-
1 περιηγέομαι
A lead round, π. τὸ ὄρος τοῖσι Πέρσῃσι show them the way round the mountain, Hdt.7.214 : abs., IG9(1).689(Corc.), Delph.3(1).362i16.2 abs., explain, describe, Luc.Cont.1, D Mort.20.1.3 [voice] Pass., to be made to revolve, Philol.[21].II draw in outline, describe in general terms, συμπληροῦν τὸ περιηγηθέν (used in pass. sense), Pl.Lg. 770b.— [voice] Act. only περιήγει· ἐζωγράφει, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγέομαι
-
2 περιήγημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιήγημα
-
3 περιηγηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγηματικός
-
4 περιήγησις
II geographical description,ἡ π. τῆς χώρας Str.9.2.6
;οἱ τὰς π. καὶ τοὺς περίπλους ποιησάμενοι Ath.7.278d
;π. γῆς γράφειν Aristid. Or.26(14).102
, cf. Porph.Antr.2 (pl.); τῆς οἰκουμένης π., title of poem by Dionysius of Alexandria; π. Συρακουσῶν, title of work by Crito, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιήγησις
-
5 περιηγής
περιηγ-ής, ές,A lying in a circle, of the Cyclades lying round Delos, Call.Del. 198; κωμῆται π. round about, neighbouring, Id.Fr. 66b.2 of the arms, tied behind one, APl.4.195 (Satyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγής
-
6 περιηγητής
A one who guides strangers, cicerone,π. καὶ ἀρχιατρός IG4.723
([place name] Hermione), cf.3.1335, Plu.2.675e, Luc.VH2.31; at Delphi, Plu.2.395a (pl.), etc.; ὁ π. τῆς εἰκόνος the man who explains it, Luc.Cal.5.II author of geographical descriptions, as Dionysius ὁ περιηγητής; also of Polemo, Ath.5.210a, cf. Plu. Them. 32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγητής
-
7 περιηγητικός
A of or befitting a περιηγητής, traditional,ἡ κοινὴ καὶ π. δόξα Id.2.386b
; descriptive, βιβλία π. guide-books, ib.724d; τὸ τῆς Παρθίας π. the handbook of Parthia by Isidorus of Charax, Ath. 3.93e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγητικός
-
8 περιηγητός
περιηγ-ητός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγητός
-
9 ἡγέομαι
Aἁγώμενος Hymn.Curet.4
), [tense] impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., [dialect] Ion.- εύμην Hdt.2.115
,ἡγέοντο Id.9.15
: [tense] fut.ἡγήσομαι Il.14.374
, etc.: [tense] aor. 1ἡγησάμην Od.14.48
, etc.: [tense] aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): [tense] pf.ἥγημαι Hdt.1.126
, 2.115,ἅγημαι Pi.P.4.248
:—go before, lead the way,ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125
;ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300
, etc.;πρόσθεν δὲ.. Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96
;ἡγοῦ πάροιθε E. Ph. 834
;ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65
;ἐς τεῖχος Il.20.144
;κλισίηνδε Od.14
. 48, cf. Hdt.2.93, etc.;ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5
: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al.b c. dat. pers.,Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101
;ἐκ Δουλιχίου.. ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397
; ;ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2
.c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263;ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15
.d c. acc. loci, ἥ οἱ.. πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82;ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp. 501
.e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23.f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr. 241, Phlp. in GC195.13, in Ph.496.14.g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47.2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing,θεῖος ἀοιδὸς.. ἡμῖν ἡγείσθω.. ὀρχηθμοῖο Od.23.134
; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d;ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg. 730c
;ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1
, cf. Call.Del. 313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25;φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men. 97c
;ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15
: also,τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd. 281a
.3 c. dat. rei, to be leader in.., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.4 c. acc. rei, lead, conduct,ἡ. τὰς πομπάς D.21.174
; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; : with adverbial acc.,ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99
.5 part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA 713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Id.Fr.74.II lead, command in war, c. dat.,νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169
, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687;ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211
;ἡ. Μῄοσιν 2.864
; ;ἑτέροις Lys. 31.17
, cf. X.An.5.2.6;ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180
: also generally,πόλει E.Fr.282.24
; but usu. c. gen.,Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ'.. ἐπικούρων Il.12.101
;ἡγήσατο λαῶν 15.311
, cf. 2.567, al.;ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10
; : abs., to be in command, Id.16.21, etc.2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148;οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1
: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, S. Ph. 386, cf. A.Ag. 1363;ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς
leading men,Act.Ap.
15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al.3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president,συνόδου PGrenf.2.67.3
(iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.);ἱερέων PLond. 2.281.2
(i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).b of Roman governors, ἡ. ἔθνους,= Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.);ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44
.c of subordinate officials,ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19
(i A.D.);κώμης PRyl.125.3
(i A.D.).III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in [tense] pf. ἥγημαι, [ per.] 3pl. ἡγέαται), etc.;ἡ. τι εἶναι Id.1.126
, al.;ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν.. πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC 278
, cf. Th.2.89, Ar.Nu. 1020 (lyr.), etc.2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; ; , cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph. 1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ.. τὰ ψευδῆ λέγειν; ib. 108, cf. Ant. 1167;τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10
;περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115
;περὶ πλείονος Isoc.19.10
;περὶ πλείστου Th.2.89
;περὶ οὐδενός Lys.7.26
; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., .3 esp. of belief in gods,τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40
, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec. 800, Ba. 1326;δαίμονας ἡ. Pl.Ap. 27d
.4 ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ .. Th.2.42 (s.v.l.);ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114
(ii A.D.);ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt. 346b
.IV [tense] pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον being led, Hdt.3.14 ( ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. ( sāg-, cf. Lat. praesagio.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγέομαι
См. также в других словарях:
ALPES — I. ALPES montes sunt excelsi (qui Italiam separant a Gallia, Helvetia, Rhaetia, Hungaria, et Germania.) l Alpi Italis, Alpen Germanis dicti, qui mulriplices sunt; variaque, pro locorum diversitate, sortiuntur nomina. Longitud. 3000. Sunt enim 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) … Dictionary of Greek
μελιτοποιώ — μελιτοποιῶ, έω (ΑM) [μελιτοποιός] παρασκευάζω ή παράγω μέλι (α. «ἰνδικαῑς καλάμοις, ἃς μελιτοποιεῑν ἐκεῑνός φησιν», Διον.Περιηγ. β. «ἵνα καὶ ἐξ ἀγρίων ἀνθέων μελιτοποιῆται τὰ χρήσιμα», Ευστάθ.) … Dictionary of Greek
μεταμυθεύομαι — (Α) ταυτίζομαι μυθικά με κάποιον ή με κάτι («μεταμυθεύεσθαι εἰς τὸν ἄνεμον», σχόλ. στον Διον. Περιηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μυθεύω, ομαι «πλάθω μύθους, διηγούμαι μύθους»] … Dictionary of Greek