Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κέκλομαι

См. также в других словарях:

  • κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… …   Dictionary of Greek

  • κέλομαι — και μτγν ποιητ. τ. κέκλομαι (Α) 1. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω 2. διατάζω 3. (μτφ. για πράγματα) αναγκάζω 4. συμβουλεύω 5. καλώ 6. φωνάζω κάποιον με το όνομά του 7. προσφωνώ, επικαλούμαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»