-
61 ψυχή
ψῡχ-ή, ἡ,A life,λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296
, etc.;ψ. τεκαὶ αἰών 16.453
, cf. Od.9.523;θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334
, Od.21.154;λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325
; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322
; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; soἀντὶ ψ. S.OC 1326
: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245
;περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161
;τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37
;τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115
, cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4
, cf. Th. 8.50;ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492
, cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375
(lyr.);ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19
; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36
;τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37
. In early poets:ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52
;ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14
;θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46
;ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730
;ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68
;ψυχὰς βαλον Id.O.8.39
;χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138
; ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712
(anap.);ψ. ἀφήσω E.Or. 1171
;ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214
;ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24
; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; , cf. Th.1.136, etc.;τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88
;τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15
. 8, cf. Ev.Luc.12.20;ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10
, cf. Ev.Matt. 2.20;τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11
, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109
, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4
, cf. 12;πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.
Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30
; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.2 metaph. of things dear as life,χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686
;πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419
;τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35
; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195
;ψ. μου Mart.10.68
.II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.
Hist.Fr. 102(a)J.);ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65
: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104
, cf. 72, Od.24.14;ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100
; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330
;ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518
; sts. hardly dist. from signf. 1,ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505
; in swoons it leaves the body,τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696
; so in later writers (seldom in Trag.),σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21
; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630
(anap.);ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676
, cf. Fr. 912.9 (anap.);τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b
; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.
ap. Plu.2.236d.III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133
, cf. Pl.Men. 81b;εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123
;ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a
, cf. Phd. 70c, al.;ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d
;ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14
, cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5
, cf. An.3.2.20;ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a
;εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b
;κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22
;οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19
;ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14
, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32
f.1;ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e
.IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39
;μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)
;ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16
;θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37
; opp. material blessings,κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32
;μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b
, cf. 29e: hence regarded in abstraction,τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a
;ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c
;οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17
, cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227
;ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319
(anap.);τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173
(anap.);ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c
; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559
, cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15
, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20
. In apostrophe,μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61
;ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712
(lyr.);ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8
; in referring to persons,ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b
(cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6
,11;πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1
, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14
, ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457
;καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393
;κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40
;τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29
;ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33
, cf. Oec.21.3.3 of the emotional self,ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505
, cf. 527 (lyr.);πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14
;τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12
; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841
(s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b
;τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4
.4 of the moral and intellectual self,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70
;ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176
;ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499
;ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101
;ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014
;ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15
, cf. Pl.R. 353e;ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7
, cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d
;τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4
, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53
;νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a
, cf. Phdr. 247c, al.; ;ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171
. Phrases:—ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43
; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35
;ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10
; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12
; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.6 of inanimate things,πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138
, cf. 7.14;ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23
;οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38
; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.V Philosophical uses:1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11
; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.
ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.
Apoll.4;τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a
, cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.2 the spirit of the universe,ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b
, cf. 30b;τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3
; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186
; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2
;τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32
; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d
, cf. Def. 411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a
; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c
, cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. asοὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20
; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division ofψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.
ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11
, cf. PA 641b4;ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22
, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150
, cf. M.Ant.6.14;ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.
;τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.
; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7
; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2
, cf. 4.7.5;φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4
; animal and vegetable bodies possessοἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18
;πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20
.2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696
means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467
means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).) -
62 ἐν
ἐν (in crasis1κἀν I. 4.25
, I. 6.59 coni., butκαὶ ἐν P. 9.40
: repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:ἐνί P. 6.18
, Θρ. 7. 3, fr. 163: joined withἐπὶ N. 5.2
,παρά N. 9.34
) A prep. c. dat.1 of time.a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερονἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28
κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32
νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
[ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5
ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61
τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1
Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.b during, within, in the course ofἐν ἁμέρᾳ O. 1.6
ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36
ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100
ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12
ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23
ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
[ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291
, P. 8.15ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92
τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18
ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70
ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίωνμιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16
ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3
]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.c in the space ofπολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82
βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43
τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59d phrases τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ (ἐν om. codd.: supp. Hermann: ἐνσχερώ Dindorf: in a line, uninterruptedly) N. 1.69 ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι ( ἐνσχερὼ Heyne) N. 11.39 ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι ( ἐνσχερὼ Fr. Portus i. e. 100 feet broad without interruption) I. 6.22 ὥστ' ἐν τάχει τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν soon N. 5.35 [ ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musur.: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42]2 of place.a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23
ἐν Πίσᾳ O. 6.5
ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26
ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16
ἐν Πίσᾳ O. 10.43
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101
ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39
ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27
ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8
Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18
Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63
ἐν Πυθιάδι P. 8.84
ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71
ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15
Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27
ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9
ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
ἐν Κρίσᾳ I. 2.18
χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
ἐν Νεμέᾳ N. 2.23
ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18
κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12
ἐν Νεμέᾳ I. 6.3
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν Νεμέᾳ” I. 6.48κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81
ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86
ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33
ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40
ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21
Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87
ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39
τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27
Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42
ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11
ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17
cf. ( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61
ἐν Θήβαισι O. 6.16
τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἐν Θήβαις O. 13.107
ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90
, P. 8.39 “ ἐν Κάδμου πύλαις” P. 8.47Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19
ἐν Θήβαις N. 10.8
ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30
—3.ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16
ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82
ἐν Ἀθάναις O. 9.88
κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38
, N. 8.11ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.ἐν Σικελίᾳ O. 1.12
ἐν Ἄργει O. 7.83
ἐν Μεγάροισιν O. 7.86
ἐν Μαραθῶνι O. 9.89
ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77
ἐν Φθίᾳ P. 3.101
“ ἐν δὲ Νάξῳ” P. 4.88Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78ἐν Ἄργει P. 9.112
τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19
κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32
ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22ἐν Τροίᾳ N. 2.14
ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8
ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34
ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59
ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45
“ Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 “ Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας” P. 4.20Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80
ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79
Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15
Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91
τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98
ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67
Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46
ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.ἐν δρόμοισι O. 1.21
ἐν δρόμοις O. 1.94
ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43
—4.Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14
ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7
]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.ἐν οἴκῳ O. 6.48
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33
ἐν θαλάμῳ P. 3.11
τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38
“ ἐν λέχεσιν” P. 4.51 “ πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” P. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασι” P. 4.113θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69
ἐν μεγάρῳ N. 1.31
Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43
ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30
Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6
ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58
ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92
ἐν οὐρανῷ O. 14.10
ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15
χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
ἐν πελάγει O. 7.56
ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3
—4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς” P. 9.47ἐν χέρσῳ N. 1.62
ἐν πελάγει N. 3.23
ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49
ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43
ἐν πόντῳ I. 5.5
ἐν πεδίῳ I. 8.54
ἐν πόντῳ I. 9.7
πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10
ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81
ἐν ναυσὶν P. 3.68
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
ἐν ναυσὶν I. 6.30
κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23
ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35
οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76
ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51
ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82
ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
ἐν ὄρει P. 3.90
ἐν πολέμῳ P. 3.101
ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8
ἐν ἀγορᾷ P. 4.85
ἐν πρύμνᾳ P. 4.194
ἐν μέσσοις P. 4.224
ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254
πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106
λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.b at, before met.,τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 in, contained in, surrounded bya of clothing, simm.χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8
“ σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” P. 4.114Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37
cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.b contained inμονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6
καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36
c of light and darkness.ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71
O. 13.70ἐν σκότῳ O. 1.83
ἐν καθαρῷ O. 10.45
φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27
d met.,εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
4 of feelings, thoughts.ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63
εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89
αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
5 amongaζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78
φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς” P. 4.143κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281
—2.ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295
ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114
“ καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119
θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
—3.ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23
ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65
ἀρετὰ ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31
γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92
b betweenοἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
c after verbs of mixing. νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται (sc. Πέλοψ: is part of) O. 1.90 ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν (sc. Ἀργοναῦται: zeugma, they knew) P. 4.251 ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν enjoyed I. 2.29 ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον coni. Zuntz) fr. 111. 1, cf. Δ. 2. 20.aἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
“ τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων” P. 4.92σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidstἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19
κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
τὸν ( Ἀρκεσίλαν)ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27
ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54
]ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12
λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.207 instrumental in, with, by means ofτετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26
esp. withχείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.8 upon, into following verbs of movement.ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 “ ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215
τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12
“ νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” P. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
[ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.629 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
, cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15
10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.9011 in the hands of, in the power ofἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30
12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.14 in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν (v. ἐμβάλλω) O. 7.44 ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν (v. ἐμφλέγω) O. 10.74 B adv. dabeia thereἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
b too, besidesΜοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.------------------------------------v. ἐς -
63 διαφθείρω
A , etc., [dialect] Ep.- φθέρσω Il.13.625
: [tense] pf. , Pl.Ap. 30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. 111):— [voice] Pass., [tense] fut.διαφθᾰρήσομαι Th.4.37
; [dialect] Ion.διαφθερέομαι Hdt.8.108
, 9.42: [ per.] 3pl. [tense] plpf.διεφθάρατο Id.8.90
:—destroy utterly,πόλιν Il.13.625
;ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36
; make away with, kill,τινά Id.9.88
, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.;τὴν τύχην Id.Ph.1069
; δ. χεῖρα weaken, slacken one's hand, E.Med. 1055; spoil, break,ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33
(Lebad., ii B.C.);τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11
; δ. τὴν συνουσίαν break up the party, Pl.Prt. 338d.2 in moral sense, corrupt, ruin, ; δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap. 30b, 25a;νεανίσκον συνὼν δ. Eup. 337
; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51;ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9
;διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45
; δ. γυναῖκα seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba. 318 ([voice] Pass.); δ. τοὺς νόμους falsify, counterfeit them, Isoc.18.11;γραμματεῖον Id.17.33
([voice] Pass., ib.24);τὰ φεφ αδηκότα IG9(1).334.37
([dialect] Locr., V. B.C.).3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Pl.Phd. 117b.4 of a woman, to lose by miscarriage or premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—[voice] Pass.,τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72
.II [voice] Pass., to be destroyed, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, disabled, Hdt.1.34; of ships, ib. 166, And.1.142; to be spoilt, (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted,αἷμα Gal.15.297
, al.; deaf,Hdt.
1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28;διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr. 1056
;τὰ ὄμματα δ.
blinded,Pl.
R. 517a;σὰς φρένας E.Hel. 1192
; τὸ φρενῶν διαφθαρέν, = φρενοβλάβεια, Id.Or. 297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b.III [tense] pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits,διέφθορας Il. 15.128
; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose,γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4
;τὰ δ. σώματα Plu.2.87c
, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφθείρω
-
64 εἰς
εἰς or [full] ἐς, PREP. WITH ACC. ONLY:—both forms are found in Hom., [dialect] Ion. poets, and early metrical Inscrr.; ἐς is best attested in Hdt. and Hp., and is found in nearly all early [dialect] Ion. Inscrr. (exc. IG12(8).262.16 (Thasos, v B. C.), ib.7.235.1 (Oropus, iv B. C.)); εἰς in [dialect] Att. Inscrr. from iv B. C., IG2.115, etc.; and usu. in [dialect] Att. Prose (exc. Th.) and Com. (exc. in parody): Trag. apptly. prefer εἰς, but ἐς is used before vowels metri gr.; ἐς was retained in the phrases ἐς κόρακας (whence the Verb σκορακίζω) , ἐς μακαρίαν. [dialect] Aeol. poets have εἰς before vowels, ἐς before consonants, and this is given as the rule in Hom. by An.Ox. 1.172, cf. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533B. (Orig. ἐνς, as in IG4.554.7 ([place name] Argos), GDI4986.11 ([place name] Crete); cf. ἐν, ἰν. The diphthong is genuine in [dialect] Aeol. εἰς, but spurious in [dialect] Att.-[dialect] Ion.) Radical senseA into, and then more loosely, to:I OF PLACE, the oldest and commonest usage, εἰς ἅλα into or to the sea, Il.1.141, al.;εἰς ἅλαδε Od.10.351
;ἔς ῥ' ἀσαμίνθους 4.48
; ἐς οἶνον βάλε φάρμακον ib. 220; freq. of places, to,εἰς Εὔβοιαν 3.174
; ἐς Αἴγυπτον, etc., Hdt.1.5, etc.; ἐς Μίλητον into the territory of Miletus, ib.14;εἰς Ἑλλήσποντον εἰσέπλει X.HG1.1.2
;ἀφίκετο εἰς Μήδους πρὸς Κυαξάρην Id.Cyr.2.1.2
; εἰς ἅρματα βαίνειν to step into.., Il.8.115;εἰς ἐλάτην ἀναβῆναι 14.287
; opp. ἐκ, in such phrases as ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, from heel to ankle-joint, from head to foot, 22.397, 23.169;ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν 20.137
;ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ Od.7.87
; κἠς ἔτος ἐξ ἔτεος from year to year, Theoc. 18.15: with Verbs implying motion or direction, as of looking,ἰδεῖν εἰς οὐρανόν Il.3.364
; εἰς ὦπα ἰδέσθαι to look in the face, 9.373, etc.; εἰς ὦπα ἔοικεν he is like in face (sc. ἰδόντι), 3.158, etc.; ἐς ὀφθαλμούς τινος ἐλθεῖν to come before another's eyes, 24.204;ἐς ὄψιν ἀπικνέεσθαί τινος Hdt.1.136
;καλέσαι τινὰ ἐς ὄψιν Id.5.106
, etc.; ἐς ταὐτὸν ἥκειν come to the same point, E.Hipp. 273: less freq. after a Subst.,ὁδὸς ἐς λαύρην Od.22.128
; τὸ ἐς Παλλήνην τεῖχος facing Pallene, Th.1.56;ξύνοδος ἐς τὴν Δῆλον Id.3.104
, cf.Pl.Tht. 173d.b [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also c. acc. pers. ([dialect] Att. ὡς, πρός, παρά), Il.7.312, 15.402, Od.14.127, Hdt.4.147; also in [dialect] Att. with collective Nouns,ἐς τὸν δῆμον παρελθόντες Th. 5.45
, or plurals,εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον D.18.103
; esp. of consulting an oracle,ἐς θεὸν ἐλθεῖν Pi.O.7.31
;εἰς Ἄμμων' ἐλθόντες Ar.Av. 619
.2 with Verbs expressing restin a place, when a previous motion into or to it is implied, ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου he put it in the house (i.e. he brought it into the house, and put it there), Od.20.96; ἐς θρόνους ἕζοντο they sat them down upon the seats, 4.51, cf. 1.130; ἐφάνη λὶς εἰς ὁδόν the lion appeared in the path, Il.15.276;ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἦν Hdt.1.21
(s. v.l.); ;ἐς κώμην παραγίνονται Id.1.185
;παρῆν ἐς Σάρδις Id.6.1
;ἐς δόμους μένειν S.Aj.80
(cod. Laur.);ἐς τὴν νῆσον κατέκλῃσε Th.1.109
, cf. Hdt.3.13; ἀπόβασιν ποιήσασθαι ἐς .. Th.2.33, etc.; later used like ἐν, τὴν γῆν εἰς ἣν ὑμεῖς κατοικεῖτε LXX Nu.35.34;τὸ χρυσίον ὃ εἰλήφεσαν εἰς Ῥώμην D.S.14.117
;οἰκεῖν εἰς τὰ Ὕπατα Luc.Asin.1
;εἰς Ἐκβάτανα ἀποθανεῖν Ael.VH7.8
;εἰς ἅπασαν τὴν γῆν Suid.
s.v. Καλλίμαχος: generally,τοὔνομα εἰς τὴν Ἑλλάδα, φασίν, Ἱππομιγὴς δύναται Ael.VH9.16
.3 with Verbs of saying or speaking, εἰς relates to the persons to or before whom one speaks, εἰπεῖν ἐς πάντας, ἐς πάντας αὔδα, Hdt.8.26, S.OT93;λέγειν εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιάρχων X.Cyr. 3.3.7
; : with other Verbs, ; ; ἐπαχθὴς ἦν ἐς τοὺς πολλούς Id.6.54; ;διαβεβλῆσθαι εἴς τινα Pl.R. 539c
.4 elliptical usages,a after Verbs which have no sense of motion to or into a place, τὴν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν they quitted the city for a strong position, i.e. to seek a strong position, X.An.1.2.24; γράμματα ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας letters were captured [and sent] to Athens, Id.HG1.1.23, cf. Pl.R. 468a;ἀνίστασθαι ἐς Ἄργος E.Heracl.59
, cf. Pl.Phd. 116a.b participles signifying motion are freq. omitted with εἰς, τοῖς στρατηγοῖς τοῖς εἰς Σικελίαν (sc. ἀποδειχθεῖσιν) And.1.11, etc.c c. gen., mostly of proper names, as εἰς Ἀΐδαο, [dialect] Att. εἰς Ἅιδου [δόμους], Il.21.48; ἐς Ἀθηναίης [ἱερόν] to the temple of Athena, 6.379; ἐς Πριάμοιο [οἶκον] 24.160, cf. 309; εἰς Αἰγύπτοιο [ῥόον] Od.4.581;ἐς τοῦ Κλεομένεος Hdt.5.51
;εἰς Ἀσκληπιοῦ Ar.Pl. 411
;ἐπὶ δεῖπνον [ἰέναι] εἰς Ἀγάθωνος Pl.Smp. 174a
: with Appellatives, ἀνδρὸς ἐς ἀφνειοῦ to a rich man's house, Il.24.482;ἐς πατρός Od.2.195
; πέμπειν εἰς διδασκάλων send to school, X.Lac.2.1;εἰς δ. φοιτᾶν Pl.Prt. 326c
; ἐς σεωυτοῦ, ἑωυτοῦ, Hdt.1.108, 9.108, etc.II OF TIME,1 to denote a certain point or limit of time, up to, until,ἐς ἠῶ Od.11.375
; ἐς ἠέλιον καταδύντα till sunset, 9.161 (but also, towards or near sunset, 3.138);ἐκ νεότητος ἐς γῆρας Il.14.86
;ἐκ παιδὸς ἐς γῆρας Aeschin.1.180
; ἐς ἐμέ up to my time, Hdt.1.92, al.: with Advbs., εἰς ὅτε (cf. ἔς τε) against the time when.., Od.2.99; εἰς πότε; until when ? how long ? S.Aj. 1185 (lyr., cf.εἰσόκἐ; εἰς ὁπότε Aeschin.3.99
; ἐς τί; = εἰς πότε; Il.5.465; ἐς ὅ until, Hdt.1.93, etc.;ἐς οὗ Id.1.67
, 3.31, etc.;ἐς τόδε Id.7.29
, etc.2 to determine a period, εἰς ἐνιαυτόν for a year, i.e. a whole year, Il.19.32, Od.4.526; within the year, ib.86 (cf.ἐς ἐνίαυτον Alc.Supp.8.12
);εἰς ὥρας Od.9.135
; ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην for the summer, i.e. throughout it, 14.384; ἡ εἰς ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται the expenditure for a year is expended in the month, X.Oec.7.36;μισθοδοτεῖν τινὰς εἰς ἓξ μῆνας D.S.19.15
;χοίνικα κριθῶν εἰς τέσσαρας ἡμέρας διεμέτρει Posidon. 36J.
; εἰς ἑσπέραν ἥκειν to come at even, Ar.Pl. 998; εἰς τρίτην ἡμέραν or εἰς τρίτην alone, on the third day, in two days, Pl.Hp.Ma. 286b, X.Cyr.5.3.27;ἥκειν ἐς τὴν ὑστεραίαν Id.An.2.3.25
;ἥκειν εἰς τὸ ἔαρ Hell.Oxy.17.4
; ἐς τέλος at last, Hdt.3.40; ἐς καιρόν in season, Id.4.139; οὐκ ἐς ἀναβολάς, ἀμβολάς, with no delay, Id.8.21, E.Heracl. 270, etc.; ἐς τότε at this time, v.l. in Od.7.317 (but εἰς τότε at that time (in the [tense] fut.), D.14.24, Pl.Lg. 830b); ἐς ὕστερον or τὸ ὕστερον, Od.12.126, Th.2.20: with Advbs.,ἐς αὔριον Il.8.538
, Pl. Lg. 858b;ἔς περ ὀπίσσω Od.20.199
;ἐς αὖθις Th.4.63
(v. εἰσαῦθις (; ἐς αὐτίκα μάλ' Ar. Pax 367; εἰς ἔπειτα (v. εἰσέπειτα (; ἐς τὸ ἔ., Th.2.64;ἐς ὀψέ Id.8.23
; εἰς ἅπαξ, v. εἰσάπαξ; εἰς ἔτι, v. εἰσέτι.III to express MEASURE OR LIMIT, without reference to Time, ἐς δίσκουρα λέλειπτο was left behind as far as a quoit's throw, Il.23.523; ἐς δραχμὴν διέδωκε paid them as much as a drachma, Th.8.29;ἱματισμὸν ζητῆσαι εἰς δύο τάλαντα Thphr.Char.23.8
; so ἐς τὰ μάλιστα to the greatest degree, Hdt.1.20, etc.;ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ Id.1.124
;εἰς τοσοῦτο ἥκειν Lys.27.10
; ; ἐς ὅ ἐμέμνηντο so far as they remembered, Th.5.66;ἐς τὸ ἔσχατον Hdt.7.229
, etc.;εἰς ἅλις Theoc.25.17
.2 freq. with Numerals,ἐς τριακάδας δέκα ναῶν A.Pers. 339
; ναῦς ἐς τὰς τετρακοσίας, διακοσίας, to the number of 400, etc., Th.1.74, 100, etc.; εἰς ἕνα, εἰς δύο, εἰς τέσσαρας, one, two, four deep, X.Cyr.2.3.21; but εἰς τέσσαρας four abreast, Aen.Tact.40.6: with Advbs., ἐς τρίς or ἐστρίς thrice, Pi.O.2.68, Hdt.1.86; of round numbers, about, X.An.1.1.10.4IV to express RELATION, towards, in regard to,ἐξαμαρτεῖν εἰς θεούς A.Pr. 945
, etc.; ἁμάρτημα εἴς τινα, αἰτίαι ἐς ἀλλήλους, Isoc.8.96, Th.1.66; ;ἔχθρη ἔστινα Hdt.6.65
;φιλία ἐς ἀμφοτέρους Th.2.9
; λέγειν ἐς .. Hdt.1.86;γνώμη ἀποδεχθεῖσα ἐς τὴν γέφυραν Id.4.98
;ἡ ἐς γῆν καὶ θάλασσαν ἀρχή Th.8.46
.b of the subject of a work, esp. in titles, e.g.τὰ ἐς Ἀπολλώνιον Philostr. VA
; of the object of a dedication, as in titles of hymns, ἐπινίκια, etc.2 in regard to,πρῶτος εἰς εὐψυχίαν A.Pers. 326
; , cf. Eq.90;διαβάλλειν τινὰ ἔς τι Th.8.88
;αἰτία ἐπιφερομένη ἐς μαλακίαν Id.5.75
;μέμφεσθαι εἰς φιλίαν X.An.2.6.30
;εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονεῖσθαι Id.HG7.4.30
; ; in respect of,εὐτυχεῖν ἐς τέκνα E.Or. 542
, cf. Pl.Ap. 35b, etc.;εἰς χρήματα ζημιοῦσθαι Id.Lg. 774b
, cf. D.22.55; ἐς τὰ ἄλλα Th.I.I;εἰς ἄπαντα S.Tr. 489
;ἐς τὰ πάνθ' ὁμῶς A.Pr. 736
;εἰς μὲν ταῦτα Pl.Ly. 210a
; τό γ' εἰς ἑαυτόν, τὸ εἰς ἐμέ, S.OT 706, E. IT 691, cf. S.Ichn.346; ;ἐς πλείονας οἰκεῖν Id.2.37
; for τελεῖν ἐς Ἕλληνας, Βοιωτούς, ἄνδρας, etc., v. τελέω.3 of Manner,ἐς τὸν νῦν τρόπον Id.1.6
;τίθεμεν τἆλλα εἰς τὸν αὐτὸν λόγον; Pl.R. 353d
;ἐς ἓν μέλος Theoc.18.7
: freq. periphr. for Advbs., ἐς κοινὸν φράζειν, λέγειν, A.Pr. 844, Eu. 408; ἐς τὸ πᾶν, = πάντως, Id.Ag. 682(lyr.); ἐς τάχος, = ταχέως, Ar.Ach. 686; ἐς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, Id.Av. 805;ἐς τἀρχαῖον Id.Nu. 593
;εἰς καλόν S. OT78
, cf. Pl.Phd. 76e;ἐς δέον γεγονέναι Hdt.1.119
, cf. S.OT 1416, and v. δέον.V ofan end or limit, ἔρχεσθαι, τελευτᾶν, λήγειν ἐς.., to end in.., Hdt.1.120,3.125,4.39, etc.;ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα ου,ρον ἀνθρώπῳ προτίθημι Id.1.32
; καταξαίνειν ἐς φοινικίδα to cut into red rags, Ar.Ach. 320 (troch.);στρέφειν τι εἰς αἷμα Apoc.11.6
; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τελευτᾶν, εἰς ἄνδρα γενειᾶν, Pl.Tht. 173b, Theoc.14.28;ἐκτρέφειν τὸ σπέρμα εἰς καρπόν X.Oec.17.10
: so with εἶναι or γίγνομαι to form a predicate,ἔσται εἰς ἔθνη LXXGe.17.16
; ἐγενήθη εἰς γυναῖκα ib.20.12; πιστὸς (sc.ἦν) εἰς προφήτην ib.IKi.3.20;ἐγένετο εἰς δένδρον Ev.Luc.13.19
,al.2 of Purpose or Object, εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν, πείσεται εἰς ἀγαθόν, for good, for his good, Il.9.102,11.789;εἰς ἀγαθὰ μυθεῖσθαι 23.305
;ἐς πόλεμον θωρήξομαι 8.376
, cf. Hdt.7.29, etc.; ἐς φόβον to cause fear, Il.15.310;ἐς ὑποδήματα δεδόσθαι Hdt.2.98
;κόσμος ὁ εἰς ἑορτάς X.Oec.9.6
;ἐπιτηδεότατος, εὐπρεπής, ἔς τι Hdt.1.115
,2.116; εἰς κάλλος ζῆν to live for show, X.Cyr.8.1.33, cf. Ages. 9.1;ἐς δαίτην ἐκάλεσσε Call.Aet.1.1.5
;εἰς κέρδος τι δρᾶν S.Ph.
III; ; ; εἰς τὸ πρᾶγμα εἶναι to be pertinent, to the purpose, D.36.54; freq. of expenditure on an object, IG22.102.11, 116.41, al.;ἐς τὸ δέον Ar.Nu. 859
, etc.; ἐς δᾷδα ib. 612.B POSITION: εἰς is sts. parted from its acc. by several words,εἰς ἀμφοτέρω Διομήδεος ἅρματα βήτην Il.8.115
; : seldom (only in Poets) put after its case, Il.15.59, Od.3.137,15.541, S.OC 126(lyr.): after an Adv.,αὔριον ἔς· τῆμος δὲ.. Od.7.318
. -
65 εἶδος
A that which is seen: form, shape, freq. in Hom., of the human form or figure, esp. abs. in acc. with Adjs., εἶδος ἄριστος, ἀγητός, κακός, Il.3.39,5.787, 10.316;ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν Od.8.174
; opp. φρένες, 17.454; opp. βίη, Il.21.316; δευτέρα πεδ' Ἀγιδὼν τὸ εἶ. Alcm.23.58; , etc.; appearance, of a dog, Od.17.308;ὄφιες ποικίλοι τὰ εἴδεα Hdt.3.107
;εἴδεα [τῶν θεῶν] σημήναντες Id.2.53
;γυνὴ τό γ' εἶδος Ar.Th. 267
: hence, periphr. for person, S.El. 1177;τὸ ἐπ' εἴδει καλόν Pl.Smp. 210b
.b esp. of beauty of person, comeliness,εἴδεος ἐπαμμένος Hdt.1.199
;πλούτῳ καὶ εἴδει προφέρων Id.6.127
.c Medic., physique, habit of body, constitution, Hp.Nat.Hom.9, Hum.1: more freq. in pl., Id.Aër.3, al.; εἴδεα εὔχροά τε καὶ ἀνθηρά ib.5.2 generally, shape,σχῆμα καὶ εἶδος Id.Off.3
, cf. Mochl.6, etc.; pattern, of 'figurate' numbers, Arist. Ph. 203a15;ἡ μονὰς εἶδος εἰδῶν τυγχάνει Theol.Ar.4
, cf. 17; decorative pattern or figure, Plu. Them.29 (pl.); of a musical scale,τοῦ διὰ τεσσάρων τρία εἰδη Aristox.Harm.p.74
M. (identified with σχῆμα, ibid.): in pl., shapes, i.e. various kinds of atoms (cf. ἰδέα), Democr. ap. Thphr. Sens.51.b Geom., δύο εἴδη τῷ εἴδει δεδομένα two figures given in species, Euc.Dat.53, etc.; esp. in central conics, rectangle formed by a transverse diameter and the corresponding parameter, Apollon.Perg. Con.1.14,21, al.; also, species of numbers, of the terms in an algebraical expression involving different powers of the unknown quantity, Dioph.Def.11.II form, kind, or nature,τῶν ἀλλέων παιγνιέων τὰ εἴδεα Hdt.1.94
;τὸ εἶ. τῆς νόσου Th.2.50
, etc.; ἐν ἁρμονίας εἴδει εἶναι, γενέσθαι, to be or become like.., Pl.Phd. 91d, cf. Cra. 394d; ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει by way of medicine, Id.R. 389b; νόμων ἔχει εἶδος is in the province of law, Arist.Pol. 1286a3; situation, state of things,σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει.. τοῦτο ἔπραξαν Th.3.62
; plan of action, policy,ἐπὶ εἶδος τρέπεσθαι Id.6.77
, 8.56; ἐπ' ἄλλ' εἶδος τρέπεσθαι take up another line, Ar.Pl. 317; specific notion, meaning, idea,ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶ. δύο ὀνόματα.., περὶ ἑνὸς εἴδεος δύο ὀνόματα οὐ τὰ αὐτά Aen.Tact.24.1
; department, Hp.VM12 (but also, elementary nature or quality, ib. 15); type, sort,πυρετῶν Id.Epid.3.12
;αὐγῆς Id.Off.3
, etc.: Rhet., style of writing,τὰ εἴδη τῶν λόγων Isoc.13.17
, cf. Arist.Rh.Al. 1441b9 (pl.); later, definite literary form, Men.Rh.init., Procl.Chrest. p.243 W., EM295.52; also, example of a style,ὅλοις εἴδεσι Isoc.15.74
; later, single poem, applied to Pindar's odes by Sch.; also, written statement,ἀναγνωσθέντος εἴδους PAmh.2.65.11
(ii A.D.), cf. PTeb.287.12 (ii A.D.).III class, kind,πᾶν τὸ τῶν πίστεων εἶδος Isoc.15.280
, cf. D.24.192: freq. in Pl., περὶ παντὸς τοῦ εἴδους.. ἐν ᾧ .. Tht. 178a; ἑνὶ εἴδει περιλαβεῖν ib. 148d; εἰς ταὐτὸν ἐμπέπτωκεν εἶδος ib. 205d, etc.; logical species, Sph. 235d;ἓν εἶδος ἀποχωρίζειν Plt. 262e
; τὰς διαφορὰς ὁπόσαιπερ ἐν εἴδεσι κεῖνται, ib. 285b, al., cf. Arist.Metaph. 1057b7, al., Cat. 2b7; as a subdivision of γένος, Id.Rh. 1393a27; ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ γένους πεύκη, εἴδει διαφέρουσα, Dsc.1.69.3 form, opp. matter ([etym.] ὕλη), Id.Ph. 187a18, al., Metaph. 1029a29: hence, formal cause, essence, ib. 1032b1, etc.IV in later Gr., wares of different kinds, goods, POxy.109.1 (iii/iv A.D.), PFay.34.7 (ii A.D.): hence, payments in kind, opp. χρυσίον, Just.Nov.17.8, cf. Cod.Just.1.4.18, al.; spices, Lyd.Mag.3.61; groceries, Anon.post Max.p.120 L.; εἶ. ἰατρικόν drug, Hsch. s.v. νίτρον, cf. Hippiatr.129.54 and v. ἑξάειδος, τετράειδος, τρίειδος; of a chemical reagent, Zos.Alch.p.205 B. -
66 κατεργάζομαι
κατεργ-άζομαι, [tense] fut. - άσομαι, later [ per.] 3sg. - ᾶται PTeb.10.2 (ii B.C.): [tense] aor. κατειργασάμην, and (in pass. sense) κατειργάσθην (v. infr.): [tense] pf. κατείργασμαι both in act. and pass. sense (v. infr.):—A effect by labour, achieve,πρήγματα μεγάλα Hdt.5.24
; ;μόρον.. ἐπαλλήλοιν χεροῖν Id.Ant.57
;ταῦθ' ἁπινοεῖς Ar.Ec. 247
;τὰ δυνατά Th.4.65
;τὰ πρὸς εὐδαιμονίαν Phld.Rh.2.31
S.;μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε X.Hier.2.2
;κ. εἰρήνην τινί And.3.8
; ἢν κατεργάσῃ if you do the job, Ar.Eq. 933: [tense] pf.κατείργασμαι, μέγιστα ἔργα X.Mem. 3.5.11
: in pass. sense, to have been effected or achieved, Hdt.1.123, 141, 4.66, E.IT 1081, etc.;κατειργασμένη ὠφέλεια Antipho 2.1.4
;ἐλθεῖν ἐπὶ κατειργασμένοις Lys.31.9
: [tense] aor. - ειργάσθην Luc.Herm.5.b earn, gain by labour, acquire,τὴν ἡγεμονίην Hdt.3.65
;πόλει σωτηρίαν E. Heracl. 1046
;μεγάλα τῇ πόλει Aeschin.3.229
;τοῦτο D.45.66
;ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα Pl.Grg. 473d
: in pass. sense,ἀρετὴ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Hdt.7.102
.c abs., achieve one's object, be successful,αὐτὸς ἑωυτῷ Id.5.78
; simply, work, PTeb.ined.703.148
.2 c. acc. pers., make an end of, finish, kill,ἑωυτόν Hdt.1.24
, cf. E.Hipp. 888, etc.;λέοντα βίᾳ S.Tr. 1094
.b overpower, subdue, conquer, Hdt.6.2, Ar.Eq. 842, Th.4.85, Isoc.9.59, etc.;τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.100
; ποσὶ καὶ στόματι κ. [τινά] attack him, of a horse, Id.5.111: in pass. sense, of land, μακέλλῃ τῇ κατείργασται πέδον is subdued, brought under cultivation, A.Ag. 526;κατεργαζομένη ἡ γῆ Thphr.CP3.1.3
; later trans., cultivate, PTeb.10.2 (ii B.C.), etc.c prevail upon, κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξην, ὥστε .. Hdt.7.6, cf. X.Mem.2.3.16, Parth.13.1, Plu.Fab.21;κ. τινὰ πειθοῖ Str.10.4.2
:—[voice] Pass., οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι [ἡ γυνή] could not be prevailed upon, Hdt.9.108.d c. dupl. acc., do something to one,καλόν τι τὴν πόλιν And.2.17
(but κ. τὴν πόλιν carry on business in the city, SIG899 (Mesambria, iii A.D.)).II till, cultivate land, PSI6.632.9 (iii B.C.), etc.; work up for use, freq. of food, by chewing or digestion,ὀδόντας ἔχει οἷς κ. τὴν τροφήν Arist.HA 501b30
, cf. Juv. 469a31, Spir. 482b16, Gal.11.649 ([voice] Pass.); τὸ -αζόμενον ἔχειν εὔρωστον a strong digestion, Id.17(2).430; κ. τὰ ἐδέσματα Sch. Ar.Eq. 714; by grinding (of corn), Longus 3.30, cf. D.H.5.13 ([voice] Pass.); by ripening (of fruits),κατειργασμένα ἐπὶ τοῦ δένδρου Gal.11.367
; κ. μέλι make.., Hdt.4.194; κ. τὴν κόπρον prepare it, Arist.HA 552a24;σίδηρον D.27.10
;ξύλα-ειργασμένα Thphr.CP5.17.2
;στίππυον τὸ κατειργαζμένον PCair.Zen.472.9
(iii B.C.);λίθους D.S.1.98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεργάζομαι
-
67 νωμάω
Aνώμασκε Mosch.4.108
:—[voice] Med., v.infr.: ( νέμω A.I.I):—deal out, distribute, esp. food and drink at festivals, Il.1.471, Od.3.340, etc. ; ν. φιάλαισιν ἀμπέλου παῖδα pour wine into the several cups, Pi.N.9.51 ;ν. προπόσεις Critias 1.7
D.II (νέμω A.
III. 2) direct, guide,1 of weapons, implements, etc., handle, wield,ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα Il.5.594
;οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7.238
; ;ἄλεισον.. μετὰ χερσὶν ἐνώμα Od.22.10
; ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων managed the sheet, 10.32 ;νηὸς.. οἰήϊα νωμᾷς 12.218
;ἁνία χερσὶ ν. Pi.I.1.15
; drive,ν. δίφρους Id.P.4.18
;ν. κύλικα Theophil.2.5
:—[voice] Med.,νωμήσασθαι σάκος Q.S.3.439
.b metaph.,ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν A.Th.3
;νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86
;πᾶν ἐπὶ τέρμα ν. A.Ag. 781
(lyr.) ;νωμᾶτ' ὠκεανόν, νωμᾶθ' ἅλα, δένδρεά τ' αὔτως Orph.H.38.8
, etc.: abs., to be the guiding power, S.Fr.941.11.2 of the limbs of the human body, ply,γούνατ' ἐν. Il.10.358
;ὄμμα Parm.1.35
;φυγᾷ πόδα ν. S.OT 468
(lyr.) ; ν. ὀφρύν move the brow, A.Ch. 288 ;πτερὸν αἰθέρι ν. AP9.339
(Arch.) ;πήδα.. παμφυὲς νωμῶν δέμας IG42(1).130.19
(Epid.).3 metaph., of the mind, turn over, ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας thou didst use to turn wiles over in the mind, Od.18.216 ;κέρδεα νωμῶν 20.257
; ply nimbly, .4 observe, νωμῶντες.. σῖτα ἀναιρεομένους observing them in the act of foraging, Hdt.4.128 ; of soothsayers,ἐν ὠσὶ ν. καὶ φρεσίν.. χρηστηρίους ὄρνιθας A.Th.25
;ὦ πάντα νωμῶν, Τειρεσία S.OT 300
, cf. E.Ph. 1256 ;τὸ νωμᾶν καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν Pl.Cra. 411d
; so prob. in h.Cer. 373 ἀμφὶ ἕ νωμήσας peering round him.III [voice] Med., = νέμομαι, possess, occupy, χώραν, νῆσον, Supp.Epigr.2.511.56, al. (Crete, ii B. C.).—Poet. word, exc. in Hdt. and Pl.Il.cc. and in signf. III. -
68 οὖρος
οὖρος (A), ὁ,A fair wind,ἡμῖν δ' αὖ κατόπισθε νεὸς.. ἴκμενον οὖ. ἵει πλησίστιον Od.11.7
, cf. 15.292, Il.1.479, etc.;νηῦς.., ᾗ λιγὺς οὖ. ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357
;πέμψω δέ τοι οὖ. ὄπισθεν 5.167
; οὖ. ἀπήμονά τε λιαρόν τε ib. 268;πομπαῖος Pi.P.1.34
; πρύμνηθεν οὖ. E.Tr.20;πλευστικός Theoc.13.52
;Διὸς οὖρος Od.5.176
, etc. (rarely of a rough breeze or storm, Il.14.19, A.R.2.900); ἂψ δὲ θεοὶ οὖ. στρέψαν the gods changed the wind again to a fair one, Od.4.520: pl., ib. 360; later, ἀποπέμπειν κατ' οὖρον send down (i. e. with) the wind, speed on its way, Orac. ap. Hdt.4.163: so metaph., ἴτω κατ' οὖρον.. πᾶν τὸ Λαΐου γένος let it be swept before the wind to ruin, A.Th. 690;κατ' οὖρον.. αἴρονται φυγήν Id.Pers. 481
; ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον let them drift with wind and stream, S.Tr. 468;εὔθυνε δαίμονος οὖρον Pi.O.13.28
; οὖ. ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ let a fair wind be with her as she goes from my sight, i.e. let her go as quick as may be, S. Tr. 815; οὖρός [ἐστι] 'tis a fair time, Id.Ph. 855 (lyr.); γένοιτό ( ἐγένετό codd.) (lyr.); οὖ. ἐπέων, ὕμνων, Pi.O. 9.47 (cj. for οἶμον), N.6.29, P.4.3 [pron. full] [ῠ].—Rare in Prose, as X.HG2.3.31, Luc.Tox.7.------------------------------------οὖρος (B), ὁ,A watcher, guardian,οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσι Od.15.89
;Νέστωρ.., οὖ. Αχαιῶν Il.8.80
, 11.840, 15.370, Od.3.411; οὖ. Αἰακιδᾶν, of Achilles, Pi.I.8(7).60;νήσου A.R.4.1643
;βουκολίων Opp.C.1.375
; cf. ἐπίουρος, οὐρεύς. (I.-E. sorwos 'guardian', found also as second element in πυλωρός (πυλαουρός), θυρωρός, φρουρός (fr. προ-ὁρ (ϝ) ος) , οἰχῶρος ([etym.] οἰκουρός), etc., Avest. pasu(š)-haurva- 'cattle-guarding', epith. of a dog: cogn. with ἐρύω (B), q.v.: also with ὄρομαι ([etym.] ἐπί), cf. Avest. haurvaiti and haraiti 'watches'.)------------------------------------------------------------------------A urus, Bos primigenius, AP6.332 (Hadr.). -
69 πάγχυ
A wholly, entirely,μάλα π. Il.14.143
;π. μάλα 12.165
;π. λίην Od.4.825
; ἐπὶ π. λάθωνται, λαθέσθαι (where ἐπί belongs to the Verb), Il.10.99, Hes.Op. 264;π. δ' εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5
; π. δοκέειν or ἐλπίζειν think or hope fully that.., Hdt.1.31, 4.135, cf. Pi.P.2.82, Epich.99.3, Epic.Alex.Adesp.8.3, Eus. Mynd.Fr.63.— Rare in Trag., once in A., Th. 641 (trim.); also once in Ar., Ra. 1531 (hexam.): in late Prose, App.BC2.2, Syr.24. -
70 προχωρέω
A go or come forward, advance, πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my hand guides thee, S.Ph. 148 (anap.), etc.; of troops, Th.2.12,3.111, etc.; of excrement, to be voided, Arist.HA 594b22 (later [voice] Pass., Alex. Trall.9.3); οἶκος εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, Lat. vergens ad.., Luc. Hipp.7: of Time,τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος X.Cyr.8.7.1
, cf. Hdn.2.2.2, etc.;προὐχώρει ὁ πότος X.An.7.3.26
, cf. Luc.DMeretr.15.2: of Degree,προχωρεῖ καὶ οὐ μένει τό τε θερμότερον ἀεὶ καὶ τὸ ψυχρότερον ὡσαύτως Pl.Phlb. 24d
.2 of coin, pass current, Peripl.M.Rubr.47, S.E.M.1.178; of funds, to be allocated or expended,εἰς τὴν τῶν τειρώνων συντέλειαν IGRom.4.1763
([place name] Tira), cf. IG42(1).91.10 (iii A.D.), PSI4.285.4 (iv A.D.).3 to be imported, Peripl.M.Rubr.6, al.II metaph., of states, wars, enterprises, etc., proceed, freq. with some word denoting a good or bad issue,δόξας εὖ προχωρῆσαι δόμος E.Heracl. 486
(nisi leg. δρόμος); τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε Hdt.7.50
; ; οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις π. Id.3.81;αὐτῷ π. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο Id.1.74
;τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο X.HG5.2.1
, cf. 7.2.1, Cyr.2.3.16: abs., go on well, prosper, ; ἐπεί τέ σφι.. οὐ προεχώρεε [κάτοδος] Id.5.62;ἤν τινά γε προχωρῇ Hp.Fract.15
(v.l. προς-) ; τὸ ἔργον π. Th.8.68;τὰ πλείω αὐτοῖς προὐκεχωρήκει Id.4.73
, cf. 6.103; τὰ νῦν προχωρήσαντα your present successes, Id.4.18; of auguries and the like , τὰ διαβατήρια αὐτοῖς οὐ π. Id.5.54;ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ μᾶλλον προχωροίη ἡμῖν X.An.6.4.21
: rarely of ill success, turn out,παρὰ δόξαν αὐτοῖς π. τῶν πραγμάτων Plb.5.29.1
; τὸ δ' ἐς τοὐναντίον π. Luc.Alex.36.2 impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I have success, commonly with neg., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε when he could not succeed by craft, Hdt.1.205, cf. 84, Th.1.109, etc.; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο things did not succeed as.., Id.3.18: c.inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἴσον ἑκάστῳ ἔχοντι ἀπελθεῖν if it be not possible.., Id.4.59; ἐὰν τοῖς γεωργοῖς προχωρῇ πωλεῖν κτλ. PCair.Zen.723.8 (iii B.C.); ῥίψαντες, ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (sc. ῥῖψαι).. Arr.An.1.1.12; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ π. X.Cyr.1.2.4; ὁπόσα σοι προχωρεῖ as much as is convenient, ib.3.2.29, cf. An.1.9.13: abs. in part., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις ὥστε.. when things went on so well for them that.., Id.HG5.3.27.3 later, of persons, advance, ἐπὶ μέγα π. Luc. DMort.12.2; of excess, ἐς πᾶν τρυφῆς π. D.C.39.37, cf. 48.1;ἐς τοῦτο, ὥστε.. Id.73.3
;ἐς τοσοῦτον μανίας, ὡς.. Hdn.1.15.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχωρέω
-
71 σπουδάζω
A- άσομαι Pl. Euthphr.3e
, D.21.213, later- άσω Plb.3.5.8
, D.S.1.58, etc.: [tense] aor. , Pl.Phd. 114e: [tense] pf. , Pl.Phdr. 236b, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. v. supr.:—[voice] Pass., [tense] fut.σπουδασθήσομαι Ael. NA4.13
: [tense] aor.ἐσπουδάσθην Str.17.3.15
, Plu.Per.24: [tense] pf.ἐσπούδασμαι Pl.Ly. 219e
(v. infr.):I intr.,I to be busy, eager to do a thing, c. inf., S.OC 1143, E.Hec. 817, Pl.Euthd. 293a, etc.; σπούδασον ἐλθεῖν.. ταχέως make haste.., 2 Ep.Ti.4.9; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν wast eager to rule, E.IA 337 (troch.): c. part.,ἐσπ. διδάσκων X.Oec.9.1
: freq. σ. περί τινος or τι, Id.Mem.1.3.8, Pl.R. 330c, etc.;ὑπέρ τινος D.59.77
;εἰς τὰ σά Id.21.195
;πρός τι Id.22.76
;ἐπί τισι X.Mem.1.3.11
, cf. D.21.2: c. dat.,σ. γάμῳ Aristaenet.2.3
; σ. ὅπως.. endeavour that.., D.43.12, SIG312.10 (Samos, iv B.C.): abs., ἐσπουδακυῖα in haste, hurriedly, Ar.Th. 572; ἐσπουδακώς eagerly, Men.562.b c. acc. et inf.,σπουδάσαντες τοῦτ' αὐτοῖς παραγενέσθαι Pl.Alc.2.141d
, cf. 2 Ep.Pet.1.15, BGU1080.14 (iii A.D.), etc.2 of persons, σ. πρός τινα pay him serious attention, Pl.Grg. 510c, etc.;εἴς τινα AP9.422
(Apollonid.); σ. περί τινα to be anxious for his success, Isoc.1.10, X.Cyr.5.4.13, etc. (distd. fr. πρός τινα by Luc.Sol.10);περί τινος X.Lac.4.1
;ὑπὲρ τῶν οἰκετῶν Aeschin.1.17
;ὑπέρ τινος D.21.213
, etc.; σ. τινί be a partisan or backer of, Plu.Art.21, Arr.Epict.1.11.27, PGiss.71.6 (ii A.D.);ἀπό τινος Philostr.VS2.27.6
.3 to be serious or earnest, Ar.Ra. 813; opp. σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Id.Pl. 557; freq. in Pl., σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Grg. 481b, etc.; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε; did you take it seriously, that I..? Phdr. 236b; ; ἐσπουδάκατον they have worked hard, Ar.V. 694; μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ with a very grave face, X.Smp.2.17.II trans.,1 c. acc. rei, do anything hastily or earnestly, be earnest about, ;τὰς περὶ τὸ μανθάνειν ἡδονάς Pl.Phd. 114e
, etc.; opp. παρέργοις χρῆσθαι, Id.Euthd. 273d, cf. Ti. 21c;τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα X.Smp.8.17
;σ. τοῦτο, ὅπως.. Id.Eq.11.10
:—[voice] Pass., σπουδάζεταί τι is zealously pursued, πᾶν ὅ τι ς. E.Supp. 761;σ. ἀγών X.Lac.10.3
; χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης ς. Pl.R. 485e; ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι.. ἔλαθεν because it was not taken up seriously, Arist.Po. 1449b1; οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ' αὐτῶν is not much valued, Luc.Cont.11: esp. freq. in [tense] pf. part.,πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη Pl.Ly. 219e
; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα elaborately worked up, Id.Lg. 722e, cf. 659e; so τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά the choicest, X.Cyr.4.2.38; τὰ ἐσπ., of writing tablets, the best quality, Thphr.HP 3.9.7 (also κλίνας καὶ δίφρους καὶ τὰ ἄλλα τὰ σπουδαζόμενα ib.5.3.2); εἰ ταῦτ' ἐσπουδασμένα ἐν γράμμασιν ἐτέθη if those pains were seriously bestowed on letters, Pl.Ep. 344c;αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαί Arist.Rh. 1371a3
, cf. Pol. 1336a34.2 [voice] Pass., of persons, to be treated with respect, opp. καταφρονεῖσθαι, Id.Rh. 1380a26; to be courted, Str.17.3.15, Plu.Them.5, D.L.5.75; of women, Plu.Cim.4, Art.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδάζω
-
72 συμφορά
A bringing together, collecting,βελῶν Polem.Cyn.24
; conjunction,νούσων μυρίων τε καὶ κακῶν Aret. SD2.11
; comparison,τὰς ξ. τῶν βουλευμάτων S.OT44
(but in signf. 11.1, = τὰς συντυχίας καὶ ἀποβάσεις, acc. to Sch.):—pedantically for συμβολή, a contribution, Luc.Lex.6.II commonly (fromσυμφέρω A. 111.4
, and B. 111), event, circumstance, chance, hap,πᾶν ἐστι ἄνθρωπος συμφορή Hdt.1.32
; αἱ σ. τῶν ἀνθρώπων ἄρχουσι, καὶ οὐκὶ ὥνθρωποι τῶν ς. Id.7.49;συμφορὰς βίου A.Eu. 1020
(lyr.), cf. 897, Fr.96A;ἔν τε συμφοραῖς βίου S.OT33
; ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν in what a plight I am, Id.Tr. 1145;ὦ ξ. τάλαινα τῶν ἐμῶν κακῶν Ar.Ach. 1204
; ξυμφορᾶς τίνος κυρῆσαι; E. Ion 536 (troch.);πρὸς τὰς ξ. καὶ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Th.1.140
; αἱ ξ. τῶν πραγμάτων ibid.2 mishap, misfortune, Hippon.49.4, etc.; early writers freq. add an epith.,σ. ἄχαρις Hdt.1.41
, 7.190;οἰκτρά Pi.O.7.77
; ; : c. gen.,σ. πάθους A.Pers. 436
; κακοῦ ib. 1030 (lyr.): but the word came to be used alone in a bad sense, συμφορᾷ δεδαιγμένοι (or δεδαγμ-) Pi.P.8.87;ὑπὸ τῆς σ. ἐκπεπληγμένος Hdt.3.64
;συμφορῇ τοιῇδε κεχρημένος Id.1.42
, cf. Antipho 3.2.8; αἱ παροῦσαι ς. S. Ph. 885; ἐς ( ἐπὶ codd.) συμφορὴν ἐμπεσεῖν, of a hurt or a disease, Hdt.7.88; of defects of character,τριῶν τῶν μεγίστων ξ., ἀξυνεσίας ἢ μαλακίας ἢ ἀμελείας Th.1.122
; of overpowering passion, X.Cyr.6.1.37: euphem. for ἄγος, S.OT99; for ἀτιμία, And.1.86; for banishment, X.HG1.1.27, Isoc.5.58; offence, trespass, Pl.Lg. 854d, 934b; συμφορήν or μεγάλην σ. ποιεῖσθαί ([etym.] τι ) look upon or consider a thing as a great misfortune, Hdt.1.83, 4.79, 5.35, etc.; folld.by ὅτι, Id.1.216, etc.; σ. νομίζειν, κρίνειν, ἡγεῖσθαι, X.Ages.7.4, 11.9, Pl.Phd. 84e: prov.,πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς Simon.
(14) ap.Ar.Eq. 406; of a person, μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, i.e. ὡς ὄντα σ., S.Aj.68; τὸν ἄνθρωπον.. κοινὴν τῶν Ἑλλήνων ς. Aeschin.3.253;σ. τῆς πόλεως Din.1.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφορά
-
73 συναίρω
A , etc.; poet. [tense] aor. inf. συνᾰρέσθαι prob. cj. in Bion Fr.8.8 ( συνερᾶσθαι codd.): v. αἴρω, ἄρνυμαι: [tense] pf. inf. written συνῆρσθαι, BGU975.15 (i A.D.), PLips.27.15 (ii A.D.):— take up together, Arist.Pr. 945a39, Plu.2.659a; σ. λόγον μετά τινος cast up accounts.., Ev.Matt.18.23, PLond.1.131r. 194 (i A.D.), cf. PSI7.801.3 (ii A.D., [voice] Pass.), Ostr.Bodl. iii 336 (ii/iii A.D., [voice] Pass.): abs.,συναίρειν Ev.Matt.18.24
.2 = συνάγω, gather in a harvest,τὰ γενήματα TAM2.245.9
([place name] Lycia):— [voice] Pass., ὁ ἐπὶ τοῖς βαλανείοις συναιρόμενος ῥύπος collected, Dsc.1.30 (v.l. -αγόμενος).3 ὅπως συνάρωμεν διπλῆν εἰλαπίνην that we may celebrate together a double festival, BGU1080.9 (iii A.D.).4 τῷ Καίσαρι συναίρει espouses Caesar's cause, D.C.46.3 codd. (fort. - εται).II [voice] Med., take part in a thing, c. gen. rei, συνάρασθαι τοῦ πολέμου, τοῦ κινδύνου, Th.5.28, 4.10;σ. τισὶ τοῦ πολέμου D.H.6.3
: c. acc. rei, help in bearing or undertaking,ξυναίρεσθαι κίνδυνον Th.2.71
;τὰ πράγματα D.1.24
; also σ. Κύπριν engage in love with another, A.Pr. 650;φόνον τινί E.Or. 767
(troch.); σ. τὴν Χάριν τινός espoused his cause, D.C.45.15; συνάρασθαι εἰς τὸ αὐτό co-operate, X.Ath.2.2;μηδενὸς ὑμῶν μηδὲν συναραμένου D.Prooem.41
, cf. 33; σ. τινί with one, Plu.Galb.18, etc.;τινὶ ἐς ἀποικίαν Paus.3.1.7
;πρὸς οὐδὲν αὐτῷ συνήρατο D.C.37.49
; ἐπί τινα in attacking him, Plu.Comp.Dion. Brut.3; help, assist,ταῖς ἀναγωγαῖς τοῦ πύου Gal.11.683
, cf. 6.265; εἰς εὐτροφίαν τοῖς νεύροις ib.209.2 raise or use in helping,οὐ συναίρεται δόρυ E.Rh. 495
; πᾶν ὅ τι ἔχομεν σ. τῷ κάλλει enlist all we have in the service of beauty, Luc.Charid.12.3 τῶν σκελῶν ς. catch by both legs, trip up, Plu.Lys.15.III [voice] Med. in signf.1.1,σ. λογάριον PFay.109.6
(i A.D.), cf. POxy.113.27 (ii A.D.).IV [voice] Med., annul jointly with another,ἐφ' ᾧ συναρεῖταί μοι ἣν ἔχει ἡμῶν συνοικεσίου συγγραφήν PTeb.809.4
(ii B.C.), cf. PRein.31.8 (ii B.C.), BGU l.c. (i A.D.), PLips. l.c. (ii A.D.), CPR23.17 (ii A.D.):— [voice] Pass., PRein.8.7 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναίρω
-
74 φιλότιμος
φῐλότῑμ-ος, ον,A loving honour or distinction, ambitious, mostly in bad sense (cf. Pl.R. 347b, Arist.EN 1125b9), E.Ph. 567;τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φ. κακόν Id.IA 520
; joined with φιλοχρήματος, Pl.Phd. 68c; with φιλόνικος, Id.R. 551a, etc.; also in good sense,φ. καὶ ἐλευθέριος X.Mem.2.3.16
;φ. καὶ μεγαλόψυχοι Isoc.9.3
:—with abstr. Nouns (in both senses), (lyr.); ; (lyr.);αἱ φ. τῶν φύσεων X.Oec.13.9
;βίος Lys. 2.16
; ; φ. ἐπί τινι emulous in regard to, eager for distinction in.., ἐπὶ σοφία, ἐπ' ἀρετῇ, Id.Prt. 343c, Lg. 744e;περὶ τἀναγκαῖα φιλοτιμότατος Plb.9.20.6
;ἱππικὸν φιλοτιμότερον πρὸς ἀλλήλους περὶ ἀνδραγαθίας X.Eq.Mag.9.3
: c. inf., φιλοτιμότατοι καλόν τι ποιεῖν ib.2.2: c. acc. modi, τὰς ψυχὰς -ότεροι ib.7.3;- ότεροι τὰ ἤθη Arist.Rh. 1391a22
: τὸ φ., = φιλοτιμία, E.IA22 (dub. l., anap.), 342 (troch.), Th.2.44, Pl.Lg. 841c, etc.2 prodigal, lavish,λαμπρὸς καὶ φ. D.21.159
; munificent, generous, πρός τινα Aristeas 227· περὶ ξένους Plu.Crass.3
.3 φιλότιμος, title of an official member of a guild or corporation at Histria,γερουσίας φ.
Analele Acad.Române38.596
(pl.); so at Tomi,ὁ προστάτης καὶ δισφύλαρχος καὶ φ. Dacia1.273
.4 neut. pl., gifts, endowments,τὴν μὲν τοῖς ἑαυτῆς φ. κεκόσμηκεν Ἀφροδίτη Aristaenet.1.10
.II Adv.- μως
ambitiously, emulously,Lys.
16.18, Is.7.39; φ. πρός τινα ἔχειν to vie emulously with.., Pl.Chrm. 162c;πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.85
; φ. ἔχειν πρός τι to strive, exert oneself eagerly after a thing, X.Cyr.1.6.26, etc.;τὰ λοιπὰ συσπεύσας φ.
zealously,PCair.Zen.
62 (b) 8(iii B. C.);φ. πρὸς τοὺς λόγους διακεῖσθαι Isoc. 15.277
; with public spirit, generously, IG22.505.35, etc.: [comp] Comp.φιλοτιμότερον Lys.16.20
, PTeb.23.10 (ii B. C.); or- οτέρως Isoc.9.5
: [comp] Sup.- ότατα Plu.Caes.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλότιμος
-
75 ἀναβάλλω
A throw up,χοῦν ἐξ ὀρύγματος Th.4.90
, cf. X.Cyr.7.5.10, Ostr. 1399 (i A. D.); foss and dyke,X.
An.5.2.5.2 ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον put on horseback, mount him, Id.An. 4.4.4, Eq.6.12; of the horse, ἀ. τὸν ἀναβάτην unseat his rider, ib.8.7.3 ἀ. τὰ ὄμματα cast up one's eyes, so as to show the whites, Arist.Pr. 876a31;τὰ λευκά Alex.222.9
, Ctes.Fr.20.6 lift, remove a tumour, Antyll.(?)ap.Orib.45.17.6.7 [voice] Pass., to be lifted up, in prayer,εὔχονται σπλάγχνοισι κακῶς ἀναβαλλομένοισι Aristeas Epic.1
.II put back, put off,μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε.. ἄεθλον Od.19.584
(the only place in which Hom. uses the [voice] Act.); ἀ. τινά put off [with excuses], D.8.52;ἀ. τὰ πράγματα 4.14
; distract one's attention, Philostr.Im.2.24:—[voice] Pass., ἀνεβλήθη ἡ ἐκκλησία it was adjourned, Th.5.45; ὥστε.. εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας will be put off to the time of the sons, Isoc.11.25;ὑμεναίους οὐκ ἀναβαλλομένους Call.Aet.3.1.43
; cf. infr. B. 11.2 [tense] pf. part. [voice] Pass. ἀναβεβλημένος slow, measured,αὔλημα D.Chr.1.1
, cf. Hld.2.8: so in Adv.- μένως
slowly,D.H.
Dem.54.b of style, diffuse,τὸ ὕπτιον καὶ ἀ. Hermog.Id.2.11
; λέξις ἀ., opp. συνεστραμμένη, Aristid. Rh.2p.540S.B more freq. in [voice] Med., strike up, begin to play or sing (cf.ἀναβολή 11
),ἀναβάλλετο καλὸν ἀείδειν Od.1.155
, 8.266, Theoc.6.20: abs.,ἀναβάλεο Pi.N.7.77
; : c. acc.,εὐχὴν ἀ. τῷ Ἔρωτι Philostr.Im.1.29
.II put off, delay a thing in which oneself is concerned (v. supr.11),μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Il.2.436
, cf. Hes. Op. 410, Pi.O.1.80, N.9.29, Hdt.3.85;τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ' ἀναβαλοῦ Ar.Nu. 1139
; ; εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν] to adjourn till the morrow, D.21.84, cf. Pl.Mx. 234b;ἀ. τινας Act.Ap.24.22
: abs., defer payment, Isoc.3.33: c. [tense] fut. inf.,ἀ. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Hdt.6.86
.β; ἀ. ἐς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι 5.49
;ἀ. ποιήσειν τὰ δέοντα D.3.9
: c. [tense] aor. inf.,ἀ. ὑποκρίνασθαι Hdt.9.8
; .III throw one's cloak up or back, throw it over the shoulder, so as to let it hang in folds,ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ar.V. 1132
: so also ἀναβάλλεσθαι alone, Id.Ec.97;ἀ. ἐπιδέξια Pl. Tht. 175e
, cf. Ar.Av. 1568; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον with one's cloak thrown up or back, D.19.251;ἀναβεβλ. ἄνω τοῦ γόνατος Thphr. Char.4.4
; cf.ἀναβολή 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβάλλω
-
76 ἀνάκειμαι
A to be laid up as a votive offering in the temple, to be dedicated,κρητῆρές οἱ.. ἓξ χρύσεοι ἀνακέαται Hdt.1.14
;ἀ. ἐν ἱρῷ Id.2.135
;πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.10.28
: metaph.,αἶνος Ὀλυμπιονίκαις ἄγκειται Pi.O.11(10).8
, cf.13.36; λόγος τῷ θεῷ ἀ, Pl.Smp. 197e; .b to be set up as a statue in public,Σόλων ἀνάκειται παράδειγμα D.19.251
, cf. IG14.1389i8;χρύσεοί κ' ἀνεκείμεθα Theoc.10.33
, cf. Lycurg. 51.2 to be ascribed or offered,αἱ πράξεις ἀ. τινι Plu.Lyc.1
;ἡ ἡγεμονία ἀ. τινι Id.Arist.15
;ἐς τοὺς ἀστέρας τοὺς ἑπτὰ.. τὰς ἡμέρας ἀνακεῖσθαι D.C.37.18
, cf. Polem.Cyn.15.II πᾶν or πάντα ἀνάκειται ἔς τινα everything is referred to a person, depends on his will, Hdt.1.97, 3.31: so c. dat. pers., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς ναῦς since they had their whole fortunes depending on their ships, Th.7.71;ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ' ἀνάκειται Ar.Av. 638
;ἅπαντα.. ἐπὶ τῇ τύχῃ μᾶλλον ἀ. ἢ τῇ προνοίᾳ Antipho 5.6
; of persons,σοὶ ἀνακείμεσθα E.Ba. 934
; εἰς θάνατον ἦν ἀνακείμενα τοῖς ἀλογήσασι the death penalty was reserved for.., J.AJ17.6.5; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάκειμαι
-
77 ἐπιδίδωμι
A give besides,τινί τι Il.23.559
, Hdt.2.121.δ',al., E.Med. 186 (anap.), Ba. 1128, etc.: abs., Hes.Op. 396, etc.b. of a physician, administer,ὅσων τῷ κάμνοντι δεῖ Ph.1.253
; give afterwards, τροφὴνπροδόντες ἐπιδιδόασι τὸν ἐλλέβορον Dsc.4.148
.2. give in dowry, ὅσσ'οὔ πώ τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί Il.9.148
, cf. Lys.16.10, Pl.Lg. 944a ([voice] Pass.), X.Cyr.8.5.19.b. esp. contribute as a `benevolence', for the purpose of supplying state necessities, opp. εἰσφέρειν (which was compulsory), Is.5.37; ἐκ τῶν ἰδίων ἐ. Din.1.80;τριήρη ἐπέδωκεν D.21.160
;ἐπέδωκα τὰ χρήματα Id.18.113
;τὸ κοινὸν ἐπέδωκε τῷ θεῷ SIG 489.9
(Delph., iii B.C.); but also,c. offer money as a bribe or consideration, X.Ath.3.3.3. give freely, bestow, Th.4.11, Ar. Pax 333;ὑμῖν τῶν ἑαυτοῦ τι Lys.30.26
;ἐ. τοῦ ἑαυτοῦ μέρους X.Cyr.1.5.1
; τὸνἑαυτοῦ [ζῆλον] εἰς τὴν φιλοδοξίαν Inscr.Prien.114.12
(i B.C.).4. ἐπιδιδόναι ἑαυτόν give oneself up, devote oneself, τινί to one, Ar.Th. 213, cf. Luc.Peregr.13; (Olbia, iii B.C.), cf. Hdn. 3.4.1; εἰς πᾶν τό σοι χρήσιμον ἐμαυτὸν ἐ. UPZ62.9 (ii B.C.); also (sc. ἑαυτὸν)ἐπιδιδόναι εἰς τρυφήν Ath.12.525e
; ;ἐ. ἑαυτὸν τῇ πνεούσῃ Luc.Herm.28
: abs., ἐπιδόντες ἐφερόμεθα ran before the wind, Act.Ap.27.15.5. give into another's hands, deliver,ἐπιστολήν τινι D.S.14.47
(dub.l.), Act.Ap.15.30;χρηματισμόν LXX 2 Ma.11.17
;γραμματεῖον Luc.Peregr.16
: abs., of petitions, freq. in Pap., BGU45, etc.; of reports or returns, POxy.255.16 (i A.D.), etc.:—[voice] Pass., OGI515.37 (Mylasa, iii A.D.), Just.Nov.53.3.1.II. [voice] Med., take as one's witness, θεοὺς ἐπιδώμεθα ` give each other our gods', Il.22.254:—in Il.10.463, Aristarch. read σὲ γὰρ πρώτην.. ἐπιδωσόμεθ', perh. in the same sense, though Apollon. and Scholl. explain it by δώροις τιμήσομεν: cf. περιδίδωμι.III. in Prose, freq. intr., increase, advance,ἐς ὕψος Hdt.2.13
;καθ' ἡμέραν ἐς τὸ ἀγριώτερον Th.6.60
;ἐς τὸ μισεῖσθαι Id.8.83
; ἐπὶ τὸ μεῖζον ib.24;ἐπὶ τὸ βέλτιον Hp.Aph.1.3
, Pl.Prt. 318a; εἰς ὄγκον πρὸς ἀρετήν increase in virtue Id.Lg. 913b;πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.3.32
: and abs., grow, Pl.Euthd. 271b; advance, improve, Th.6.72, 7.8; βελτίων ἔσται καὶ ἐ. Pl.Prt. 318c, cf. Cra. 41ce, Tht. 146b, 150d, Isoc.9.68, etc.; ἐ. πάμπολυ [ἡ μάχη] waxes great, Pl.Tht. 179d.2. = ἐνδίδωμι v, give in, give way,ἐ. ἐπίδοσιν τοῖσι ἕλκουσι Hp.Art.72
, cf. Gal.6.5, Sor.1.103.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδίδωμι
-
78 ἐπιτρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.Cyn.9.6
, D.17.19 : [tense] aor. 2- έδρᾰμον Il. 4.524
, al. (rarely [tense] aor. I- έθρεξα 13.409
): [tense] pf.- δεδράμηκα X.Oec.15.6
; poet.- δέδρομα Od.
, etc. (v. infr. 11.2):—[voice] Pass., [tense] pf.- δεδράμημαι X.Oec.15.1
: —run upon or at, mostly for the purpose of attack, abs.,ὁ δ' ἐπέδραμεν Il.4.524
, cf. 18.527 ; of dogs,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od.14.30
; make an assault upon,τινί Th.4.32
, X.Cyn.9.6,ἐπί τινα Id.HG5.4.51
.b approach, εἰς ἃς (sc. μοίρας)ἐπιτρέχει ἡ Σελήνη, τούτοις συνάπτει Serapio
in Cat.Cod.Astr.8(4).228.2 run after, be eager or greedy,οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Hdt.3.135
; in haste,Pl.
Lg. 799c ; : c. dat., to be greedy for, App.Pun.94.II run over a space, τόσσον ἐπεδραμέτην, of horses, Il.23.433, cf. 418, 447 ; run over or graze the surface, : c. dat.,ἀσταχύεσσιν Call.Aet.3.1.46
.2 to be spread over,λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od.6.45
;κακὴ δ' ἐπιδέδρομεν ἀχλύς 20.357
: c. dat.,τῷ..ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp.82.3
(hex.);ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος A.R.2.670
;οἱ ἔρευθος ἐπιτρέχει Arat.834
, cf. Opp.C.3.94;ἐξανθήματα ἐ. τοῖς σώμασιν Plu.2.671a
; ὄρεσι..ἀφ' ἡλίου μορφαὶ ἐ. ib.934f ;σημείων τῷ νεκρῷ μοχθηρῶν ἐπιδραμ. Id.TG13
, etc.: c. acc., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ when the billow runs over the darkness of the deep, S. Ant. 588(lyr.); τὴν χώραν, of lava, Arist. Mir. 840a5;ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη A.R.1.645
; Πώμην ἐπέδραμε λόγος c. acc. et inf., Plu.Aem. 25.3 of a musician, run over, play upon,ἐ. καλάμους χείλεσι Longus 1.24
;τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr.3.12
;τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath.4.139e
.4 overrun, as an army does a country,ἐ. πεδίον πᾶν Hdt.1.161
;τὰς κώμας πάσας Id.8.23
; τὴν χώρην πᾶσαν ib. 32 ;τὰ ἔξω Th.4.104
.5 run over, treat lightly or summarily of, X.Oec.25.1 ([voice] Pass.) ; τῷ λόγῳ ib.6 ;εὐπόρως ἐ. περί τινος Isoc.Ep.9.6
;μικρὰ περὶ αὐτῶν D.17.19
;τὰς ἀπορίας ἐ. Arist.Pol. 1286a7
;Ἡροδότου.. ἡ λέξις..ῥᾳδίως ἐπιτρέχουσα τοῖς πράγμασιν Plu.2.854e
; ἐ. διὰ βραχυτάτων ib.119e ;τὸ ἐπιτρέχον σχῆμα Hermog.Id.1.11
.6 of a country, spread, extend,ἐπὶ.. D.P.809
; μέσην ἐ. νῆσον ib. 1092.III run close after,ἅρματα..ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέδραμον Il.23.504
; ἐ. τὰ ἴχνη, of hounds, X.Cyn.3.6 : c. dat., follow, Arat.316 ; ἐ. τοῖς θήλεσιν, of the male, Plu.2.965e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτρέχω
-
79 ἐρύω
ἐρύω (A), Il.4.467, al., [dialect] Ion. [full] εἰρύω, [dialect] Dor. [full] ϝερύω (v. infr.): [dialect] Ep. inf. εἰρύμεναι [pron. full] [ῠ] Hes.Op. 818: [tense] impf.Aεἴρυον Mosch.2.14
,ἔρυον Il.12.258
,ἐρύεσκον Nonn.D.43.50
: [tense] fut.ἐρύω Il.11.454
, al.,ἐρύσω Opp.H.5.375
; [dialect] Ep.ἐρύσσω Orph.L.35
, Nonn.D.17.183 : [tense] aor.εἴρῠσα Od.2.389
, Hdt. 2.136 (in Hdt. εἴρυσα takes the place of εἵλκυσα),ἔρῠσα Il.5.573
;εἴρυσσα 3.373
, Od.8.85 ; lengthd. ἐρύσασκε ([etym.] ἐξ-) Il.10.490; imper. (hex.), [dialect] Dor. ϝερυσάτω (dub. sens.) BCH50.15 (Delphi, iv B.C.); subj.ἐρύσω Il.17.230
,εἰρύσω Hp.Morb.2.8
, etc.; [ per.] 2sg.ἐρύσσῃς Il.5.110
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. ἐρύσσομεν (for - ωμεν) 14.76, 17.635 ; opt.ἐρύσαιμι 8.21
, εἰρύσαιμι Timo 59 ; inf. ἐρύσαι, ἐρύσσαι, Il.17.419, 8.23,εἰρύσαι Hp. Morb.1.29
, ([etym.] δι-, ἐξ-) Hdt.7.24, 1.141 ; part.ἐρύσας Il.23.21
,ἐρύσαις Pi. N.7.67
,εἰρύσας Hdt.4.10
,ἐρύσσας A.R.3.913
.—[dialect] Ion., [dialect] Dor., and poet. Verb:—drag, draw, implying force or violence, νῆα..εἰς ἅλα, ἅλαδε, ἤπειρόνδε, Il.1.141, Od.2.389, 10.423 ; ἐπ' ἠπείροιο on land, 16.325, 359 ; [δόρυ] ἐ. ἐπ' ἄκρης, of the Trojan horse, 8.508 ; freq. of the dead, νεκρόν, νεκροὺς ἐ., of the friends, drag them away, rescue them, Il.5.573, 16.781 ; of the enemy, drag them off for plunder, ransom, etc., 4.467, al.; τρὶς ἐρύσας περὶ σῆμα (sc. Ἕκτορα) 24.16 ; of dogs and birds of prey, drag and tear,οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι 11.454
, etc.; drag away, carry off violently, Od.9.99: c. gen. partit.,διὰ δώματ' ἐ...ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός 17.479
; ἐ. τινὰ κουρίξ by the hair, 22.187 ; also, pull down, tear away,κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον Il.12.258
, cf. 14.35.2 simply, draw, pull,δόρυ ἐξ ὠτειλῆς 16.863
;φάρμακον ἐκ γαίης Od.10.303
;ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Ζῆν' Il.8.21
;κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176
; φᾶρος..κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε drew it over his head, 8.85 ; ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος pulling or plucking him by.., Il. 22.493 ; νευρὴν ἐπὶ τῷ ἐ. drawing the bowstring at him, 15.464 ;ἐ. τόξον Hdt.3.30
,4.10; εἴρυσον ἔγχος draw thy sword, S.Tr. 1033 (hex.); attract, absorb, [ ὑγρόν] Hp.Loc.Hom.14 : c. gen. partit.,τῆς χολῆς Id.Morb.1.29
; ἐπί τινι κλῆρον ἐ. draw lots for.., Call.Jov.62 ; ἐκ ποδὸς ἐ. to put aside, Pi.N.7.67 ; ὅππῃ ἐμὸν νόον εἰρύσαιμι Timol.c.; also πλίνθους εἰρύσαι make bricks, Hdt.2.136. (B) [voice] Med. [full] ἐρύομαι, [dialect] Ion. [full] εἰρύομαι [pron. full] [ῠ], [tense] fut. inf.Aἐρύεσθαι Il.14.422
, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : [tense] aor. 1εἰρύσσατο 22.306
,ἐρύσαντο 1.466
, etc.; subj.ἐρύσωμαι A.R.1.1204
; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456, 298 ; inf.ἐρύσασθαι 22.351
; part.ἐρυσσάμενος 1.190
, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ. Od.8.504
; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ;ἄορ ἐκ κολεοῖο Theoc.22.191
;δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od.10.165
; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ;βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων Theoc.25.273
; simply, wrench,ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται A.R.1.1204
.2 of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).II draw out of the press,ἐρύσασθαί τινα μάχης Il.5.456
; esp. of friends dragging away the body of a slain hero,οὐδέ κε..ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18.152
; of enemies, 14.422, 17.161 : c. dat., in spite of, from, 5.298, 17.104. (C) [voice] Pass., [tense] pf. εἴρῡμαι, [tense] plpf. [ per.] 3pl.Aεἰρύατο [ῡ Il.14.30
, al., [pron. full] ῠ 4.248], εἴρυντο (v. infr.): [tense] aor. ἐρύσθην or εἰρ-, Hp.Epid.5.47, Mul.1.36:—to be drawn ashore, drawn up in line, of ships,εἴρυντο νέες ταχὺν ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.69
; , cf.4.248.2 to be drawn, attracted, of moisture, Hp.l.c.; to be contracted, ἐς τοὔπισθεν ἐρυσθείς, of tetanic convulsions, Id.Epid.5.47 ; τὴν γνάθον ἐρυσθεῖσα ib.4.36. (ϝερῠ-, ϝρῡ-, cf. ῥῡ-τήρ ([etym.] βρύτηρ), ῥῦ-μα, ῥῡ-μός.)------------------------------------ἐρύω (B), only in [voice] Med. [full] ἐρύομαι, redupl. non-thematic [tense] pres. [ per.] 3pl. εἰρύαται [pron. full] [ῠ] Il.1.239, h.Cer. 152, [pron. full] [ῡ]Od.16.463 ; inf.Aεἴρυσθαι 3.268
, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); [tense] impf.εἴρῡτο Il.16.542
, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc. 138,εἴρυντο Il.12.454
, εἰρύατο [pron. full] [ῠ] 22.303 : from unredupl. stem [pref] ῥῡ- ( srū-]), non-thematic [ per.] 3pl. [tense] impf. ῥύατ' [pron. full] [ῡ] 18.515, Od.17.201, inf.ῥῦσθαι Il.15.141
, iterat.ῥύσκευ 24.730
: thematic [tense] pres. [full] ῥύομαι [pron. full] [ῠ] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259, 417, Hes.Sc. 105 ; with ῡ, ῥύομ' Il.15.257
,ῥύοιτο 12.8
,ῥύοισθε 17.224
; [tense] impf. ῥύετ' [pron. full] [ῡ] 16.799 : [pron. full] ῡ in Trag. (E.HF 197, al., also A.Eleg.3), but [pron. full] ῠ in Id.Th. 303 (lyr.), 824 (anap.): thematic [tense] impf. ἐρύετο [pron. full] [ῡ] Il.6.403 ; non-thematicἔρῡτο 4.138
, 5.23, al.,ἔρῡσο 22.507
( ἔρῡτο as [tense] aor. 2 S.OT 1351 (lyr.)): [tense] pres. inf.ἔρυσθαι Od.5.484
,9.194, al.; later [tense] pres. ind.ἔρῡται A.R.2.1208
: [tense] fut.ἐρύσσεται Il.10.44
, ἐρύεσθαι [pron. full] [ῠ] 20.195, ῥύσομαι [pron. full] [ῡ] Hes.Th. 662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); [ per.] 3pl. : [tense] aor. I εἰρῠσάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [pron. full] [ῠ] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [pron. full] [ῡ] Od.1.6, al., ἐρύσατο [pron. full] [ῡ] Il.5.344, al., once withῥῠ, ῥῠσάμην 15.29
: from the redupl.[tense] pres. εἴρῡμαι are formed [tense] fut. ind. [ per.] 3pl.εἰρύσσονται 18.276
, I pl.εἰρῠόμεσθα 21.588
: [tense] aor. I inf.εἰρύσσασθαι 1.216
; opt.εἰρυσσαίμην 8.143
, 17.327, Od.16.459:—later [voice] Pass., [tense] aor.ἐρρύσθην Ev.Luc.1.74
, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρῠτο and ἐρυσσάμενοι as [voice] Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [πήληξ] κάρη ῥύετ' Ἀχιλλῆος Il.16.799
; [κυνέη] εἴρυτο κάρη Hes.Sc. 138
;ῥύεται δὲ κάρη Il.10.259
, etc.;μίτρης..ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο 4.138
, cf. 23.819 ;ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ'..εἰρύσσονται 18.276
, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ;οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ 6.403
, cf. 22.507, 24.499 ;οἵ με πάρος γε εἰρύατο 22.303
;ὅς σε πάρος περ ῥύομ' 15.257
, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp. 509 ;Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Il.16.542
; ; [ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο 15.274
; of warders or watchmen, 10.417 ;σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od.14.107
; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ;εἴρυσθαι μέγα δῶμα 23.151
; ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib. 229;ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν 3.268
; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ' αὖτ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, ;ἔπος εἰρύσσασθαι 1.216
.2 without any notion of defence, merely cover,ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός Od.6.129
;φύλλων χύσις ἤλ θα πολλὴ ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι 5.484
.3 c. acc. rei, keep off, ward off, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν by no augury could he ward off black death, Il.2.859 ; ἡ δ' (sc. ἀσπὶς)οὐκ ἔγχος ἔρυτο 5.538
, 17.518, Od.24.524 ;ἀλλὰ πάροιθεν εἰρύσατο ζωστήρ Il.4.186
.4 thwart, check, curb, much like ἐρύκω,Διὸς νόον εἰρύσσαιτο 8.143
; ;Ἠῶ ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ Od.23.244
;νῆά τ' ἔρυσθαι A.R.3.607
; so prob. in Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί νιν ῥύοντό ποτε ( thwarted him)μάχας..ἔργον..κορύσσοντα Pi.I.8(7).57
; νόστον ἐρυσσάμενοι having been balked of their return ([voice] Med. in pass. sense, cf. ἐστεφανώσατο, κατασχόμενος), Id.N.9.23 (v.l. ἐρεις-):—[voice] Pass.,ἡ δ' ἔρῠτ' εἰν Ἀρίμοισι Hes.Th. 304
.5 rescue, save, deliver (not in [dialect] Att. Prose exc. Th.5.63);μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.5.344
, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ;Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο 13.555
;βουλῆς..ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους 10.44
; ;ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279
;ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσεν Il.15.290
; ;πατρίδα ῥυομένους Id.Eleg.3
;ῥύου με κἀκφύλασσε S.OC 285
, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep.,οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12.107
;Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ' ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν Il.17.645
, cf. 224 ;ἐκ..πόνων ἐρρύσατο Pi.P.12.19
;ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ Hdt.1.87
;ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ' ἐμὴν ῥυσώμεθ' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων E.Or. 1563
: (lyr.);ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Ev.Matt.6.13
: c. gen.,ῥ. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.1.86
;κακῶν μυρίων E.Alc. 770
; (lyr.);πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ar. Lys. 342
: c. inf.,ῥ. τινὰ θανεῖν E.Alc.11
;τινα μὴ κατθανεῖν Id.HF 197
, cf. Or. 599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.6 set free, redeem, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην I set him free from thence, Il.15.29 ;ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49
,9.90; δουλοσύνης ib. 76 ;μάντιν Ἠλεῖον..ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο Id.3.132
; butχρυσῷ ἐρύσασθαι Il.22.351
seems to come from ([etym.] ϝ) ερύω (v. ἐρύω (A) B.1.2).b metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.);ῥ. καμάτους Epigr.Gr.853.6
:—double sense in S.OT 312, 313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ' ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). ( ἐρῠ- ῥῡ- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.) -
80 ἡγέομαι
Aἁγώμενος Hymn.Curet.4
), [tense] impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., [dialect] Ion.- εύμην Hdt.2.115
,ἡγέοντο Id.9.15
: [tense] fut.ἡγήσομαι Il.14.374
, etc.: [tense] aor. 1ἡγησάμην Od.14.48
, etc.: [tense] aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): [tense] pf.ἥγημαι Hdt.1.126
, 2.115,ἅγημαι Pi.P.4.248
:—go before, lead the way,ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125
;ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300
, etc.;πρόσθεν δὲ.. Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96
;ἡγοῦ πάροιθε E. Ph. 834
;ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65
;ἐς τεῖχος Il.20.144
;κλισίηνδε Od.14
. 48, cf. Hdt.2.93, etc.;ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5
: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al.b c. dat. pers.,Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101
;ἐκ Δουλιχίου.. ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397
; ;ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2
.c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263;ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15
.d c. acc. loci, ἥ οἱ.. πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82;ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp. 501
.e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23.f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr. 241, Phlp. in GC195.13, in Ph.496.14.g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47.2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing,θεῖος ἀοιδὸς.. ἡμῖν ἡγείσθω.. ὀρχηθμοῖο Od.23.134
; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d;ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg. 730c
;ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1
, cf. Call.Del. 313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25;φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men. 97c
;ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15
: also,τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd. 281a
.3 c. dat. rei, to be leader in.., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.4 c. acc. rei, lead, conduct,ἡ. τὰς πομπάς D.21.174
; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; : with adverbial acc.,ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99
.5 part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA 713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Id.Fr.74.II lead, command in war, c. dat.,νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169
, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687;ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211
;ἡ. Μῄοσιν 2.864
; ;ἑτέροις Lys. 31.17
, cf. X.An.5.2.6;ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180
: also generally,πόλει E.Fr.282.24
; but usu. c. gen.,Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ'.. ἐπικούρων Il.12.101
;ἡγήσατο λαῶν 15.311
, cf. 2.567, al.;ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10
; : abs., to be in command, Id.16.21, etc.2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148;οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1
: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, S. Ph. 386, cf. A.Ag. 1363;ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς
leading men,Act.Ap.
15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al.3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president,συνόδου PGrenf.2.67.3
(iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.);ἱερέων PLond. 2.281.2
(i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).b of Roman governors, ἡ. ἔθνους,= Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.);ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44
.c of subordinate officials,ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19
(i A.D.);κώμης PRyl.125.3
(i A.D.).III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in [tense] pf. ἥγημαι, [ per.] 3pl. ἡγέαται), etc.;ἡ. τι εἶναι Id.1.126
, al.;ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν.. πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC 278
, cf. Th.2.89, Ar.Nu. 1020 (lyr.), etc.2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; ; , cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph. 1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ.. τὰ ψευδῆ λέγειν; ib. 108, cf. Ant. 1167;τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10
;περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115
;περὶ πλείονος Isoc.19.10
;περὶ πλείστου Th.2.89
;περὶ οὐδενός Lys.7.26
; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., .3 esp. of belief in gods,τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40
, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec. 800, Ba. 1326;δαίμονας ἡ. Pl.Ap. 27d
.4 ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ .. Th.2.42 (s.v.l.);ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114
(ii A.D.);ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt. 346b
.IV [tense] pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον being led, Hdt.3.14 ( ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. ( sāg-, cf. Lat. praesagio.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγέομαι
См. также в других словарях:
επίπαν — ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM) επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.) 2.… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
CEDERE — viâ honoris genus, vide infra Via At Cedere bene ac feliciter, apud Arnobium, adv. Gentes, l. 3. Graecis εὐροεῖν et ε῟ν πλεῖν. quibus etiam res dicitur ὁδῷ βαδίζειν, quae ad finem suum, nullis impedimentis tardata perducitur. Plut. Pyrrho, καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia