-
61 διαλλάσσω
Aδιήλλαχα Dionys.Com.
(v. infr.), A.D.Synt.70.11.I [voice] Med., interchange,τὰς τάξεις Hdt.9.47
, cf. Pi.O.11(10).21: abs., make an exchange, X.Cyr.8.3.32, Test.Epict.2.14.II exchange, i.e.,1 give in exchange,τί τινι E.Alc.14
;τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Pl. R. 371d
; τινὰ ὑπέρ τινος one for another, D.H.10.24;τὴν σκευὴν πρὸς τὸν δεσπότην D.C.47.10
; or,2 take in exchange, δ. ἀετοῦ βίον take an eagle's life for one's own, Pl.R. 620b;ἐσθῆτα τῇ συμφορᾷ πρέπουσαν Plu.Cic.19
; δ. Μακεδονίαν change one land for another, i.e. pass through a land, X.HG4.3.3 (also abs.,ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν δ. Pl. Sph. 223d
):—[voice] Med.,τι ἀντί τινος D.H.2.3
.3 simply, change, alter,κελεύθους Emp.35.15
;τοὺς ναυάρχους X.HG1.6.4
;τοὺς λόγους Arist. Rh.Al. 1434a38
.4 abs., change, alter, Emp.17.12;δ. ἀπ' ἀλλήλων
to be discordant,Hp.
Vict.1.6; διαλλάττοντας different, opp. ὁμοίους, Phld.Sign.3, al.b depart this life, die, Lycurg.Fr.33, Corn.ND 35.III esp. change enmity for friendship, reconcile one to another,τινά τινι Th.2.95
, 6.47, etc.;πόλεις πρὸς ἀλλήλας Isoc.5.111
: most freq.c. acc. pl. only, E.Ph. 436, Antipho6.39, Test. ap. D.59.47, D.24.91: rarely c. acc. sg., make it up with one,διαλλάξεις με φιλάσας Theoc.23.42
:—[voice] Pass. with [tense] fut.διαλλαχθήσομαι Ar.V. 1395
, etc.;διαλλαγήσομαι Pl.R. 471a
: [tense] pf.διήλλαγμαι A.Th. 885
(lyr.): [tense] aor. , - ηλλάγην ib. 1161:—to be reconciled, to be made friends, A.l.c., Pl. Prt. 346b, etc.;τοῖς ἀποστᾶσι Isoc.9.63
;πρός τινα περί τινος Id.3.33
;τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους E.Med. 896
, cf. And.2.26.IV intr., c. dat. pers. et acc. rei, differ from one in a thing,εἶδος δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Hdt.7.70
;δ. ταῖς ἡλικίαις Arist.EN 1161a5
;κλήσει, οὐ φύσει D.H.1.29
;πρός τινα Aristid.Or.36(48).16
: also c. gen. pers.,δ. τινός τινι Plb.2.37.11
;ἔν τινι Luc.Pisc.23
: abs.,πολὺ διήλλαχεν Dionys.Com.2.10
;τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Th.3.10
: [tense] pf. part. διηλλαχώς differing, τῇ ἐγκλίσει A.D.l.c.V [voice] Pass., to be different,τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Th.3.82
;πρὸς τὸν καιρόν Luc.Salt.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλλάσσω
-
62 κρίνω
κρίνω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. [ per.] 3sg. ind. κρίνησι ( δια-) f.l. in Theoc.25.46: [tense] fut. κρῐνῶ, [dialect] Ep., [dialect] Ion. κρῐνέω ( δια-) Il.2.387: [tense] aor.Aἔκρῑνα Od.18.264
, etc.: [tense] pf., etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , but in pass. sense, Pl.Grg. 521e: [tense] aor.ἐκρῑνάμην Il.9.521
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρῐθήσομαι A.Eu. 677
, Antipho 6.37, etc.: [tense] aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; [ per.] 3pl.κρίθεν Id.P.4.168
,ἔκριθεν A.R.4.1462
; [dialect] Ep.opt. κρινθεῖτε ( δια-) Il.3.102, part.κρινθείς 13.129
, Od.8.48, inf.κρινθήμεναι A.R.2.148
: [tense] pf.κέκρῐμαι Pi.O.2.30
, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι ( ἀπο-) Pl. Men. 75c:—[dialect] Aeol. [full] κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): [tense] aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., [pref] ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. [tense] pres. inf. [full] κρεννέμεν ib.9(2).517.14 ([place name] Larissa):—separate, put asunder, distinguish,ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ.. καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501
, etc.;κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362
. cf. 446;ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1
;κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht. 150b
;τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9
, etc.:—also [voice] Med.,ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55
:—[voice] Pass.,κρινόμενον πῦρ Emp.62.2
.II pick out, choose,ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309
;ἐκ Λυκίης.. φῶτας ἀρίστους 6.188
, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.;κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129
;κρίνασα δ' ἀστῶν.. τὰ βέλτατα A.Eu. 487
; , etc.:—[voice] Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—[voice] Pass., to be chosen out, distinguished,ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507
; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31;κρινθείς Il.13.129
, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for.., Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved.., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα.. κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among.., cj. in E.Supp. 969 (lyr.);εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2
.2 decide disputes,κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440
;ἔκριναν μέγα νεῖκος.. πολέμοιο 18.264
: c.acc. cogn., οἳ.. σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387;κ. δίκας Hdt. 2.129
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib. 682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra. 805;κ. κρίσιν Pl.R. 36o
e;ἄριστα κ. Th.6.39
; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question.., Id.1.87;μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67
;τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10
; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48;κ. περί τινος Pi.N.5.40
, Pl.Ap. 35d, Arist.Rh. 1391b9, etc.:— [voice] Pass.,ἀγὼν κριθήσεται A.Eu. 677
; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.b decide a contest, e.g. for a prize,ἀγῶνα κ. Ar.Ra. 873
; : c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—[voice] Pass., Id.Supp. 601(lyr.);αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19
:—[voice] Med. and [voice] Pass., of persons, have a contest decided, come to issue,κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385
, cf.18.209;ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν.. μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269
;βίηφι κ. Hes.Th. 882
; dispute, contend, Ar.Nu.66;περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120
;οὐ κρινοῦμαι.. σοι τὰ πλείονα E.Med. 609
;δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122
; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3;πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20
J.; compete in games, c. acc. cogn.,κριθέντα Πύθια JRS3.295
(Antioch. Pisid.): [tense] pf. part., decided, clear, strong,κεκριμένος οὖρος Il.14.19
; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.3 adjudge,κράτος τινί S.Aj. 443
:—[voice] Pass.,τοῖς οὔτε νόστος.. κρίθη Pi.P.8.84
; the sum adjudged to be paid,PLips.
38.13 (iv A. D.).b abs., judge, give judgement,ἄκουσον.. καὶ κρῖνον Ar.Fr. 473
;ἀδίκως κ. Pherecr.96
, cf. Men.Mon. 287, 576.c Medic., bring to a crisis,τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22
;κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13
, al.:—[voice] Pass., of a sick person, come to a crisis,ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15
(also impers. in [voice] Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came.., ib.18);τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24
.4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154;πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76
:—[voice] Pass.,ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16
.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691
.5 expound, interpret in a particular way,τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120
, cf. 7.19, A.Pr. 485, etc.:—in [voice] Med.,ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150
.6 c. acc. et inf., decide or judge that.., Hdt.1.30, 214, Pl. Tht. 17od, etc.;κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch. 903
; so, with the inf. omitted,ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34
; ; ;ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε.. σοφόν Philem.228
:—[voice] Pass., , cf. Th.2.40, etc.7 decide in favour of, prefer, choose,κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47
<*>, cf. Supp. 396 (both lyr.); ;τινὰ πρό τινος Pl.R. 399e
, cf. Phlb. 57e;τι πρός τι Id.Phd. 110a
([voice] Pass.);εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr. 928
, cf. Ar.Av. 1103, Ec. 1155; choose between,δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584
.8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν ) with whom he chooses to live, Men.506; butτὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32
.III in Trag., question,αὐτὸν.. ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr. 195
; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib. 388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant. 399;μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj. 586
;σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El. 1445
.2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14;κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113
;περὶ προδοσίας Isoc.15.129
; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—[voice] Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου ( δίκῃ add. cod. B) Id.3.57;Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1
; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit. 529; ; : c. gen. criminis,κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3
:κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e
: abs.,ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159
.3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— [voice] Pass., to be judged, condemned,κακούργου.. ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47
;μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1
; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). ( κρῐ-ν-y ω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from * crei-dhrom).) -
63 παίζω
παίζω, [dialect] Dor. [full] παίσδω Theoc.15.42: [dialect] Lacon. [tense] pres. part. gen. pl. fem. [full] παιδδωἇν Ar. Lys. 1313 (lyr.): [tense] fut. παιξοῦμαι Syrac. in X.Smp. 9.2,A , AP12.46 (Asclep.), παίξω ib. 211 (Strat.), Anacreont.41.8: [tense] aor. 1ἔπαισα Hom.
(v. infr.), Ar.Pl. 1055, etc.: [tense] pf.πέπαικα Men.923.3
: [tense] pf. [voice] Pass.πέπαισμαι Hdt.4.77
(v.l. πέπλασται), Ar.Th. 1227; imper. : also [tense] aor.ἔπαιξα Crates Com.23
, Ctes.Fr.29.59, LXX Jd.16.25, Luc.DDeor.6.4, etc.: [tense] pf.πέπαιχα Plu.Dem.9
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐπαίχθην Id.2.123f
, Hld.8.6: [tense] pf.πέπαιγμαι Epigr.Gr.979.3
([place name] Philae); inf. πεπαῖχθαι Timarch. ap. Ath.11.501f; imper.πεπαίχθω Phld.Mus.p.106
K., Fronto Epig.Gr.5.86: Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf., and (in Od.8.251) [tense] aor. imper. παίσατε; Trag. only [tense] pres.: ([etym.] παῖς):—prop., play like a child, sport,τῇ δέ θ' ἅμα Νύμφαι.. ἀγρονόμοι παίζουσι Od.6.106
, cf. 7.291 (never in Il.), Hdt.1.114, etc.: metaph.,αἰὼν παῖς ἐστὶ παίζων Heraclit.52
.2 esp. dance,παίσατε Od.8.251
; , cf. Hes.Sc. 277;π. τε καὶ χορεύειν Ar.Ra. 409
, cf. 390;ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν Pi.O.13.86
:—[voice] Pass., ἀλλὰ πέπαισται μετρίως ἡμῖν, of the chorus, Ar. Th. 1227.3 play [a game],σφαίρῃ π. Od.6.100
;κλεψύδρῃ Emp.100.9
; κύβοις ἐπὶ συνθήκαις π. Ctes.l.c.; ἀντ' ἀστραγάλων κονδύλοισι π. Pherecr.43, cf. Antiph.92; π. διὰ γραμμῆς (v. γραμμή III. 2);π. πρὸς κότταβον Pl.Com.46.1
; μετά τινων with others, Hdt.1.114: c. acc. cogn., κότταβον ἀγκύλῃ π. Anacr.53 (dub.);σφαῖραν Plu.Alex.73
;π. παιδιὰν πρός τινα Ar.Pl. 1055
, cf. Pl.Alc.1.110b; κύνα καὶ πόλιν π., of a game similar to our draughts, Cratin. 56: with Advbs., φαινίνδα π. Antiph.283, cf. Crates Com. l.c., etc.4 play on a musical instrument, h.Ap. 206: c. acc.,Πὰν ὁ καλαμόφθογγα παίζων Ar.Ra. 230
; dance and sing, Pi. O.1.16.II jest, sport, Hdt.2.28, 5.4, 9.11; opp. σπουδάζω, X. Mem.4.1.1; opp. σπουδῇ λέγω, Id.Cyr.8.3.47; παίζετε ταῦτα λέγοντες (opp. σπουδάζετε) Pl.Euthd. 283b;π. καὶ χλευάζειν Ar.Ra. 376
;π. καὶ γελᾶν Antiph.218.4
;πῖνε, παῖζε Amphis 8
; π. πρός τινα make fun with a person, E.HF 952, cf. Pl.Men. 79a, Men.Pk. 198; π. εἴς τι play with a thing, Pl.Phd. 89b: c. Adj. neut.,τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους X.Cyr.6.1.6
: part. παίζων is freq. abs., jestingly, Pl.Tht. 145b, al.; opp. σπουδάζων, Id.Lg. 636c, al.:—[voice] Pass., ὁ λόγος πέπαισται has been made up as a jest (v.l. for πέπλασται), Hdt.4.77; ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν enough of jest, Pl.Euthd. 278d, cf. Phdr. 278b, Phld. l.c.; πεπαῖχθαι τὴν λέξιν Timarch. l.c.; τοῦτο τὸ παιζόμενον 'as the joke is', Plu. 2.1090f; τὸ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον ib.81e; but οἷα πέπαιγμαι, in act. sense, Epigr.Gr.979.3 ([place name] Philae).2 c. acc., play with, make sport of, Luc.Nigr.20, AP10.64 (Agath.).3 Gramm., of words played upon or coined for the joke's sake, οἱ κωμῳδοὶ παίζειν εἰώθασι τὰ τοιαῦτα Sch.Ar.Av.42, cf. 68, etc. -
64 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
. -
65 συνίστημι
A BJ Prooem.5, Sor.1.126 ([voice] Pass.)); [full] συνιστάω (Arist.GA 777a6, Pr. 928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; [tense] impf.συνίστα Plb.3.43.11
, dub. in D.H.8.18): [tense] impf. συνίστην, [tense] fut. συστήσω, [tense] aor. 1 συνέστησα: trans. [tense] pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine,τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a
; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.II combine, associate, unite,σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74
, cf. 3.84;Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16
; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30;πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2
;τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48
;τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109
.b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49;σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26
;σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6
, cf. 3.42.6, 15.5.5.III put together, organize, frame,ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti. 91a
; ; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν ς. Id.Plt. 308c;σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.48
;ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1266a23
, cf. 1284b18; ἑταιρείαν Lex ap.D.46.26:—[voice] Med., τοῖς ἑτέραν αἵρεσιν (school)συστησαμένοις Gal.15.505
; οἱ συνιστάμενοι τὰς τέχνας ib.449;θεωρήματα συνίστασθαι Id.16.725
.2 contrive,σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71
;ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3
;ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35
; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.3 [voice] Med. in these senses,τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr. 269c
;τὸ δεῖπνον Diph.43.5
: mostly [tense] aor. 1,μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d
; ; πᾶν τόδε ib. 69c, cf. R. 530a;πόλεμον Isoc. 10.49
, Plb.2.1.1;σ. μοι μάχην PTeb.44.14
(ii B.C.);πολιορκίαν Plb. 1.30.5
;κίνδυνον Id.3.106.4
;παρατάξεις D.S.1.18
;ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8
(ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr. 31 iv 21 (ii B.C.);ἀηδίαν PLond.2.342.6
(ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.);σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19
;ἑορτήν Apollod.3.14.6
; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in [voice] Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.IV bring together as friends, introduce or recommend one to another,τινάς τινι Pl.La. 200d
, cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg. 122a;τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm. 155b
;σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2
(iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., [voice] Act. and [voice] Pass.):—[voice] Pass.,συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8
; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):— [voice] Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).c τὸ οἰκεῖον συνιστάναι bring about intimacy, Men.602.d place in the charge of, ;συνέστησά σοι Χαιράμμωνα δοῦλον πρὸς μάθησιν σημείων POxy.724.2
(ii A.D.).e appoint to a charge, LXXNu.27.23; appoint a representative,σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10
(ii A.D.); , cf. 20 (ii A.D.):—[voice] Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.);ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5
(iii A.D.);συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e
.2 of a debtor, offer another as a guarantee,τινί τινα Isoc.17.37
: c. inf., συστήσαντος ἀποδοῦναι introduce the party who was to pay, D.41.16, cf. ib.6: c. acc. rei, guarantee a loan, ἃς (sc. δραχμὰς)συνέστησεν Ἀρτεμίδωρος ἀργυ (ρίου) PCair.Zen.326.167
(iii B.C.); ἃς (sc. δραχμὰς)παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν PMich.Zen. 61.28
(iii B.C.); Σέλευκός μου αὐτοὺς (sc. τοὺς τρεῖς στατῆρας)ἐκκέκρουκε λέγων ὅτι συνέστακας ἑαυτῷ PFay.109.9
(i A.D.).V make solid or firm, brace up,τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17
, cf. Thphr.CP1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC 336a4, Cael. 280a12; of liquids, make them congeal, curdle,γάλα Poll.1.251
;φλέγμα Hp.Vict.2.54
(v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.VI exhibit, give proof of,εὔνοιαν Plb.4.5.6
;σ. ὅτι.. Id.3.108.4
: c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part.,σ. τινὰς ὄντας Id.13.91
.2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. συνέστην: [tense] pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, [var] contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti. 56b), [dialect] Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: [tense] fut.συσταθήσομαι X.An.6.1.23
, Arist.Mete. 376a2; [tense] fut.[voice] Med.ξυστήσομαι A.Th. 435
, 509, 672, Pl.Ti. 54c: [tense] aor. [voice] Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:— stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.II in hostile sense, to be joined, of battle, once in Hom.,πολέμοιο συνεσταότος Il.14.96
;τῆς μάχης συνεστεώσης Hdt.1.74
;πόλεμος ξυνέστη Th.1.15
, cf. Hdt.7.144, 8.142;περὶ ταῦτα μάχη τις συνέστηκεν Pl.Sph. 246c
; τοῦτο συνεστήκεε this combat continued, Hdt.7.225.2 of persons, συνίστασθαί τινι meet in fight, be cngaged with, A.Th. 509, Hdt.6.108, Ar.V. 1031;θνατὸς δ' ἀθανάτῳ συστήσομαι AP5.92
(Rufin.);τινὶ ξ... ἐν μάχῃ E.Supp. 847
;ξυσταθέντα διὰ μάχης Id.Ph. 755
;συνεστάναι μαχομένους Hdt.1.214
;συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν Id.6.29
: metaph., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω was at odds with.., Id.4.132: abs., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Id.8.79;γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν Id.1.208
, cf. 7.142; συνίσταται ἐπ' ἐμέ makes a dead set at me, Men.Sam. 211.3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89;ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC 514
(lyr.);συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55
; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88;ἀλλήλοις X.HG2.1.1
; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15;μετά τινος D.34.34
, etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq. 863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys. 577 (anap.);τὸ ξυνεστηκός Th.8.66
.2 generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn.,λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28
: in magic,συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς
put yourself into connexion with.., PMag. Leid.W.1.29
;συσταθεὶς πρὸ<ς> τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168
: in law, B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).3 of an assembly, to be in session,ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης Plu. Nic.28
; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως ς. Id.Phil.11; (Egypt, ii B.C.).IV to come or be put together, of parts,συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6
, cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a;ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54
;σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti. 56b
, cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν ς. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος ς. Arist.EN 1141b2; esp. in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.b of a play, to be composed, Arist.Po. 1453b4; ἡ πολιτεία (compared to a tragedy) .c arise, take shape or body,τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62
, cf. 6.35;πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a
; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist. HA 556b26, cf. Thphr.CP4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from.., Phld.Ir.p.76W.d in [tense] aor. 2 and [tense] pf., come into existence, exist, ;συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142
;τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12
(ii B.C.);κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9
(i B.C.);οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6
,11 (i A.D.).V to be compact, solid, firm,οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4
; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti. 83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA 567a28; of blood, honey, milk, ib. 516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo, ; of the brain, ib. 744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac. 589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.VI to be contracted, συνεστῶτι τῷ προσώπῳ frowning, Plu. Demetr.17; τοῦ ξυνεστῶτος φρενῶν (cf.σύστασις B. 11.3
) E.Alc. 797; συνεστηκώς absorbed in thought, Men.Pk. 291.VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that.., = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστημι
-
66 τείνω
A , ([etym.] ἀπο-) Pl.Grg. 458b, ([etym.] ἐκ-) E.Med. 585: [tense] aor.ἔτεινα Il.4.124
, [dialect] Ep.τεῖνα 3.261
: [tense] pf.τέτᾰκα D.H. 19.12
, etc., ([etym.] ἀπο-) Pl.Grg. 465e:—[voice] Med., [tense] fut. τενοῦμαι ([etym.] παρα-) Th.3.46, ([etym.] προ-) D.14.5: [tense] aor. ἐτεινάμην, [dialect] Ep. τειν-, A.R.2.1043, 4.705, ([etym.] προ-) Hdt. 9.34, ([etym.] δι-) Antipho 5.46, Pl.Ti. 78b:—[voice] Pass., [tense] fut. τᾰθήσομαι ([etym.] παρα-) Id.Ly. 204c: [tense] aor. ἐτάθην [ᾰ] S.Ant. 124 (lyr.), etc., [dialect] Ep.τάθην Il.23.375
: [tense] pf. , etc.: [tense] plpf. [ per.] 3sg. and pl. τέτατο, τέταντο, Od.11.11, Il.4.544; [ per.] 3 dual τετάσθην ib. 536:— stretch by force, pull tight,κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε Il.4.124
; (anap.); ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας having tied the reins tight to the chariot-rail, Il.5.262; ναὸς πόδα τείνας keeping the sheet taut, S.Ant. 716;κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793
;οἱ ἀπείρως κατ' εὐθὺ τείνοντες Sor.1.73
; τῷ ψιμύθῳ.. παρειήν make it (look) full, AP11.374 (Maced.):—[voice] Med., τείνατο τόξα stretched his bow, A.R.2.1043, cf. Orph.A. 589; of tendons, etc., Gal. 18(2).58, al.:—[voice] Pass., [ἱμὰς] ὑπ' ἀνθερεῶνος.. τέτατο [the strap] was made tight, Il.3.372; ; τέταθ' ἱστία were stretched taut, Od.11.11.2 metaph., stretch or strain, ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος strain the issue of war even, Il.20.101:—[voice] Pass., , 15.413, cf. Hes.Th. 638; τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη the fight was strained, was intense, Il.17.543; ἵπποισι τάθη δρόμος their pace was strained to the utmost, 23.375; τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος they set off at full speed from the starting-line, ib. 758, Od.8.121: τ. αὐδάν strain the voice, raise it high, A.Pers. 574 (lyr.):—[voice] Pass. also, exert oneself, be anxious, Pi.I.1.49;ἀμφ' ἀρεταῖς Id.P.11.54
.3 stretch out, spread,ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ Il.16.365
; ἐπὶ νὺξ τέταται βροτοῖσι night is spread over them, Od.11.19;ἀὴρ τέταται μακάρων ἐπὶ ἔργοις Hes.Op. 549
; of light,αἴγλαν ἃ τέταται S.Ph. 831
(lyr.), cf. Pl.R. 616b; of sound,ἀμφὶ νῶτ' ἐτάθη πάταγος S.Ant. 124
(lyr.); δίκτυα τ. X.Cyn. 6.9;ψυχὴν διὰ παντός Pl.Ti. 34b
.b Gramm., lengthen a syllable, A.D.Pron.55.1:—[voice] Pass., ib.27.25, cf. 11.1 fin.4 aim at, direct towards a point, prop. from the bow,ἐπὶ Τροίᾳ τ. τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph. 198
(anap.): metaph., ἔς τινα τ. φόνον aim, design death to one, E.Hec. 263 (but τ. φόνον prolong murder, Id.Supp. 672); τ. λόγον :—[voice] Pass.,ἐς σὲ τ. γλῶσσα E.Rh. 875
;ἡ ἅμιλλα τέταται πρὸς τοῦτο Pl.Phdr. 271a
, cf. Lg. 770d, R. 581b.II stretch out in length, lay, ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Hdt.2.96:—[voice] Pass., lie out at length, lie stretched,ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.655
; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4.536, 544; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ hanging stretched in chains, Od.22.200; [φάσγανον] ὑπὸ λαπάρην τέτατο hung along or by his side, Il.22.307; διὰ.. αἰθέρος.. τέταται extends, Emp.135, cf. 100.2;τῶν ἐκ τῆς χώρας λεωφόρων εἰς τὴν πόλιν τεταμένων Pl.Lg. 763c
;φλὲψ.. διὰ τοῦ κοίλου τείνεται Arist.HA 513b3
: τεταμένος sts. becomes a mere Adj., long, αὐχένα.. τεταμένον τῇ φύσει, of birds, Id.PA 692b20; in Gramm., of a long vowel, PBouriant 8 i 1, 14.2 stretch or hold out, present,τινὰ ἐπὶ σφαγάν E.Or. 1494
(lyr.); ἀσπίδα, δόρυ, AP7.147 (Arch.), 720 (Chaerem.); τὴν χεῖρά τινι or ἐπί τι, A.R. 4.107, 1049:—[voice] Med., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρήν, one's hands, etc., Theoc.21.48, A.R.1.1009, 4.127, etc.;συὸς τέκος Id.4.705
; ἑανούς ib. 1155.3 extend, lengthen, of Time,τὸν μακρὸν τ. βίον A. Pr. 537
(lyr.), cf. E.Med. 670; ;τόνδ' ἐτεινάτην λόγον A.Ch. 510
;μακροὺς τ. λόγους E.Hec. 1177
; τί μάτην τείνουσι βοήν; (where others interpr. it like τ. αὐδάν, v. supr. 1.2) Id.Med. 201 (anap.);πολλὰ μὲν τάλαινα πολλὰ δ' αὖ σοφὴ.. μακρὰν ἔτεινας A.Ag. 1296
, cf. S.Aj. 1040.B intr., of geographical position, stretch out or extend, παρ' ἣν (sc. λίμνην)τὸ.. ὄρος τείνει Hdt.2.6
; τὸ πρὸς Λιβύης.. ὄρος ἄλλο τείνει ib.8;τ. μέχρι.. Id.4.38
;ἐς.. Id.7.113
;ἐπὶ.. X.Ages.2.17
; of a dress, ὑπὸ σφυροῖσι τ. E.Ba. 936; of a mountain, ὑψόθι τ. A.R.2.354: of Time, ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον dragging out time, A.Pers.64 (anap.):—rarely so in [voice] Pass.,ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Hdt.2.8
.II exert oneself, struggle,ἐναντία τισί Pl.R. 492d
; press on, hasten,οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας E.Supp. 720
;δηλοῖ τοὖργον, οἷ τ. χρεών Id.Or. 1129
;τὸ μὴ τείνειν ἄγαν S.Ant. 711
;τ. ὥς τινα Ar.Th. 1205
;ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος X.An.4.3.21
;εὐθὺ Βαβυλῶνος Luc.Nec.6
;τὴν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.22
.III extend to, reach,ἐπὶ τὴν ψυχήν Pl.Tht. 186c
; ; of the veins stretching from one point to another, Arist.HA 492a20, 513a2, al., cf. Pl.Ti. 65c, Diog.Apoll.6.2 tend, refer, belong to, τείνει ἐς σέ it refers to, concerns you, Hdt.6.109, cf. 7.135, E.Ph. 435, Hipp. 797, etc.; ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; to what does it tend? Pl.Cri. 47c, cf. Tht. 163a, D.10.54;μηδαμόσε ἄλλοσε Pl.R. 499a
; , Prt. 345b; .3 τείνειν πρός τινα or τι, come near to, to be like, Id.Tht. 169b, Cra. 402c;ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι Id.Phd. 65a
, cf. R. 548d. (Cf. τανύω, Skt. tanóti 'stretch', Lat. tendo, etc.) -
67 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38. -
68 ἀναφέρω
ἀναφέρω, poet. [pref] ἀμφ-, [tense] fut. ἀνοίσω: [tense] aor. ἀνήνεγκα, [dialect] Ion. ἀνήνεικα, also inf.I bring, carry up,[Κέρβερον] ἐξ Ἀΐδαο Od.11.625
;ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀ. χρυσοῦ Hdt.4.195
, cf. 3.102 (as v.l. for -φορέω) ; ἀ. τινὰ εἰς Ὄλυμπον, εἰς θεούς, X.Smp.8.30 ([voice] Pass.), Plu. Rom.28, etc.; in histor. writers, carry up the country, esp. into Central Asia, Hdt.6.30; raise up,εἰς τὸ ἄνω Hp.Art.37
; ἀ. πόδα lift it, E.Ph. 1410:—[voice] Med., carry up to a place of safety, take with one, Hdt.3.148; remove one's goods, 8.32,36, etc.b esp. carry up to the Acropolis, put by, of treasure, And.3.7, X.Vect.5.12, Aeschin.2.174, etc.2 bring up, pour forth, of tears,ἑτοιμότερα γέλωτος ἀ. λίβη A.Ch. 447
;αἵματος πλῆθος ἀ.
spit up,Plu.
Cleom.15; ἀ. φωνάς, στεναγμούς, Id.2.433c, Alex.52:—[voice] Med., ἀνενείκασθαι, abs., fetch up a deep-drawn breath, heave a deep sigh,μνησάμενος δ' ἁδινῶς ἀνενείκατο Il.19.314
;ἀνενεικάμενόν τε καὶ ἀναστενάξαντα Hdt.1.86
(where others, having recovered himself, come to himself, v. infr. 11.7): in Alex. Poets, utter, ἀνενείκατο μῦθον, φωνήν, A.R.3.463, 635.3 uphold, take upon one, ;κινδύνους Th.3.38
; διαβολάς, πόλεμον, etc., Plb.1.36.3, 4.45.9, etc.;πολλῶν ἀ. ἁμαρτίας LXX Is. 53.12
, Ep.Heb.9.28.4 offer in sacrifice, ib.7.27, 13.15, etc.: abs., make expiation or compensation, GDI3537, al. ([place name] Cnidus).6 intr., lead up, of a road,ἁμαξιτὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ ἀ. X.HG 2.4.10
, cf. Plb.8.29.1, Inscr.Prien.37.161.II bring or carry back,εἰς τοὔπισθεν ἀ. πόδα E.Ph. 1410
: freq. in Prose, ἀ. τὰς κώπας recover the oars (after pulling them through the water), Th.2.84;ἡ εἰρεσία ἀναφέρεται Plu.Demetr.53
, Ant.26.2 bring back tidings, report,παρά τινα Hdt.1.47
;ἔς τινα Id.1.91
, Th.5.28, etc.; τὰ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἀνενεγκόντες Decr. ap. D.18.75:—[voice] Pass., Hdt.1.141, al.3 bring back from exile, Th.5.16.4 carry back, trace one's family to an ancestor,τὸ Ἡρακλέους γένος εἰς Περσέα ἀναφέρεται Pl.Alc.1.120e
; withoutγένος, ἀ. εἰς Ἡρακλέα Id.Tht. 175a
.5 refer a matter to another,βουλεύματα ἐς τὸ κοινόν Hdt.3.80
;ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀ. Id.2.23
;ἁμαρτίαν εἴς τινα ἀ.
ascribeE.
Or.76, Ba.29, etc.; ;τὴν αἰτίαν εἴς τινα Lys.22.8
; rarelyἀ. τί τινι E.Or. 432
, Lys.12.81;τι ἐπί τινα D.18.224
, Aeschin. 3.215; ;τι πρός τι Arist.EN 1101b19
([voice] Pass.), al.; ποῖ δίκην ἀνοίσομεν; to whom shall we refer the judgement? E. Ion 253;τὴν ἀπόδοσιν εἴς τινα D.34.46
:—[voice] Pass., to be attributed (of authorship),εἰς Μητρόδωρον Phld.Herc.1005.8
; to be traced to, derived from, ἐπί τι ib.1251.11.b without acc., ἀ. εἴς τινα refer or appeal to another, make reference to him, Hdt.3.71, Pl.Ap. 20e;ἔς τινα περί τινος Hdt.1.157
, 7.149; ἀ. πρός τι refer to something as to a standard, Hp.VM9;ἐκεῖσε ἀ. Pl.R. 484c
, cf. Phdr. 237d.c report,μέτρα καὶ γειτνίας καὶ ἀξίας PTeb.14.11
(ii B.C.), etc.:—[voice] Pass., ib.10.3 (ii B.C.): abs., make a report,τινί PRyl.233.8
(ii A.D.), PFay. 129.8 (iii A.D.).7 bring back, restore,πόλιν ἐκ πονήρων πραγμάτων Th.8.97
;ἀ. ἑαυτόν Ael.NA13.12
:—[voice] Pass., come to oneself, recover, μόγις δὴ τότε ἀνενειχθεὶς εἶπε (v. supr.1.2) Hdt.1.116;ἄφωνος ἐγένετο, ἔπειτα πάλιν ἀνηνέχθη Theopomp.Com.66
:—so,b intr. in [voice] Act., come to oneself, recover, τῷ πόματι ἀνέφερον (sc. ἑαυτούς) Hdt.3.22, cf. Hp.Aph.2.43, D.16.31;ἐκ τραύματος D.H.4.67
;ἐξ ὕπνων Plu. Cam.23
; revived,Id.
Alc.38;ἐκ τοσούτων κυμάτων ἀνενεγκών Eun.Hist.p.227
D.8 bring into account,εἰς τὸ κοινόν D.41.8
, cf. 11, Philonid.1 D.;πρὸς ἣν [ἀρχὴν] αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arist.Pol. 1321b32
.12 recall a likeness,ἀ. πρὸς ἀνδριάντα τὴν ὁμοιότητα τῆς ἰδέας Plu.Brut.1
, cf. 2.53d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφέρω
-
69 ἐνίστημι
ἐνίστημι, causal in [tense] pres., [tense] fut.and [tense] aor. 1 [voice] Act., and [tense] aor. 1 [voice] Med.:—A put, place in,ἵππον ἐν λίθοις ἐνιστάναι X.Eq.Mag.1.16
;στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102
; εἰς αὐτὴν (sc. τὴν πόλιν)ἡνίοχον ἐνστῆσαι Pl.Plt. 266e
; τοὺς ἱπποκόμους εἰς (i.e. amongst)τοὺς ἱππέας ἐ. X.Eq.Mag. 5.6
: c. dat.,ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563
.2 in Law, institute an heir,ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75
(vi A. D.).3 [tense] aor. 1 [voice] Med., also, begin,ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο Ar.Lys. 268
; ; ὁ τοιοῦτονἀγῶν' ἐνστησάμενος Id.18.4
; ἐ. τὸ πρᾶγμα, Lat. rem instituere, Arist. Pr. 951a28;ἀρχὰς τῆς γενέσεως Thphr.HP7.10.4
; ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι to begin to show.., Plb.1.82.9;πρᾶξιν Plu. Arat.16
: c. inf., D.S.14.53.4 ἐνστήσασθαι τὸ μέγεθος determine the size, Ph.Bel.50.29.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—to be set in, stand in, ;ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91
: abs.,πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179
, cf. Pl.Ti. 50d, etc.2 enter upon, take possession of, Foed. Delph.Pell.2
B 14.II to be appointed,σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120
, cf. 6.59;ἐς ἀρχήν Id.3.68
;ἐς τυραννίδας Id.2.147
.III to be upon, threaten, c. dat. pers., ; ; in war, press hard,τινί Plb.3.97.1
: abs., begin, [τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2
;ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24
; to be at hand, arise,ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89
, cf. 139, Plb.1.71.4;τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58
: esp. in [tense] pf. part., pending, present,μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu. 779
, cf. Is.11.45, D.33.14;ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7
; soοὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21
(i B.C.); of Time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26;κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh. 1366b23
;ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94
; cf.ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260
.2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος ) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also the state of completion expressed by the perfect tense,Id.
Synt.205.15: also in [tense] aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; soτὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3
.IV stand in the way, resist, block,τοῖς ποιουμένοις Th.8.69
;τῇ φυγῇ Plu.Luc.13
;τῇ αὐξήσει Id.Rom.25
;πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3
, cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument,ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd. 77b
; ὁ ἐνεστηκώς the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.).2 in Logic, object,τῷ καθόλου Arist.Top. 157b3
;πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo. 76b26
: abs., Id.Rh. 1402b24,al.;ἐ. ὅτι.. Id.APr. 69b6
;ὡς.. Id.EN 1172b35
, A.D. Synt.176.23.3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al.V of fluids, congeal, freeze,ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1
; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνίστημι
-
70 περιβάλλω
A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei,φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211
;περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454
;περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479
;π. χέρας Ar.Th. 914
, E.Or. 1044: freq. c. dat.,χέρας π. τινί Id.Ph. 1459
, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ.. βάλοιμι ib. 165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba. 619;Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529
;κρατὶ π. σκότον E.HF 1159
; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch. 576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85;αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60
; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on.., Th.7.25:—[voice] Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; ; ; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109;φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT 1150
(lyr.);κόσμον σώμασιν Id.HF 334
;κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87
; freq. of defences,τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280
; alsoὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8
S.;π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96
;τείχεα Id.1.141
, cf. 6.46, Th.1.8 ;ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14
;Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol. 1276a27
; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in [tense] pf. [voice] Pass., have a thing put round one, Pl.Smp. 216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol. 1331a8.2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E. Ion 829 ;π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF 304
;ὕδασι δουλείαν Id.Ph. 189
(lyr.); ; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or. 1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to.., Pall.in Hp.12.283 C.:—[voice] Pass., c. acc., to be involved in, (Scaptopara, iii A. D.).II reversely c. dat. rei, surround, encompass with.., περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141;βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60
(tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers. 748;π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25
;δοραῖσι σῶμα Id.Cyc. 330
; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or. 372 :—[voice] Med., surround or enclose for one's advantage or defence,τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti. 116a
;χωρίον X.Cyr.6.3.30
; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or. 906, Antipho 3.2.12 ;ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142
, cf. Lys.4.20;ὀνείδει D.22.35
; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c;τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4
:— [voice] Pass., [ συμφοραῖς] Phld.Piet. 35b.III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph. 1453, HF 1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf.περίβολος 11.2
:—[voice] Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.2 fetch a compass round, double,ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462
; esp. of ships, round a cape,π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44
;Σούνιον Th.8.95
: abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.IV [voice] Med., bring into one's power, compass,ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
;πολλὰ [χρήματα] Id.8.8
, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6; ;πλῆθος λείας Plb.1.29.7
, cf. 3.69.7 : [tense] pf. [voice] Pass., to have come into possession of..,πόλιν Hdt.6.24
;δυναστείας Isoc.4.184
, cf. 2.25.2 appropriate mentally, comprehend,περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118
; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα.. γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt. 285b.V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass,μνηστῆρας δώροισι Od.15.17
; π. ἀρετῇ to be superior in.., Il.23.276.VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβάλλω
-
71 ἴδιος
ἴδιος, ία, ον (Hom.+; s. B-D-F §286; W-S. §22, 17; Rob. 691f; Mlt-Turner 191f.—For the spelling ἵδιος s. on ὀλίγος.)① pert. to belonging or being related to oneself, one’s ownⓐ in contrast to what is public property or belongs to another: private, one’s own (exclusively) (opp. κοινός, as Pla., Pol. 7, 535b; Appian, Bell. Civ. 5, 41 §171; Ath. 25, 4) οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι nor did anyone claim that anything the person had was private property or nor did anyone claim ownership of private possessions Ac 4:32; cp. D 4:8.ⓑ in respect to circumstance or condition belonging to an individual (opp. ἀλλότριος) κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν according to each one’s capability (in contrast to that of others) Mt 25:15. τὴν δόξαν τὴν ἰ. ζητεῖ J 7:18; cp. 5:18, 43. ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν Lk 2:3 v.l. (for ἑαυτοῦ); sim. Mt 9:1 (noting the departure of Jesus to his home territory); cp. Dg 5:2. Christ ἐλευθερώσῃ πᾶσαν σάρκα διὰ τῆς ἰδίας σαρκός AcPlCor 2:6; cp. vs. 16 ἕκαστος τῇ ἰ. διαλέκτῳ ἡμῶν Ac 2:8; cp. 1:19 τῇ ἰ. διαλέκτῳ αὐτῶν, without pron. 2:6 (Tat. 26, 1 τὴν ἰ. αὐτῆς … λέξιν); ἰδίᾳ δυνάμει 3:12; cp. 28:30; τἡν ἰ. (δικαιοσύνην) Ro 10:3; cp. 11:24; 14:4f. ἕκαστος τ. ἴ. μισθὸν λήμψεται κατὰ τ. ἴ. κόπον each will receive wages in proportion to each one’s labor 1 Cor 3:8. ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα her own husband 7:2 (Diog. L. 8, 43 πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα πορεύεσθαι). ἕκαστος ἴδιον ἔχει χάρισμα 7:7. ἕκαστος τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει (s. προλαμβάνω 1c) 1 Cor 11:21 (Eratosth.: 241 Fgm. 16 Jac. of the festival known as Lagynophoria τὰ κομισθέντα αὑτοῖς δειπνοῦσι κατακλιθέντες … κ. ἐξ ἰδίας ἕκαστος λαγύνου παρʼ αὑτῶν φέροντες πίνουσιν ‘they dine on the things brought them … and they each drink from a flagon they have personally brought’. Evaluation: συνοίκια ταῦτα ῥυπαρά• ἀνάγκη γὰρ τὴν σύνοδον γίνεσθαι παμμιγοῦς ὄχλου ‘that’s some crummy banquet; it’s certainly a meeting of a motley crew’); cp. 1 Cor 9:7; 15:38. ἕκαστος τὸ ἴ. φορτίον βαστάσει Gal 6:5.—Tit 1:12; Hb 4:10; 7:27; 9:12; 13:12.—J 4:44 s. 2 and 3b.② pert. to a striking connection or an exclusive relationship, own (with emphasis when expressed orally, or italicized in written form) κοπιῶμεν ταῖς ἰ. χερσίν with our own hands 1 Cor 4:12 (first pers., cp. UPZ 13, 14 [158 B.C.] εἰμὶ μετὰ τ. ἀδελφοῦ ἰδίου=w. my brother; TestJob 34:3 ἀναχωρήσωμεν εἰς τὰς ἰδίας χώρας). ἐν τῷ ἰ. ὀφθαλμῷ in your own eye Lk 6:41; 1 Th 2:14; 2 Pt 3:17 (here the stability of the orthodox is contrasted with loss of direction by those who are misled by error). Ac 1:7 (God’s authority in sharp contrast to the apostles’ interest in determining a schedule of events). ἰ. θέλημα own will and ἰδία καρδία own heart or mind 1 Cor 7:37ab contrast with μὴ ἔχων ἀνάγκην ‘not being under compulsion’; hence ἰ. is not simply equivalent to the possessive gen. in the phrase ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. 1 Cor 6:18, ἰ. heightens the absurdity of sinning against one’s own body. Lk 10:34 (apparently the storyteller suggests that the wealthy Samaritan had more than one animal, but put his own at the service of the injured traveler). ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα 2 Pt 2:22 (cp. ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον Pr 26:11), with heightening of disgust. Some would put J 4:44 here (s. 1 end). εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν Mt 22:5 (the rude guest prefers the amenities of his own estate). Mk 4:34b (Jesus’ close followers in contrast to a large crowd). Ac 25:19 (emphasizing the esoteric nature of sectarian disputes). Js 1:14 (a contrast, not between types of desire but of sources of temptation: those who succumb have only themselves to blame). διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου through his own blood Ac 20:28 (so NRSV mg.; cp. the phrase SIG 547, 37; 1068, 16 ἐκ τῶν ἰδίων commonly associated with the gifts of generous officials, s. 4b. That the ‘blood’ would be associated with Jesus would be quite apparent to Luke’s publics).③ pert. to a person, through substitution for a pronoun, own. Some of the passages cited in 2 may belong here. ἴ. is used for the gen. of αὐτός or the possess. pron., or for the possess. gen. ἑαυτοῦ, ἑαυτῶν (this use found in Hellenistic wr. [Schmidt 369], in Attic [Meisterhans3-Schw. 235] and Magnesian [Thieme 28f] ins; pap [Kuhring—s. ἀνά beg.—14; Mayser II/2, 73f]. S. also Dssm., B 120f [BS 123f], and against him Mlt. 87–91. LXX oft. uses ἴ. without emphasis to render the simple Hebr. personal suffix [Gen 47:18; Dt 15:2; Job 2:11; 7:10, 13; Pr 6:2 al.], but somet. also employs it without any basis for it in the original text [Job 24:12; Pr 9:12; 22:7; 27:15]. Da 1:10, where LXX has ἴ., Theod. uses μου. 1 Esdr 5:8 εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν=2 Esdr 2:1 εἰς πόλιν αὐτοῦ; Mt 9:1 is formally sim., but its position in the narrative suggests placement in 1)ⓐ with the second pers. (Jos., Bell. 6, 346 ἰδίαις χερσίν=w. your own hands). Eph 5:22 (cp. vs. 28 τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας); 1 Th 4:11; 1 Pt 3:1.ⓑ with the third pers. ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι J 4:44 (cp. ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ: Mt 13:57; Mk 6:4; Lk 4:24, but J 4:44 is expressed in a slightly difft. form and may therefore belong in 1b above); Mt 25:14; 15:20 v.l.; J 1:41 (UPZ 13, s. 2 above: ἀδ. ἴ.); Ac 1:19; 24:24; 1 Ti 6:1; Tit 2:5, 9; 1 Pt 3:5; MPol 17:3; AcPl Ha 3, 21; 4, 27 (context uncertain); τὸ ἴδιον πλάσμα AcPlCor 2:12, 1; ἴδιον χωρίον Papias (3:3).④ as subst., person or thing associated with an entityⓐ associates, relations οἱ ἴδιοι (comrades in battle: Polyaenus, Exc. 14, 20; SIG 709, 19; 22; 2 Macc 12:22; Jos., Bell. 1, 42, Ant. 12, 405; compatriots: ViHab 5 [p. 86, 7 Sch.]; Philo, Mos. 1, 177) fellow-Christians Ac 4:23; 24:23 (Just., D. 121, 3). The disciples (e.g., of a philosopher: Epict. 3, 8, 7) J 13:1. Relatives (BGU 37; POxy 932; PFay 110; 111; 112; 116; 122 al.; Vett. Val. 70, 5 ὑπὸ ἰδίων κ. φίλων; Sir 11:34; Just., A II, 7, 2 σὺν τοῖς ἰδίοις … Νῶε and D. 138, 2 Νῶε … μετὰ τῶν ἰδίων) 1 Ti 5:8; J 1:11b (the worshipers of a god are also so called: Herm. Wr. 1, 31).—Sg. τὸν ἴδιον J 15:19 v.l. (s. b below).ⓑ home, possessions τὰ ἴδια home (Polyb. 2, 57, 5; 3, 99, 4; Appian, Iber. 23; Peripl. Eryth. 65 εἰς τὰ ἴδια; POxy 4, 9f ἡ ἀνωτέρα ψυχὴ τ. ἴδια γεινώσκει; 487, 18; Esth 5:10; 6:12; 1 Esdr 6:31 [τὰ ἴδια αὐτοῦ=2 Esdr 6:11 ἡ οἰκία αὐτοῦ]; 3 Macc 6:27, 37; 7:8; Jos., Ant. 8, 405; 416, Bell. 1, 666; 4, 528) J 16:32 (EFascher, ZNW 39, ’41, 171–230); 19:27; Ac 5:18 D; 14:18 v.l.; 21:6; AcPl Ha 8, 5. Many (e.g. Goodsp, Probs. 87f; 94–96; Field, Notes 84; RSV; but not Bultmann 34f; NRSV) prefer this sense for J 1:11a and Lk 18:28; another probability in both these pass. is property, possessions (POxy 489, 4; 490, 3; 491, 3; 492, 4 al.). ἐκ τῶν ἰδίων from his own well-stocked supply (oft. in ins e.g. fr. Magn. and Priene, also SIG 547, 37; 1068, 16 [in such ins the focus is on the generosity of public-spirited officals who use their own resources to meet public needs]; Jos., Ant. 12, 158) J 8:44. The sg. can also be used in this way τὸ ἴδιον (SIG 1257, 3; BGU 1118, 31 [22 B.C.]) J 15:19 (v.l. τὸν ἴδιον, s. a above).—τὰ ἴδια one’s own affairs (X., Mem. 3, 4, 12; 2 Macc 9:20; 11:23 v.l., 26, 29) 1 Th 4:11, here πράσσειν τὰ ἴδια=mind your own business.— Jd 6 of one’s proper sphere.⑤ pert. to a particular individual, by oneself, privately, adv. ἰδίᾳ (Aristoph., Thu.; Diod S 20, 21, 5 et al.; ins, pap, 2 Macc 4:34; Philo; Jos., Bell. 4, 224, C. Ap. 1, 225; Ath. 8, 1f) 1 Cor 12:11; IMg 7:1.—κατʼ ἰδίαν (Machon, Fgm. 11 vs. 121 [in Athen. 8, 349b]; Polyb. 4, 84, 8; Diod S 1, 21, 6; also ins [SIG 1157, 12 καὶ κατὰ κοινὸν καὶ κατʼ ἰδίαν ἑκάστῳ al.]; 2 Macc 4:5; 14:21; JosAs 7:1; Philo, Sacr. Abel. 136; Just., D. 5, 2) privately, by oneself (opp. κοινῇ: Jos., Ant. 4, 310) Mt 14:13, 23; 17:1, 19; 20:17; 24:3; Mk 4:34a; 6:31f; 7:33 (Diod S 18, 49, 2 ἕκαστον ἐκλαμβάνων κατʼ ἰδίαν=‘he took each one aside’); 9:2 (w. μόνος added), 28; 13:3; Lk 9:10; 10:23; Ac 23:19; Gal 2:2 (on the separate meeting cp. Jos., Bell. 2, 199 τ. δυνατοὺς κατʼ ἰδίαν κ. τὸ πλῆθος ἐν κοινῷ συλλέγων; Appian, Bell. Civ. 5, 40 §170); ISm 7:2.⑥ pert. to being distinctively characteristic of some entity, belonging to/peculiar to an individual ἕκαστον δένδρον ἐκ τ. ἰδίου καρποῦ γινώσκεται every tree is known by its own fruit Lk 6:44. τὰ ἴδια πρόβατα his (own) sheep J 10:3f. εἰς τὸν τόπον τ. ἴδιον to his own place (= the place where he belonged) Ac 1:25; cp. 20:28. The expression τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο Ro 8:32 emphasizes the extraordinary nature of God’s gift: did not spare his very own Son (Paul’s association here with the ref. to pandemic generosity, ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτο͂ν, contributes a semantic component to ἰ. in this pass.; for the pandemic theme see e.g. OGI 339, 29f; for donation of one’s own resources, ibid. 104; IGR 739, II, 59–62. For the term ὁ ἴδιος υἱός, but in difft. thematic contexts, see e.g. Diod S 17, 80, 1 of Parmenio; 17, 118, 1 of Antipater. In relating an instance in which a son was not spared Polyaenus 8, 13 has υἱὸς αὐτοῦ, evidently without emphasis, but Exc. 3, 7 inserts ἴδιος υἱός to emphasize the gravity of an officer’s own son violating an order.). 1 Cor 7:4ab. ἕκαστος ἐν. τ. ἰδίῳ τάγματι each one in his (own) turn 15:23 (cp. En 2:1 τ. ἰ. τάξιν). καιροὶ ἴδιοι the proper time (cp. Diod S 1, 50, 7 ἐν τοῖς ἰδίοις χρόνοις; likew. 5, 80, 3; Jos., Ant. 11, 171; Ps.-Clemens, Hom. 3, 16; TestSol 6:3 ἐν καιρῷ ἰ.; Just., D. 131, 4 πρὸ τῶν ἰ. καιρῶν; Mel., P. 38, 258ff) 1 Ti 2:6; 6:15; Tit 1:3; 1 Cl 20:4; cp. 1 Ti 3:4f, 12; 4:2; 5:4. ἴδιαι λειτουργίαι … ἴδιος ὁ τόπος … ἴδιαι διακονίαι in each case proper: ministrations, … place, … services 1 Cl 40:5.—In ἰδία ἐπίλυσις 2 Pt 1:20 one’s own private interpretation is contrasted with the meaning intended by the author himself or with the interpretation of another person who is authorized or competent (s. ἐπίλυσις and WWeeda, NThSt 2, 1919, 129–35).—All these pass. are close to mng. 3; it is esp. difficult to fix the boundaries here.—DELG. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv. -
72 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
73 ἔρχομαι
ἔρχομαι (ἔρχομαι, -εται, -οντ(αι); ἐρχόμενον, [-ομένοις]: impf. ἤρχετο: aor. ἦλθον, -ες, -ε(ν), ἦλθ, ἦλθον; ἔλθῃς, -ῃ; ἔλθ, ἐλθέ; ἐλθών, -όντος, -όντα, -όντες, -όντεσσιν, -όντας; ἐλθεῖν; ἤλυθον, -ε(ν), - ον: Dor. causal aor. ἔλευσεν.)1 go, come1 of people.a c.ἐγγύς, παρά, πρός, ὑπό, ἀπό, ἐκ, ἐς· ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
πὰρ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111
δέξατ' ἐλθόντ Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
Ζεῦ, ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν sc. in the course of my song. O. 6.28ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.43
εὖτ' ἂν δὲ θρασυμάχανος ἐλθὼν Ἡρακλέης κτίσῃ O. 6.67
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἔκτανεν Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί O. 13.60
μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (codd.: ἴθι byz.) O. 14.21 [ ἀνδράσι ἐς πλόον ἐρχομένοις (v. l. ἀρχομένοις) P. 1.34]φαντὶ δὲ μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱὸν τοξόταν P. 1.52
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P.2.4.ἐλθόντος γὰρ ξένουἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“ ξείνοις ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” P. 4.30 “ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” P. 4.44καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.125
“ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160Ζηνὸς υἱοὶ ἦλθον P. 4.172
σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι ἤλυθον P. 4.204
ἐς Φᾶσιν δ' ἔπειτεν ἤλυθον P. 4.212
ἡρώων ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116
ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.47
ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει N. 5.45
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἐέθλων παῖς ἐναγώνιος N. 6.11
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49
αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46
Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.3
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pae. 6.9
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες [ἦ]λθον ἄγγελοι ὀπίσω Pae. 6.100
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν fr. 229. fig.,ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.24
b c. dat.ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.44
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν N. 4.22
ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχετο, Snell) fr. 140a. 67.c c. acc. οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν P.3.16. “ τάνδε νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52κοί ἦλθον Πελία μέγαρον P. 4.134
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.52
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς I. 2.48
καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.53 c. acc. cogn.,ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι P. 8.41
d met. σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ walking in the path of justice P. 5.14 μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων i. e. go out of tune, be discordant N. 7.692 of things,a c. dat. pers.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' ἐλθεῖν κῦδος O. 3.39
ἦλθε δέ οἱμάντευμα P. 4.73
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος Pae. 2.68
b c. prep.ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.34
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες P. 4.198
χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.10
μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδεςπολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.32
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30
3 ἔλευσα, Dor. causal aor., I made to come, brought τὸ μὲν ἔλευσεν (sc. Περσεύς) Δ. 4. 39. but v. λεύω.4 fragg.ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ Pae. 15.9
]εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πολεα[ (Π̆{S}: φθον Π.) Δ. 3.. ]ηλυθο[ν P. Oxy. 1792 fr. 8. -
74 φιλοτιμέομαι
A- ηθήσομαι D.S.11.18
codd.: [tense] aor.ἐφιλοτιμήθην X.Mem.2.9.3
, Pl.La. 182b, Isoc.4.44, Is.2.42; later,ἐφιλοτιμησάμην Plb.20.8.2
, Ael.VH3.1 (writtenἐφιλοτειμήσετο Ephes.3
No.13): [tense] pf.πεφιλοτίμημαι D.42.24
, Porph. ap. Stob.2.1.32:—[tense] pf. in pass. sense, Aristid.1.446 J.: ([etym.] φιλότιμος):— love or seek after honour, Pl.Alc.2.146a, Is. l. c., D.20.103, etc.: hence, to be ambitious, emulous, Ar.Ra. 281; φ. ὅτι .. to be jealous because.., X.An.1.4.7, Lys. 14.21; φ. πρὸς ἀλλήλους, πρὸς τοὺς ἄλλους, vie emulously with, rival, Pl.Smp. 178e, Phdr. 234a, cf. Lys.29.14.2 the object of ambition, etc., is mostly added with a Prep., φ. ἐπί τινι to place one's fame in a thing, glory or pride oneself upon it, Pl.R. 553d, X.Mem.2.6.12, Lys.14.42;ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις Isoc.3.46
, al.; ;ὑπὲρ τῆς δόξης Isoc.8.93
; περὶ τῶν καλῶν contend in rivalry for, Plu.2.760c; περὶ τὴν θήραν, δεῖπνα, D.S.3.18, Plu.Phil.9;ἀφ' ἑτέρων ἀρετῶν Id.2.819c
: c. neut. pron. in acc.,πρὸς ἃ ἐγὼ φιλοτιμοῦμαι X.HG1.6.5
: c. acc. cogn.,φ. φιλοτιμίας ἀκάρπους Plu.2.830e
;τὴν ἀγαθὴν ἔριν J.BJ1.10.5
; φ. πρὸς τὴν πόλιν show patriotic zeal for.., Lycurg.140, cf. IG22.1176.26, etc.;εἰς τὴν αὔξησιν D.S.1.50
, cf. 25, D.L.4.44, Aristid. l. c.II c. inf., strive eagerly to do a thing, endeavour earnestly, aspire,οἳ πάνυ ἂν φιλοτιμηθεῖεν φίλῳ σοι χρῆσθαι X.Mem.2.9.3
, cf. Oec.21.6, PPetr.3p.115 (iii B. C.), PCair.Zen.578.2(iii B. C.), etc.; : c. part.,φ. ἐλέγχων Id.R. 336c
, cf. X.Eq.Mag. 9.6: c. acc. et inf., to be anxious that.., ib.1.25: c. acc.,ἀεὶ ἕν γέ τι φιλοτιμούμενος Id.Oec.4.24
: withὅπως, καλῶς ἂν ποιήσαις φιλοτιμηθεὶς ὅπως ἂν παρὰ τοῦ Θεοδώρου λάβῃς τὰ ἐπιστόλια PCair.Zen.41.19
(iii B. C.), cf. PMich.Zen.6.3 (iii B. C.).III c. dat. rei, present with a thing, χρήμασί τινας v. l. in Procop.Goth.1.5: but c. acc. rei, lavish upon,τινί τι Aristaenet.1.1
;πόλεμος.. νίκας ἀδίκους φ. Chor.35.71
p.410F.-R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοτιμέομαι
-
75 ἀπάγω
ἀπάγω fut. ἀπάξω LXX; 2 aor. ἀπήγαγον. Pass.: fut. ἀπαχθήσομαι LXX; 1 aor. ἀπήχθην Ac 12:19; pf. ptc. ἀπηγμένος; plupf. 3 sg. ἀπῆκτο Gen 40:3 (Hom.+).① to lead or move someone or someth. from a place, lead off, take away, to water Lk 13:15. W. acc. of pers. and indication of goal (Ps 59:11; 3 Km 1:38) με εἰς τὴν Ἀρκαδίαν Hs 9, 1, 4 (Diod S 5, 51, 4 Διόνυσος ἀπήγαγε τὴν Ἀριάδνην εἰς τὸ ὄρος). σὲ ἀ. ἐν τῷ ναῷ Κυρίου GJs 6:1. ποῦ σε ἀπάξω καὶ σκεπάσω σου τὴν ἀσχημοσύνην; where shall I take you to hide your shame? 17:3. Abs. Ac 24:6(7) v.l. (cp. next).② to conduct a pers. from one point to another in a legal process, legal t.t.ⓐ bring before πρὸς Καϊάφαν Mt 26:57; πρὸς τὸν ἀρχιερέα Mk 14:53. ἐπὶ βασιλεῖς Lk 21:12. εἰς τὸ συνέδριον Lk 22:66. εἰς τὸ ἱερόν GJs 15:2.—Mt 27:2. Of a witness Ac 23:17.ⓑ lead away a prisoner or condemned man (cp. Andoc. 4, 181; Demosth. 23, 80; PPetr II, 10 [2], 7; PLille 7, 12f οὗτος ἀπήγαγέν με εἰς τὸ δεσμοτήριον; OGI 90, 14; Gen 39:22; Philo, De Jos. 154) Mk 14:44; 15:16; AcPl Ha 4, 13. Cp. intr. Rv 13:10 v.l.ⓒ lead away to execution (Diod S 13, 102, 3; POxy 33, I 8, al.; Sus 45 Theod.; EpJer 17; En 10:13 εἰς τὸ χάος τοῦ πυρός; Jos., Bell. 6, 155, Ant. 19, 269; Just., A I, 31, 6 al.) ἀ. εἰς τὸ σταυρῶσαι to crucify ( him) Mt 27:31. With no addition (Aesop., Fab. 56 P. [for this Halm 112 and H-H. 56 ὑπάγω]; Esth 1:1o) Lk 23:26; J 19:16 v.l., but s. also P66 Supplement v.l., ’58, 38. Pass. ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι he ordered that they be led away (Polyaenus 5, 2, 16 ἀπαχθῆναι προσέταξεν) to execution Ac 12:19. εἰς ʼΡώμην IEph 21:2.③ intr. to mark an extension along a route. Of a road lead, run (like Lat. ducere) εἴς τι (Vita Aesopi W 4 ἀπάγουσα ὁδὸς εἰς τὴν πόλιν; Stephanus Byzantius [VI A.D.], Ethnica ed. Meineke I p. 287 Εὔτρησις, κώμη … κεῖται παρὰ τ. ὁδὸν τὴν ἐκ Θεσπιῶν εἰς Πλαταιὰς ἀπάγουσαν): εἰς τ. ἀπώλειαν to destruction Mt 7:13 (TestAbr A 11 p. 90, 7 [Stone p. 28]; B 8 p. 113, 2 [Stone p. 74]). εἰς τ. ζωήν vs. 14. Of pers. leave (s. ἄγω 5) ἀπά̣γ̣ει ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν AcPl Ha 7, 18.④ to cause to depart from correct behavior, pass. be misled, carried away (Lucian, Catapl. 26 πρὸς ὕβριν) πρὸς τὰ εἴδωλα led astray to idols 1 Cor 12:2. ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις ἀπαγόμενοι carried away by pleasures and desires Dg 9:1 ἀπα̣γ̣ο̣μ̣έ̣ν̣ο̣υ̣ς κ̣α̣[ὶ κα]τ̣ανδραπ̣οδ̣ι̣ζ̣ομένο̣υ̣ς led off and enslaved AcPl Ha 1, 10.—M-M. -
76 Ζεύς
1 genealogical relationships. son of Kronos,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44
“ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” P. 4.23Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοί P. 4.171
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24
] Κρονίων Ζεὺς ?fr. 334a. 10, cf. O. 2.12 husband of Hera,Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον P. 2.27
Διὸς ἄκοιτιν P. 2.34
cf. N. 7.95 husband of Thetis, Θέμιν ἄλοχον Διὸς fr. 30. 5. cf. fr. 31. son of Rhea v. O. 2.12 brother of Hestia and Hera,Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2
lover of Aigina,Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (sc. Αἴγινα καὶ Θήβα) I. 8.18 lover of Alkmene, P. 4.171τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα Ἀλκμήνα P. 9.84
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
lover of Danae, N. 10.11 lover of Leda, P. 4.171 lover of Semele O. 2.27, and of Thyone,ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.98
lover of Thebe, I. 8.18, cf. test., fr. 290. lover of Ganymede,ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.45
prospective lover of Thetis, ( Θέτιν) Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς πὰρ ἀδελφεοῖσιν (Tric.: Διὶ codd.: Δί τε Hermann) I. 8.35 cf. I. 8.27 father of Apollo & Artemis,παίδων Διός P. 3.12
father of Athena,αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77
( Ζεὺς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34, cf. O. 7.36 father of Herakles,Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.44
παῖς Διὸς N. 1.35
, cf. P. 9.84, I. 6.42 ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Πα. 2. ]Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622. fr. 1. 15. father of Polydeukes,Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
father of Aiakos, N. 7.84, I. 8.18, cf. Pae. 15.5 father of Korinthos,ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος N. 7.105
father of Muses,κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
father of Graces O. 14.14 father of Fortune,παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.1
father of Truth,θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4
father of Peirithoos, φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος sc. Peirithoos and Theseus fr. 243.2 king and all powerful father of gods and men.πατέρ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194
Ζεὺς πατήρ O. 2.27
ὦ Ζεῦ πάτερ O. 7.87
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας, Ζεῦ πάτερ O. 13.26
Ζεὺς πατὴρ P. 3.98
“ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” P. 4.23Ζεῦ πάτερ N. 8.35
, N. 9.31, N. 9.53, N. 10.29παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ N. 10.55
“ ὦ Ζεῦ πάτερ” (Herakles speaks) I. 6.42 Ζεὺς πατήρ fr. 93. v.πατήρ. Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
Ζηνὶ βασιλέι I. 8.18
, cf. O. 7.34, N. 7.82, N. 10.16ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1
εὐρυτίμου Διός O. 1.42
Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.14
πρὸς Ὀλυμπίου Διός Πα. 6. 1, cf. O. 2.12, O. 14.12Διὸς ὑψίστου N. 1.60
Ζηνὸς ὑψίστου N. 11.2
Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεύς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
, cf. P. 5.122Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
οὐρανίου Διός Pae. 20.9
v. also,μεγασθενής, ἀριστοτέχνας, κράτιστος, εὐρύζυγος. Ζεὺς ἄφθιτος P. 4.291
ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ i. e. on earth O. 2.58 παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.3 as patron and cult god. of the Aiakidai;Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα N. 3.65
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας N. 5.7
of the Eratidai;τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23
of the Blepsiadai;Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ O. 8.16
of the Aiolidai; “ μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις” P. 4.167, cf. P. 4.107 as Ζεὺς γενέθλιος, v. O. 8.16, P. 4.167 asΖεὺς σωτήρ; σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον O. 5.17
σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5, cf. I. 6.8 asΖεὺς Αἰτναῖος; Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6
, cf.Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.29
asΖεὺς λτ;γτ;ένιος; σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
cf. N. 5.33 asΖεὺς Λυκαῖος; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
cf. O. 13.108, N. 10.48 as Zeus-Aristaios; “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” in Cyrene P. 9.64 asΖεὺς ἐλευθέριος; παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου Τύχα O. 12.1
asΖεῦς τέλειος; Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67
, cf. N. 10.29 as Ζεὺς Ἄμμων; Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 “ Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” i. e. to Libya P. 9.53, cf. fr. 36. as Ζεὺς Δωδωναῖος; v. fr. 57. as Ζεὺς Ἑλλάνιος, in Aigina.πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου N. 5.10
ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125
as Ζεὺς Ἀταβύριος, in Rhodes.ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87
as Ζεὺς ἑρκεῖος; v. Pae. 6.114 as Ζεὺς Ὀλύμπιος, of Olympia.Πίσα μὲν Διός O. 2.3
Διὸς πανδόκῳ ἄλσει O. 3.17
cf. O. 10.45σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον, τιμῶν τ' Αλφεόν O. 5.17
βωμῷ τε μαντείῳ Διὸς ἐν Πίσᾳ O. 6.5
Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70
Οὐλυμπία, ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον Διός O. 10.24
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.26
Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπίας (sc. νίκα) P. 7.15σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24
γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
asΖεὺς Νεμεαῖος; Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ N. 4.9
Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ N. 7.80
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη· ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (contra, Διὸς ἀγῶνι with τὰ οἴκοι Σ.) N. 2.244 as master of the elements.ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ O. 4.1
ὑψινεφὲς Ζεῦ O. 5.17
Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44
Δία τε φοινικοστερόπαν O. 9.6
αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ O. 9.42
ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52
πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.81
Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77
ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194
cf. N. 9.25, N. 10.8, 71.ὀρσινεφὴς Ζεὺς N. 5.35
κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.10
ἐρισφάραγος ( Ζεύς) fr. 15.5a Zeus' emblem the eagle.Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88
Διὸς αἰετός P. 1.6
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
b giver of oracles and omens.ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός O. 8.44
“ αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν” P. 4.23 cf. P. 4.197, N. 9.19Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60
κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.35
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
cf. O. 6.5, O. 6.70, O. 8.3 Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν. (supp. Bury: sc. Κάδμος) Δ. 2. 29.c giver of blessings.Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.95
τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν P. 4.107
Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.122
Ζεῦ, μεγάλαι δἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29
Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1.d punishes Ixion,δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40
punishes Apharetidai,καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
punishes Typhon, κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ fr. 93. cf.ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13
frees Titans,λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291
buries Amphiareus,ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
γαῖα δ' κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν N. 10.8
his abode sought by Bellerophon, τὸν δ (sc. Πάγασον)ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.47
e as prelude,ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25
f in various other connections. ἔτειλαν (sc. ἐσλοὶ)Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70
Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) O. 2.79χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61
ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.49
“ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” Euxantios speaksΠα... ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7
τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. fig.,μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
6 frag. & test. Porphyr., de abst., 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις. ἐρασθέντα δὲ Πασιφάης ( φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι ( νῦν add. Abresch) μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον (verba ἀλλὰ κύκνον non ad carmen Pindaricum spectare censuit Turyn: v. Griffiths, Hermes, 1960, 374.) fr. 91. The punishment of the Cyclops by Zeus is probably alluded to in fr. 266.τὰ δ' α[ ] Ζεὺς οἶδ[ Παρθ. 2. 33. Διὸς[ Pae. 6.145
Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. ] Ζηνί γε πα[ fr. 60a. 5. -
77 διαστασιάζω
A form into separate factions, ; τοὺς ἐποίκους.. πρὸς τοὺς εὐπόρους ib. 1306a3; τὸ πλῆθος, τὴν πόλιν, J.BJ1.11.5, Plu.Cam.36; set at variance,σῶμα καὶ ψυχήν J. BJ3.8.5
.II to be at variance, πρὸς σφᾶς, πρὸς ἀλλήλους, Plb. 1.82.4, etc.;τινί D.C.54.17
;τοῖς ἀληθέσι Iamb.Myst.9.4
: abs., ib. 4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστασιάζω
-
78 δίκαιος
A in Hom. and all writers, of persons, observant of custom or rule, Od.3.52; esp. of social rule, well-ordered, civilized,ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δ. 9.175
, cf. 8.575; [Γαλακτοφάγοι] δικαιότατοι Il.13.6
; [Χείρων] δικαιότατος Κενταύρων 11.832
, cf. Thgn.314, 794; δ. πολίτης a good citizen, D.3.21, etc.: metaph. of the sea, Sol.12.2 ([comp] Sup.); δικαίη ζόη a civilized way of living, Hdt.2.177. Adv. δικαίως, μνᾶσθαι woo in due form, decently, Od.14.90;ὑπὸ ζυγῷ λόφον δ. εἶχον
loyally,S.
Ant. 292.2 observant of duty to gods and men, righteous, Od.13.209, etc.;δ. πρὸς πᾶσαν ὁμιλίην Hp.Medic. 2
;ἰθὺς καὶ δ. Hdt.1.96
; opp. δυσσεβής, A.Th. 598, cf. 610;δ. καὶ ὅσιος Pl.Grg. 507b
; (lyr.); also of actions, etc., righteous, ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ a thing rightly said, Od.18.414, etc.B later:I equal, even, well-balanced, ἅρμα δίκαιον evengoing chariot, X.Cyr.2.2.26: so metaph.,νωμᾷ δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86
;δικαιόταται ἀντιρροπαί Hp.Art.7
; δικαιότατα μοχλεύειν ibid.: hence, fair, impartial, ;συγγραφεύς Luc.Hist.Conscr.39
.b legally exact, precise, τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων to speak quite exactly, Hdt.7.108, cf. Th.3.44; of Numbers,αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαι Hdt.2.149
. Adv.-αίως, πάντα δ. ὑμῖν τετήρηται D.21.3
; δ. ἐξετάζειν ib.154.2 lawful, just, esp. τὸ δ. right, opp. τὸ ἄδικον, Hdt.1.96, A.Pr. 189 (lyr.), etc.;τὸ δ. τὸ νόμιμον καὶ τὸ ἴσον Arist.EN 1129a34
; δ. διορθωτικόν, διανεμητικόν, ib. 1131b25, 27; τὸ πολιτικὸν δ. ib. 1134b18;ἔστι ἐπιεικὲς τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δ. Id.Rh. 1374a27
, cf. EN 1137b12;καὶ δίκαια κἄδικα Ar. Nu.99
;τὰ ἴσα καὶ τὰ δ. D.21.67
; τοὐμὸν δ. my own right, E.IA 810; ἐλθεῖν ἐπὶ τοῦτο τὸ δ. bring the case to this issue, Antipho6.24; οὐδὲν τῶν δ. ποιεῖν τινί not to do what is just and right by a man, X.HG5.3.10; τὰ δ. ἔχειν, λαμβάνειν, receive one's due, Id.An.7.7.14, 17; τὰ δ. πράττεσθαι πόλιν give a city its deserts, A.Ag. 812; ἐκ τοῦ δικαίου, = δικαίως, Ar.Av. 1435, cf. Th.2.89; so ἀπὸ τοῦ δικαίου, τῶν δικαίων, Inscr.Prien.50.8 (ii B. C.), 123.8 (i B. C.);μετὰ τοῦ δ. Lys.2.12
, D.21.177; τὸ δίκαιον lawful claim, ἃ ἔχομεν δίκαια πρός .. Th.3.54, cf. D. 21.179, Plu.Luc.3, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους δ. mutual obligations or contracts, Plb.3.21.10; ἐπὶ συγκειμένοις τισὶ δικαίοις on certain agreed terms, D.H.3.51. Adv.- αίως
rightly, justly,Hdt.
6.137;μεῖζον ἢ δ. A.Ag. 376
(lyr.);καὶ δ. καὶ ἀδίκως And.1.135
.II of persons and things, meet and right, fitting,δ. τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς A.Ag. 1604
;κόσμος οὐ φέρειν δ. Id.Eu.55
; ἵππον δ. ποιεῖσθαί τινι make a horse fit for another's use, X.Mem.4.4.5, cf. Cyn.7.4 (ἵππος δ. τὴν σιαγόνα having a good mouth, Poll.1.196).2 real, genuine,γόνος S.Fr.[1119]
;ποιῶν τὰ ἐν τῇ τέχνῃ δ. Supp.Epigr.2.184.7
(Tanagra, ii B. C.). Adv., εἴπερ δικαίως ἐστ' ἐμός really and truly mine, S.Aj. 547, cf.Pl.Cra. 418e.3 ὁ δ. λόγος the plea of equity, Th.1.76. Adv.- αίως
with reason,Id.
6.34, cf. S.OT 675: [comp] Comp. , etc.; also- οτέρως Isoc. 15.170
: [comp] Sup. ; [dialect] Aeol.δικαίτατα IG12(2).526c17
([place name] Eresus).C in Prose, δίκαιός εἰμι, c. inf., δίκαιοί ἐστε ἰέναι you are bound to come, Hdt.9.60, cf. 8.137;δ. εἰμεν ἔχειν Id.9.27
; δ. εἰμι κολάζειν I have a right to punish, Ar.Nu. 1434, cf. S.Ant. 400;δ. ἐστι περιπεσεῖν κακοῖς Antipho 3.3.7
; δ. εἰσι ἀπιστότατοι εἶναι they have most reason to distrust, Th.4.17;δ. βλάπτεσθαι Lys.20.12
;δ. ἐστιν ἀπολωλέναι
dignus est qui pereat,D.
6.37; ὁ σπουδαῖος ἄρχειν δ. has a right to.., Arist.Pol. 1287b12; with a non-personal subject,ἔλεος δ. ἀντιδίδοσθαι Th.3.40
: less freq. in [comp] Comp. and [comp] Sup.,δικαιότεροι χαρίσασθαι Lys.20.34
;δικαιότατος εἶ ἀπαγγέλλειν Pl.Smp. 172b
; but δίκαιόν ἐστι is also found, Hdt.1.39, A.Pr. 611, etc.: pl., , cf. Tr. 495, 1116; δικαίως ἄν, c. opt., Pl. Phdr. 276a. [ δικαίων with penult. short in Orph.Fr.247.2; cf. οὐ δίκαον· οὐ δίκαιον, Hsch.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίκαιος
-
79 εὐνοϊκός
A welldisposed, kindly, favourable,εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1
, cf. Amphis 1: [comp] Sup. - ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16
. Adv.εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15
;πρός τινα Id.Mem.2.6.34
, Arist. Rh.Al. 1436b18;εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237
;πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25
([place name] Nero);εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19
;εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7
: [comp] Comp. - ωτέρως Id.51.2; - ώτερον Lib.Decl.49.31: [comp] Sup. - ώτατα X.Cyr.8.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοϊκός
-
80 κακός
A bad:I of persons,1 of appearance, ugly,εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316
, cf. Paus.8.49.3.2 of birth, ill-born, mean,γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων.., ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64
;Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον.. ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189
;οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415
;οὐδ' ἐὰν.. φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT 1063
; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib. 1397.3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279;Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153
, cf. Od.3.375;κ. καὶ ἀνήνορα 10.301
;οἵτινες.. ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14
;κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11
; οὐδαμῶν κακίονες ib. 104;κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph. 1306
; ;οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31
.4 bad of his kind, i. e. worthless, sorry, unskilled,ἡνίοχοι Il. 17.487
; [ τοξότης] ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib. 632;νομῆες Od.17.246
; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib. 578; ; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr. 457; : c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214;κ. γνώμην S.Ph. 910
: also c. dat.,κακοὶ γνώμαισι Id.Aj. 964
: c. inf.,κ. μανθάνειν Id.OT 545
; [ νῆσος]φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393
; cf. 11.5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op. 240; opp. Χρηστός, S.Ant. 520;ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT 334
, Ph. 984;πλεῖστον κάκιστος Id.OC 744
;κ. πρός τινας Th.1.86
;εἰς φίλους E.Or. 424
codd.;περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c
.II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; Χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like , unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr. 328, A.Pers. 354, 369, etc.; of words, abusive, foul,κ. λόγοι S.Ant. 259
, cf. Tr. 461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag. 657: Astrol., unlucky,τόποι Heph.Astr.1.12
; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.B κακόν, τό, and κακά, τά, as Subst., evil, ill,δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63
;ἀθάνατον κακόν 12.118
;ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65
; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag. 862, 1102, E.Med. 447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra. 552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT 640, cf. OC 496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά to do harm or ill to any one, Il.2.195, etc.;πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289
; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op. 265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC 1238 (lyr.); (lyr.);δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC 595
, cf. Ant. 1281;δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041
(lyr.).2 κακά, τά, evil words, reproaches,πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61
, cf.A.Th. 571, S.Aj. 1244,Ph. 382, etc.3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.4 of a person, pest, nuisance,τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av. 931
; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib. 294.C degrees of Comparison:1 regul. [comp] Comp. in [dialect] Ep.,κακώτερος Od.6.275
, 15.343, Theoc.27.22, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with [pron. full] ῐ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with [pron. full] ῑ in Trag., exc. E.Fr. 546 (anap.);κακῑότερος AP12.7
([place name] Strato).2 [comp] Sup.κάκιστος Hom.
, etc.--Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.D Adv. κακῶς ill,ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253
, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr. 266, etc.;κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11
;κ. ἔχειν Ar.Ra.58
, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarelyκακῶς πάσχειν A.Pr. 759
, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8;κ. ὄλοισθε S.Ph. 1035
, etc.; with play on two senses,ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2
; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach. 503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: [comp] Comp.κάκιον Hdt.1.109
, S.OT 428, And.l.c., Pl.Mx. 236a, etc.: [comp] Sup. , Pax2, Pl.R. 420b, etc.2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., [dialect] Att., etc.,κακὸν κακῶς νιν.. ἐκτρῖψαι βίον S.OT 248
;κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr. 446
(troch.);ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65
, cf. Eq. 189, 190, D.32.6, Procop.Pers.1.24;κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41
;κακοὺς κάκιστα S.Aj. 839
; in reversed order, ; with intervening words,κακῶς.. ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph. 1369
, cf. E.Cyc. 268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, [comp] Comp. kasyah-, [comp] Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.)
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
ξυστίς — ξυστίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες τής ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια 2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek