, etc.: rarely with inf. omitted, δοκῶ.. οὐδὲν ῥῆμα.. κακὸν [εἶναι] S.El.61; τούτους τι δοκεῖτε [εἶναι] X. An.5.7.26; freq. in relating a dream or vision, τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν she thought a serpent produced young, A.Ch. 527; ἐδόκουν αἰετὸν.. φέρειν methought an eagle was carrying, Ar.V.15; : with inf. only, ἔδοξ' ἰδεῖν methought I saw, ib. 408;ἔδοξ' ἀκοῦσαι Pl.Prt. 315e
;ἔδοξ' ἐν ὕπνῳ.. οἰκεῖν ἐν Ἄργει E.IT44
(sts. also, as in signf. 11,ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκε.. μολεῖν A. Pers. 181
;ἐν τῷ σταδίῳ.. μέ τις ἐδόκει στεφανοῦν Alex.272.4
).2 abs., have or form an opinion,περί τινος Hdt.9.65
; mostly in parenthetic phrases, ; δοκῶ alone, Hdt.9.65, Ar. Pax47, Pl.Prm. 126b; πῶς δοκεῖς; to call attention to something remarked,τοῦτον, πῶς δοκεῖς; καθύβρισεν E.Hipp. 446
, cf. Hec. 1160, Diph.96, etc.;πόσον δοκεῖς; Ar.Ec. 399
.3 δοκῶ μοι I seem to myself, methinks, c. inf.,ἐγώ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο Hdt.2.93
, etc.;ἡδέως ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαί τινος X.Cyr.8.7.25
, cf. Oec.6.11; οὔ μοι δοκῶ I think not.., Pl.Tht. 158e; δοκῶ μοι parenthetic, Id.Thg. 121d.b δοκῶ μοι I am determined, resolved, c. inf. [tense] pres., Ar.V. 177, etc.: c. inf. [tense] fut., Aeschin.3.53, etc.: c. inf. [tense] aor., dub. in Ar.Av. 671, etc.: rarely without μοι, think fit, .4 seem, pretend, c. inf. (with or without neg.), ὁρέων μὲν οὐδέν, δοκέων δὲ [ὁρᾶν] dub. l. in Alcm.87;οὔτε ἔδοξε μαθέειν Hdt.1.10
;οὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Pherecr.163
;τὰ μὲν ποιεῖν, τὰ δὲ δοκεῖν Arist.Pol. 1314a39
;ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν E.Med.67
;πόσους δοκεῖς.. ὁρῶντας.. μὴ δοκεῖν ὁρᾶν; Id.Hipp. 462
, cf. Ar.Eq. 1146, X.HG4.5.6.5 [voice] Pass., to be considered,δοκεῖσθαι οὕτω Pl.R. 612d
; τὰ νῦν δοκούμενα περί τινος the current opinions, ib. 490a.6 [voice] Med., Opp.C.4.296; δοκεύμενος.. ἀλύξειν ib. 109.II of an Object, seem, c. dat. pers. et inf. [tense] pres.,δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Od.5.342
; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θυμὸς ὣς ἔμεν ὡς εἰ .. their heart seemed just as if.., felt as though.., 10.415: c. inf. [tense] fut., seem likely,δοκέει δέ μοι ὧδε λώϊον ἔσσεσθαι Il.6.338
: c. inf. [tense] aor. (never in Hom.), τί δ' ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος (sc. ποιῆσαι); A.Ag. 935; seem or be thought to have done, esp. of suspected persons, Th.2.21; to be convicted, .2 abs., seem, as opp. to reality,τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται Simon.76
; , cf. Pl.Grg. 527b; in full,τὸ δοκεῖν εἶναι A.Ag. 788
(anap.).4 freq. impers., δοκεῖ μοι it seems to me, methinks,ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Il.12.215
; ὡς ἐμοὶ δοκεῖ as I think, A.Th. 369, etc.; τὸ σοὶ δοκοῦν your opinion, Pl.R. 487d: freq. in inf. in parenth. clause, ὡς ἐμοὶ δοκέειν to my thinking, Hdt.9.113;δοκέειν ἐμοί Id.1.172
;ἀλλ', ἐμοὶ δοκεῖν, τάχ' εἴσει A.Pers. 246
, etc.; without μοι, X.An.4.5.1.b it seems good to me, it is my pleasure,δοκεῖ ἡμῖν χρῆσθαι Th.4.118
, cf. A.Ag. 1350: freq. of a public resolution,τοῖσι Ἕλλησι δόξαι.. ἀπαιτέειν Hdt.1.3
, etc.;ἔδοξεν Ἀργείοισιν A.Supp. 605
, cf. Th. 1010; esp. in decrees and the like , ἔδοξε τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ, Ar.Th. 372, Th.4.118, cf. IG1.32, etc.;τὰ δόξαντα S.El.29
, D.3.14;παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Th.1.84
, etc.:—[voice] Pass.,δέδοκται Hdt.4.68
;οὕτω δέδοκται; S.Ph. 1277
, etc.;εἰ ἐπαινῆσαι δεδόκηται Pi.N.5.19
;δεδόχθω τὸ ἄτοπον τοῦτο Pl.Lg. 799e
, etc.;τοῦτ' ἐστ' ἐμοὶ δεδογμένον E.Heracl.1
;δεδογμέν' [ἐστί].. τήνδε κατθανεῖν S.Ant. 576
, cf. OC 1431;τὰ δεδογμένα Hdt.3.76
;δεδόχθαι τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ IG22.1.12
, etc. c. acc. abs., δόξαν when it was decreed or resolved,δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν Th.8.79
; δόξαν δέ σφι (sc. λιπέσθαι) Hdt.2.148;δόξαν ἡμῖν ταῦτα Pl.Prt. 314c
, cf. X.An.4.1.13; ἰδίᾳ δοκῆσάν σοι τόδ' .. ; E. Supp. 129; alsoδεδογμένον αὐτοῖς Th.1.125
, etc.; but alsoδόξαντος τούτου X.HG1.1.36
; δόξαντα ταῦτα καὶ περανθέντα ib.3.2.19.5 to be reputed, c. inf., Pi.O.13.56, P.6.40;ἄξιοι ὑμῖν δοκοῦντες Th.1.76
; δοκοῦντες εἶναί τι men who are held to be something, men of repute, Pl. Grg. 472a;τὸ δοκεῖν τινὲς εἶναι.. προσειληφότες D.21.213
;τὸ φρονεῖν ἐδόκει τις εἶναι περιττός Plu.Arist.1
;οἱ δοκοῦντες Heraclit.28
(dub.), E.Hec. 295; τὰ δοκοῦντα, opp. τὰ μηδὲν ὄντα, Id.Tr. 613; ; to be an established, current opinion, Arist.APo. 76b24, al.;τὰ δοκοῦντα Id.Metaph. 1088a16
, al.:— [voice] Pass., οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι those who have been found guilty of homicide, D.23.28; alsoαἱ δοκούμεναι Πέρσαις τέχναι Polem.Call.60
. (The two senses of δοκέω are sts. contrasted, τὰ ἀεὶ δοκοῦντα.. τῷ δοκοῦντι εἶναι ἀληθῆ that which seems true is true to him who thinks it, Pl.Tht. 158e; τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῦντι ib. 162c.) -
16 εὐοδέω
A have a free course or passage, of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.GA 725a35, etc.; of trees, have root-room, Thphr.HP1.6.4:—impers. in [voice] Pass., εὐοδεῖται there is a free passage, Arist.GA 739a35.2 metaph., fare well, prosper,εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74
, cf. Ph.1.430, Procl.Hyp.4.31;κατὰ τὸν βίον Herm. in Phdr.p.155
A.; τέχναι, ψυχή εὐ., Ph.1.687, 240; εὐώδει σοι τὰ πράγματα ib. 145; ; [ἡ ἀρετὴ].. προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17
; εὐόδει, on a gravestone, IG12(7).449. -
17 θεώρημα
A sight, spectacle,λόγοι καὶ θεωρήματα D.18.68
;θ. καὶ ἀκροάματα Aristox.Fr. Hist.15
;θ. καὶ ἀκούσματα D.C.52.30
: generally, festival, .2 object of contemplation, τὸ ἐν ἡμῖν φάντασμα δεῖ ὑπολαβεῖν.. εἶναι θ. Arist.Mem. 450b25; vision, Id.Div.Somn. 463b19; intuition,θ. κοινά Chrysipp.Stoic.3.72
,al., cf. Phld.Po.5.25 (pl.).II of the mind, speculation, theory, Arist. Metaph. 1083b18, Top. 104b1; τὰ κατὰ φυσιολογίαν θ. Metrod.Herc.831.8; speculative proposition, M.Ant.1.8.b datum or rule of art, Cic.Fam.6.11 (pl.); τέχνης θ. Phld.Rh.2.94S.,al.(pl.), cf. Stoic.3.51; ἰατρικῆς θ. Corn.ND33 (pl.); scheme, plan, Plb.6.26.10: pl., θεωρήματα, τά, arts and sciences, Id.10.47.12;αἱ τέχναι ἐκ -ημάτων εἰσίν Gal.1.106
.c Math., theorem, Archim.Sph.Cyl.1Prooem., al., Papp.30.6, al., Procl.in Euc.p.201 F.; also ἀστρονομικὰ θ. Phlp.in Mete.104.19.b investigation, Plu.2.1131c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεώρημα
-
18 κάθημαι
Aκάτ- Hdt.3.134
) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos. vi4, , Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, ([etym.] προ-) Them.Or.13.171a codd.; [ per.] 3sg. , Pl.Ap. 35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κατέαται Hdt.2.86
; imper.κάθησο Il.2.191
, E.IA 627; , Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; [ per.] 3sg. ; [ per.] 3pl.καθήσθωσαν IG9(2).1109.38
(Thess.); subj.καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277
, ; opt., prob.in Id.Lys. 149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: [tense] impf., D.48.31, etc.,ἐκάθητο h.Bacch.14
, Ar.Av. 510, Th.5.6, , ἐκάθηντο, [dialect] Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569
, E.Ba. 1102, Ph. 1467, Pl.R. 328c, Is.6.19,καθῆτο D.18.169
,217; [dialect] Ion.κατῆστο Hdt.1.46
,καθῆσθε D. 25.21
(with vv. ll.), , v.l. in Th.5.58; [dialect] Ep.καθήατο Il.11.76
; [dialect] Ion.κατέατο Hdt.3.144
, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later [tense] fut. , Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr. 960:—to be seated, sit, ;κάθησ' ἑδραία E.Andr. 266
: freq. in part.,πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407
; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82;κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207
; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530;ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu. 466
; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420;καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant. 411
; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El. 315;κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel. 1084
;πρὸς τὸ πῦρ Ar.V. 773
;ἐπὶ δίφρου Pl.R. 328c
;ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54
;ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28
;ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27
: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.;δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu. 208
; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85;οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap. 35c
;κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25
; of the βουλή, And.1.43;βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116
; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.3 sit still, sit quiet,ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264
; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76;ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46
; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.);οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17
, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped,περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20
, cf. 101; .4 reside in a place, LXXNe.11.6;λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16
; settle,εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life,ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83
;ἔσω καθημένη A.Ch. 919
; αἱ βαναυσικαὶ [ τέχναι]ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2
; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business,ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86
; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33;ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67
;ἐπὶ τοῦ.. ἰατρείου Aeschin.1.40
; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.7 of districts and countries, lie,Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7
.b to be low-lying,τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1
, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον.. κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.8 of a statue, to be placed, Pl.Smp. 215b, Arist.Pol. 1315b21.9 of things, to be set or placed,λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32
, cf. Pherecr.108.17;τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech. 851a4
, cf. ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθημαι
-
19 καινός
A new, fresh,ἔργα οὔτ' ὦν κ. οὔτε παλαιά Hdt.9.26
;κ. ὁμιλία A.Eu. 406
; κ. λόγους φέρειν to bring news, Id.Ch. 659; τίδ' ἐστὶ κ.; S.OC 722, cf.Ph.52;τὰ κ. τοῖς πάλαι τεκμαίρεται Id.OT 916
; ; ἢ βούλεσθε περιιόντες πυνθάνεσθαι, "λέγεταί τι κ.;" D.4.10; γένοιτ' ἄν τι -ότερον ἤ.. ibid.; ἐκ καινῆς (sc. ἀρχῆς) anew, afresh, Th.3.92, Thphr.CP5.1.11, Jahresh.23 Beibl.91 (Pamphyl., i A. D.), etc. (also (iii A. D.)); esp. of new dramas,τραγῳδῶν γιγνομένων καινῶν Aeschin.3.34
; briefly τραγῳδοῖς κ. at the representation of the new tragedies, Docum. ap. D. 18.54; τραγῳδῶν τῇ κ. [ ἐπιδείξει] ib.55; καινῇ κωμῳδῶν, τραγῳδῶν, CIG 2759iii ([place name] Aphrodisias); but κ. κωμῳδία, τραγῳδία, of a new style of drama, IG7.1773 (Thebes, ii A.D.).2 newly-made, κύλικες, τριήρης, ὀθόνια, οἶνος, SIG1026.26 (Cos, iv/iii B. C.), IG22.1623.289, PLond.2.402v12 (ii B. C.), Ostr.1142.4 (iii A. D.).3 Adv. - νῶς newly, afresh, Alex.240.4.II newly-invented, novel,καινότεραι τέχναι Batr.116
;κ. προσφέρειν σοφά E.Med. 298
;ἔνθα τι κ. ἐλέχθη Philox.3.23
;οὐκ ἀείδω τὰ παλαιά, καινὰ γὰρ ἀμὰ κρείσσω Tim.Fr.21
; κ. θεοί strange gods, Pl.Euthphr.3b;κ. δαιμόνια Id.Ap. 24c
;κ. τινες σοφισταί Id.Euthd. 271b
;κ. καὶ ἄτοπα ὀνόματα Id.R. 405d
; καινὰ ἐπιμηχανᾶσθαι innovations, X.Cyr.8.8.16; οὐδὲν -ότερον εἰσέφερε τῶν ἄλλων he introduced as little of anything new as others, Id.Mem.1.1.3, cf. Pl.Phd. 115b;πεπόνθαμεν -ότατον D.35.26
; τὸ κ. τοῦ πολέμου prob. f.l. for κενόν (v. κενός), Th.3.30; οὐ καινόν nothing to be surprised at, Hp.Int.17; τὸ -ότατον what is strangest, parenthetically, Luc.Nigr.22, al.; . Adv., μὴ σὺ -νῶς μοι λάλει in new, strange style, Alex.144, cf. Pl.Phdr. 267b: [comp] Comp.-οτέρως, νοῆσαι περί τινος Arist.Cael. 308b31
; without precedent,- νῶς κατακριθῆναι OGI669.46
,49 (Egypt, i A. D.).III κ. ἄνθρωπος, = Lat. novus homo, Plu.Cat.Ma.1; πράγματακ., = res novae, Id.Cic.14, cf. 2.212c. -
20 καλός
καλός, ή, όν, [dialect] Aeol. [full] κάλος (v. infr.), α, ον, [dialect] Boeot. [full] καλϝός Schwyzer 538 (vi B. C.):—A beautiful, of outward form, freq. of persons,κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθεν Il.2.673
: in Hom. usu. in the phraseκ. τε μέγας τε Il.21.108
, al.; μέγας καὶ κ. Od.9.513;καλή τε μεγάλη τε 13.289
, 15.418; καλὸς δέμας beautiful of form, 17.307;κ. ἰδέᾳ Pi.O.10
(11). 103;εἶδος κάλλιστος X.Cyr.1.2.1
;κ. τὸ σῶμα Id.Mem.2.6.30
;τὰς ὄψεις Theopomp.Hist.195
; Χορῷ καλή beauteous in the dance, Il. 16.180: c. inf.,καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396
; ἐσορᾶν κ. Pi.O.8.19: freq. of parts of the body, fair, shapely, κ. πρόσωπα, ὅμματα, παρήϊα, σφυρά, Il.19.285, 23.66, Od.19.208, Il.4.147;Χρώς 5.354
, al.; of clothes, εἵματα, φάρεα, Χιτών, Χλαῖνα, πέδιλα, Od.6.111, 24.277, Il.2.43, Od.10.365, 1.96; ; of arms and armour, κνημῖδες, ἀσπίς, σάκος, κόρυς, φάσγανα, ἔντεα, 3.331, 11.33, 22.314, 18.612, 15.713, Od.19.18; of buildings, manufactured articles, etc.,αὐλὴ κ. τε μεγάλη τε 14.7
; κ. δώματα, τεῖχος, πόλιες, 3.387, Il.21.447, 18.491; ἄμαξα, τράπεζα, θρόνος, 24.267, 11.629, Od.1.131; also τέμενος, ἀγρός, Il.12.314, Od.24.206; so after Hom.,Λύδιον κ. ἔργον Sapph.19
, etc.; ἐέρσα κ. ead.Supp.25.12.2 in [dialect] Att. added to a name in token of love or admiration, as Ἀρίσημος κ. IG12.921, etc.; ἐν τοῖσι τοίχοις ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί" Ar. Ach. 144, cf.V.98; Ἀλκιβιάδης ὁ καλός, Σαπφὼ ἡ καλή, Pl.Alc.1.113b, Phdr. 235c.c Καλοί, οἱ, divinities worshipped in childbirth, IG5(1).1445 (Messene, ii B. C.).3 τὸ καλόν beauty, Sapph.79, E.IA21 (anap.), etc.; τὰ καλά the proprieties or elegancies of life, Hdt.1.8, 207;ἁπάντων καλῶν ἄμμορος Pi.O.1.84
;αἱ τέχναι ἃς πηγάς φασι τῶν κ. εἶναι X.Cyr.7.2.13
.II with ref. to use, good, of fine quality,κ. λιμήν Od.6.263
; Βορέῃ ἀνέμῳ.. καλῷ fair, 14.253, 299; κ. ἀργύριον, opp. κίβδηλον, genuine silver, X.Mem.3.1.9; opp. ἀποτετριμμένον, good silver currency, PCair.Zen.21.33 (iii B. C.);ἐλαῖαι PHib. 1.49.12
(iii B. C.);γῆ Ev.Luc.8.15
;κ. οἶνος PFay.133.8
(iv A. D.);στρατόπεδον κάλλιστον Th.5.60
;ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν LXX Ge. 44.4
;κ. ἐς στρατιάν X.Cyr.3.3.6
; , Grg. 474d, etc.: c. inf.,λόφος κάλλιστος τρέχειν X.An.4.8.26
; ἐν καλῷ [ τόπῳ] in a good place, καθίζεσθαι, ὁρμεῖν, Ar.Th. 292, X.HG2.1.25; ἐν καλῷ μὲν τοῦ κόλπου καὶ τῶν πόλεων, ἐν κ. δὲ τοῦ τὴν Χώραν βλάπτειν, ib.6.2.9; ἐν καλῷ under favourable circumstances, Th.5.59.60; ἐν κ. (sc. Χρόνῳ ) in good time, in season, E.IA 1106; ἐν οὐ κ. Id.Or. 579; ἐν καλῷ [ ἐστι] c. inf., S.El. 384 (so καλόν ἐστι c. inf., Id.Ph. 1155 (lyr.), Ar. Pax 278, Th.8.2);ἐς καλόν S.OT78
, Pl.Men. 89e, Smp. 174e; τί γὰρ ἐμοὶ ζῆν καλόν; what is the good of life to me? Ph.2.594; καλῇ πίστει, = Lat.bona fide, PTeb.418.14 (iii A. D.).2 of sacrifices, auspicious, ; ;ἱερά Th.4.92
;τὸ τέλος κ. τῆς ἐξόδου X.An.5.2.9
;κ. τὰ ἱερὰ ἦν αὐτῷ Id.Cyr.3.2.3
: c. inf.,ἰέναι.. κ. ἡμῖν τὰ ἱερὰ ἦν Id.An.2.2.3
: Com., τὰ τῆς πυγῆς κ. (for τοῦ θεοῦ) Ar. Pax 868.III in a moral sense, beautiful, noble, honourable, in Hom. only in neut.,οὐ καλὸν ἔειπες Od.8.166
, cf. 17.381;μεῖζον κλέος.. καὶ κάλλιον 18.255
; freq. καλόν [ ἐστι] c. inf.,κ. τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ' ἐμὲ κήδῃ Il.9.615
; οὐ γὰρ ἔμοιγε κ. (sc. ἄρχειν) 21.440;οὐ κ. ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον Od.20.294
; so in Trag.,καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν S.Ant.72
, etc.;μάθετε καλὸν ποιεῖν LXXIs.1.17
: [comp] Comp.,οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον οὐδὲ ἔοικε Od.7.159
, cf. Il.24.52; after Hom. freq. of actions, etc.,κάλων κἄσλων Sapph.Supp.2.4
(unless of persons here); κ. ἔργματα noble deeds, Pi.I.4(3).42, cf. S.Fr. 839, etc.; ἀναστροφὴ κ. 1 Ep.Pet.2.12: in pl., excellences,πλῆθος καλῶν Pi.O.13.45
; ; τὰ τοῦ παιδὸς κ. X.Smp.8.17.2 τὸ κ. moral beauty, virtue, honour, opp. τὸ αἰσχρόν, Id.Mem.1.1.16, cf. Pl.Smp. 183d, etc.;ὅττι καλόν, φίλον ἐστί, τὸ δ' οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστίν Thgn.17
, cf. E.Ba. 881 (lyr.), Pl. Ly. 216c;οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ, ὡς ἔοικας, κ. τε καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν καὶ αἰσχρόν Id.Grg. 474d
, cf. Smp. 201e; τοὐμὸν κ. E.Supp. 300.3 of persons, in early writers coupled with ἀγαθός, v. καλοκἀγαθός; laterκ. ποιμήν Ev.Jo.10.11
;κ. στρατιώτης
2 Ep.Tim.2.3
.IV in [dialect] Att. and Trag. freq. ironically, fine, specious, γέρας κ. A.Eu. 209;κ. γὰρ οὑμὸς βίοτος ὥστε θαυμάσαι S.El. 393
, cf. E.Ba. 652;κ. Χάρις D.9.65
;κ. ὕβριν ὑβρισμένοι Id.23.121
;καί σοι.. θωπεῦσαι καλόν S.OC 1003
;μετ' ὀνομάτων καλῶν Th.5.89
.B Degrees of [comp] Comp.: [comp] Comp. καλλίων, ον, Il.24.52, Od.10.396, etc.: neut. κάλιον [pron. full] [ᾰ] Alc.134: [comp] Sup. κάλλιστος, η, ον, Il.20.233, etc.; late καλλιώτερος or - ότερος, POxy.1672.6 (i A. D.), Sch.E. Tr. 966; alsoκαλώτερος Hdn.Epim.69
.C Adv.:—Poets freq. use neut. καλόν as Adv.,κ. ἀείδειν Il.18.570
, Od.1.155;καλά Il.6.326
; later τὸ κ. Theoc.3.3, 18, Call.Epigr.53, Herod.1.54.II regul. Adv. [full] καλῶς ([dialect] Dor. [full] καλώς Sophr.22), well, rightly,οὐδ' ἔτι κ. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64
; κ. ζῆν, τεθνηκέναι, etc., S.Aj. 479, etc.; κ. φρονεῖν to be in one's right mind, Id.Fr. 836;οὐ κ. ταρβεῖς Id.Tr. 457
; κ. ἀγωνιεῖσθαι fairly, on the merits of the case, Lys.13.88; Χρήματα δατῆθθαι κ. Leg.Gort.4.39;κ. εἰρημένα S.Fr. 576.6
;κάλλιον λέγεις Pl.Tht. 161b
;κάλλιστ' ἂν εἴποι S.OT 1172
: freq. in phrase καλῶς καὶ εὖ, καλῶς τε καὶ εὖ, Pl.Prt. 319e, Prm. 128b, etc.2 of good fortune, well, happily, κ. πράσσειν, = εὖ π., A.Pr. 979, S.Ant. 271;κ. καὶ εὖ πράττειν Pl.Chrm. 172a
; κ. ἔχειν to be well, A.Th. 799, etc.;κ. ἔχει σοι Ar.Ach. 946
, cf. S.El. 816; κ. ἔχει c. inf., 'tis well to.., X.Mem.3.11.1: c. gen., κ. ἔχειν τινός to be well off in respect to a thing, Hp.Superf.29;κ. παράπλου κεῖσθαι Th.1.36
;εἰ κ. σφίσιν ἔχοι Id.4.117
;οὔτε τοῖς θεοῖς ἔφη κ. ἔχειν, εἰ.. X.Mem.1.3.3
;καλλιόνως ἔχει Pl.Tht. 169e
, etc.;κάλλιστα ἕζει Id.Hp.Ma. 295b
.3 καλῶς, = πάνυ, thoroughly, altogether,τὸν κ. εὐδαίμονα A.Fr. 317
, = S. Fr. 934;κ. ἔξοιδα Id.OC 269
, cf. OT 1008;κ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς διεφθάρθαι D.S.13.108
: [comp] Comp.,κάλλιον εἰδέναι Pl.Hp.Ma. 300d
; κάλλιον ἐοικέναι to be just like , Hp.Genit.8.5 κ. ποιῶν rightly, deservedly,κ. ποιῶν ἀπόλλυται Ar.Pl. 863
, cf. D.1.28, al., Aeschin.3.232; in requests, κ. ποιήσεις πριάμενος, etc., PPetr.3p.143 (iii B. C.), etc.; also c. inf.,κ. π. γράψαι BGU1203.7
(i B. C.), etc.6 in answers, to approve the words of the former speaker, well said! E.Or. 1216, D.39.15; also, to decline an offer courteously, no, thank you! Ar.Ra. 888;κ. ἔχει Antiph.165
, Men.Pk. 266; πάνυ κ. Ar.Ra. 512; ἀμέλει κ. ib. 532: [comp] Sup., κάλλιστ', ἐπαινῶ ib. 508;ἔχει κάλλιστα Theoc.15.3
.8 κ. ὁ ἱερεύς hurrah for the priest! SIG1109.14 (Athens, ii A. D.).9 repeated with the Adj.,καλὴ καλῶς Ar.Ach. 253
, Pax 1330, Ec. 730;καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις Pi.O.9.94
.10 [comp] Comp.καλλιόνως Pl.Tht.
l.c., Lg. 660d: [comp] Sup.καλλίστως PMag.Par.1.2443
,2465, Sch.E.Hec. 310.D for compds., v. καλλι-, καλο-.E Quantity: [pron. full] ᾱ in [dialect] Ep. and early Iamb. Poets (exc. h.Ven.29, Hes.Op.63, Th. 585): [pron. full] ᾰ in Lyr. (exc.κᾱλῶς B.12.206
) and Trag. (A. Fr. 314, S.Ph. 1381 are corrupt).--In Eleg., Epigr., and Bucol. Poets [pron. full] ᾰ or [pron. full] ᾱ (the latter usu. in thesi);τὰ μὴ κᾰλὰ κᾱλὰ πέφανται Theoc.6.19
, cf. Herod.7.115, Call.Jov.55.--In [comp] Comp., [pron. full] ῐ in Hom., [pron. full] ῑ in Trag. and later.
См. также в других словарях:
τέχναι — τέχνη art fem nom/voc pl τέχνᾱͅ , τέχνη art fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνᾳ — τέχναι , τέχνη art fem nom/voc pl τέχνᾱͅ , τέχνη art fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Isaeus — (Latin; Greek polytonic|Ἰσαῖος Isaios ), fl. early 4th century BC. One of the ten Attic Orators according to the Alexandrian canon. He was a student of Isocrates in Athens, and later taught Demosthenes while working as a metic speechwriter for… … Wikipedia
Aristocles of Messene — Aristocles of Messene, a Peripatetic philosopher, who probably lived in the 1st century AD. [Karamanolis, G., (2006), Plato and Aristotle in Agreement?: Platonists on Aristotle from Antiochus to Porphyry , page 37. Oxford University Press.] He… … Wikipedia
Aelius Aristides — (* 26. November 117 in Hadrianoutherai oder Hadrianoi in Mysien; † wohl 181) war ein griechischer Rhetor und Schriftsteller, Vertreter der so genannten „Zweiten Sophistik“. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk 2.1 Epideiktische Re … Deutsch Wikipedia
Ailios Aristeides — Aelius Aristides (* 26. November 117 in Hadrianoutherai oder Hadrianoi in Mysien; † wohl 181) war ein griechischer Rhetor und Schriftsteller, Vertreter der so genannten „Zweiten Sophistik“. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk 2.1 Epideiktische… … Deutsch Wikipedia
Poetik (Aristoteles) — Die Poetik (altgriechisch ποιητική [τέχνη] poietike [techne] – die schaffende, dichtende [Kunst]) ist ein wohl um 335 v. Chr.[1] als Vorlesungsgrundlage (sog. Pragmatie) verfasstes Buch des Aristoteles, das sich mit der Dichtkunst und deren… … Deutsch Wikipedia
Esprit sportif — Èthos L’èthos (du grec ancien ἦθος / ễthos, pluriel ἤθη / ếthê) est un mot grec qui signifie le caractère, l’état d’âme, la disposition psychique. Il s’écrit èthos (où « è » est la transcription de la lettre grecque êta), et ne doit pas … Wikipédia en Français
Ethos — Èthos L’èthos (du grec ancien ἦθος / ễthos, pluriel ἤθη / ếthê) est un mot grec qui signifie le caractère, l’état d’âme, la disposition psychique. Il s’écrit èthos (où « è » est la transcription de la lettre grecque êta), et ne doit pas … Wikipédia en Français
Èthos — L’èthos (du grec ancien ἦθος / ễthos, pluriel ἤθη / ếthê) est un mot grec qui signifie le caractère, l’état d’âme, la disposition psychique. Il s’écrit èthos (où « è » est la transcription de la lettre grecque êta), et ne doit pas être… … Wikipédia en Français
ИСКУССТВО — форма творчества, способ духовной самореализации человека посредством чувственно выразительных средств (звука, пластики тела, рисунка, слова, цвета, света, природного материала и т.д.). Особенность творческого процесса в И. в нерасчлененности его … Философская энциклопедия