Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱερέων

См. также в других словарях:

  • ἱερεῶν — ἱέρεια a priestess fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱερέων — Ἱέρη fem gen pl (epic ionic) Ἱερή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερέων — ἱερά serpent fem gen pl (epic ionic) ἱεραί filled with fem gen pl (epic ionic) ἱερεύς priest masc gen pl ἱερέω̆ν , ἱερεύς priest masc gen pl ἱερή fem gen pl (epic ionic) ἱερός filled with masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπαδοκυνήγι — Καταδίωξη ή διωγμός ιερέων. Ο όρος καθιερώθηκε στην Κρήτη, στα χρόνια της ενετοκρατίας, εξαιτίας διατάγματος του αρμοστή Μαρίνου Γριμάνη, που απαγόρευε σε διάφορους οικισμούς να έχουν πολλούς ιερείς, σε μερικούς μάλιστα καταργήθηκαν τελείως οι… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • ЕЛЕВФЕРИЙ — сщмч. (пам. 15 дек., пам. зап. 18 апр.), еп. Иллирийский (?). Пострадал в Риме при имп. Адриане (117 138) вместе с матерью Анфией (Еванфией) и префектом Коривом. Литературная традиция Мученичества Е. Греч. оригинал текста Мученичества Е. дошел до …   Православная энциклопедия

  • ИЕРЕЕВ МОНАСТЫРЬ — Монастырь Иереев во имя свт. Николая Чудотворца Монастырь Иереев во имя свт. Николая Чудотворца (Агия Мони; греч. Μονὴ τῶν ῾Ιερέων, ῾Αϒία Μονή), во имя свт. Николая Чудотворца, муж., действующий, принадлежит Пафосской митрополии Кипрской… …   Православная энциклопедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάβυζος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης ευγενής (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την οικογένεια των Αχαιμενιδών. Συμμετείχε σε συνωμοσία εναντίον του Ψευδοσμέρδιου, σφετεριστή του περσικού θρόνου, αλλά τελικά στον θρόνο ανέβηκε ο Δαρείος A’ o Υστάσπους …   Dictionary of Greek

  • εφημερία — η (Α ἐφημερία) νεοελλ. 1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό 3. η ενορία τού ιερέα, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»