Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔρῡτο

См. также в других словарях:

  • ἔρυτο — ἔρῡτο , ῥύομαι se sru aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • Εχίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πέντε χαλύβδινους άνδρες, οι οποίοι βγήκαν από τη Γη όταν o Κάδμος, σύμφωνα με τη συμβουλή της Αθηνάς, σκόρπισε τα δόντια του δράκοντα που είχε σκοτώσει. Οι άνδρες αυτοί βοήθησαν στο χτίσιμο της Θήβας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»