Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰκτρά

См. также в других словарях:

  • οἰκτρά — οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρᾷ — οἰκτρός pitiable fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκτρ' — οἰκτρά , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκτρέ , οἰκτρός pitiable masc voc sg οἰκτραί , οἰκτρός pitiable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκτρ' — οἰκτρά , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκτρέ , οἰκτρός pitiable masc voc sg οἰκτραί , οἰκτρός pitiable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτρᾶι — οἰκτρᾷ , οἰκτρός pitiable fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτράν — οἰκτρά̱ν , οἰκτρός pitiable fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτράς — οἰκτρά̱ς , οἰκτρός pitiable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ …   Dictionary of Greek

  • δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • λυγρός — λυγρός, ά, όν (Α) 1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.) β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»