Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φιλοτιμότερον

См. также в других словарях:

  • φιλοτιμότερον — φιλοτῑμότερον , φιλότιμος loving honour adverbial comp φιλοτῑμότερον , φιλότιμος loving honour masc acc comp sg φιλοτῑμότερον , φιλότιμος loving honour neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναποπνέω — ἐναποπνέω (Α) 1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.) 2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»