-
1 Ευρώπης
-
2 Εὐρώπης
-
3 Ευρώπα
Εὐρώπᾱ, ΕὐρώπηEuropa: fem nom /voc /acc dualΕὐρώπᾱ, ΕὐρώπηEuropa: fem nom /voc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱ, Εὐρώπηςmasc nom /voc /acc dual (doric)Εὐρώπᾱ, Εὐρώπηςmasc gen sg (doric aeolic)——————Εὐρώπᾱͅ, ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱͅ, Εὐρώπηςmasc dat sg (doric aeolic) -
4 Ευρώπας
Εὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem acc plΕὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem gen sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc acc pl (doric)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
5 Εὐρώπας
Εὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem acc plΕὐρώπᾱς, ΕὐρώπηEuropa: fem gen sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc acc pl (doric)Εὐρώπᾱς, Εὐρώπηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
6 Ευρώπη
ΕὐρώπηEuropa: fem nom /voc sg (attic epic ionic)Εὐρώπηςmasc voc sg (doric)——————ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (attic epic ionic)Εὐρώπηςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
7 Εύρωπα
-
8 Εὔρωπα
-
9 Ευρώπαν
Εὐρώπᾱν, ΕὐρώπηEuropa: fem acc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱν, Εὐρώπηςmasc acc sg (epic doric aeolic) -
10 Εὐρώπαν
Εὐρώπᾱν, ΕὐρώπηEuropa: fem acc sg (doric aeolic)Εὐρώπᾱν, Εὐρώπηςmasc acc sg (epic doric aeolic) -
11 Ευρώπηι
Εὐρώπῃ, ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (attic epic ionic)Εὐρώπῃ, Εὐρώπηςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
12 Εὐρώπηι
Εὐρώπῃ, ΕὐρώπηEuropa: fem dat sg (attic epic ionic)Εὐρώπῃ, Εὐρώπηςmasc dat sg (attic epic doric ionic) -
13 Ευρώπην
-
14 Εὐρώπην
-
15 Ευρώπου
-
16 Εὐρώπου
-
17 διαμείβω
A exchange, τι πρός τι one thing with another, Pl.Plt. 289e;τὰς οἰκίας J.BJ1.6.1
:—[voice] Med.,τισὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον Sol.15.2
;τινί τι ἀντί τινος Pl.Lg. 915e
;τὰ ἱμάτια πρός τινα Plu.Cim.10
; διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης change Asia for Europe, i.e. pass into Asia, E.IT 397 (lyr.);δ. μεταβολήν Dam.Pr. 392
; δ. τὴν φύσιν πρός τι ib. 396.2 δ. ὁδόν finish a journey, A.Th. 334(lyr.):—[voice] Med., (anap.); but in [voice] Med. also, pass through,πολλὰ φῦλα Id.Supp. 543
(lyr.);πόντου πεδίον Id.Fr. 150
(lyr.).4 [voice] Med., ἀγορὰς διαποντίους δ. trade in foreign markets, D.H.5.66.5 [voice] Med., requite, D.C.56.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμείβω
-
18 διέξειμι
2 go through, pass through a country, δ. τῆς Λιβύης τὰ ἄνω ib.25;τὴν Μιλησίην Id.5.29
;διὰ πάσης Εὐρώπης Id.2.36
;διὰ παντὸς τοῦ σώματος Th.2.49
, cf. 3.45; χώραν, τόπον, Plb.4.25.4, Plu.2.149a.II in counting or recounting, go through in detail, relate circumstantially, Hdt.1.116, 7.77, etc.;περί τινος Isoc.5.4
, Pl.Prt. 361e, etc.; go through, by way of examining, E.Hipp. 1024; expound, Epicur.Nat.2.11; deliver,ἐγκώμιον Plu.Ant.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέξειμι
-
19 ζήτησις
A seeking, search for,κατ' Εὐρώπης ζήτησιν ἐκπλῶσαι Hdt.2.44
; κατὰ βίου τε καὶ γῆς ζ. Id.1.94, cf. 2.54; ἀνδρὸς κατὰ ζήτησιν in quest of him, S.Tr.55;ἡ ζ. τῶν δρασάντων Th.8.66
;ζ. ἐπιστήμης Pl.Tht. 196d
, etc.;τῆς τροφῆς Th.8.57
;τῆς ἀληθείας Id.1.20
.2 searching, examining, ζήτησιν ἐποιέετο τῶν νεῶν searched the ships, Hdt.6.118, cf. Lys.12.30, Aeschin.1.43.3 inquiry, investigation, esp. of a philosophic nature, Pl.Cra. 406a, Ap. 29c, al.;περὶ τῆς τοῦ παντὸς φύσεως Id.Ti. 47a
; ζ. τοῦ μέλλοντος διὰ ὀρνίθων ποιεῖσθαι inquire into the future by augury, Id.Phdr. 244c: in pl., Id.Phd. 66d, Phld.Rh.1.276S., 2.185S.4 judicial inquiry, Din.1.10, POxy. 237 vi7 (ii A.D.), etc.: pl., suits, controversies, OGI629.9 (Palmyra, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζήτησις
-
20 οὐδαμόθι
A nowhere, in no place, Hdt.7.49;οὐ. ἑτέρωθι Id.3.113
: c. gen.,οὐ. πάσης τῆς Εὐρώπης Id.7.126
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐδαμόθι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Εὐρώπης — Εὐρώπη Europa fem gen sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμβούλιο της Ευρώπης — Διεθνής οργανισμός, ο οποίος αποβλέπει στη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών, που αποτελούν κοινό κτήμα των Μελών του. Βλ. λ. Ευρώπης, Συμβούλιο της … Dictionary of Greek
Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek