Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κακῶς

См. также в других словарях:

  • κακῶς — κακός bad adverbial κακόω maltreat pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακώς — κακός bad masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκως — κακόω maltreat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σὺ δὲ ταῦτα αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας. — См. Что ты посеял, то и жни …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • ORIGENES — auctor Ecclesiasticus, Alexandrinus, fil. Leonidae martyris, sub Severo: discipulus Clementis Alexandr. vide infra, cui successit. Mortuô patre, in summa rerum inopia, bonis videlicet fisco addictis, feminae cuiusdam opulentae munificentiâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • κακηγκάκως — (Α, Μ κακεγκάκως και κακιγκάκως) επίρρ. κακήν κακώς, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προήλθε από εκφράσεις που λέγονταν αρχικά μόνο για θηλυκά, π.χ. τὴν ἐξολόθρευσε, κακήν (οὖσαν), κακῶς] …   Dictionary of Greek

  • κακοσύστατος — κακοσύστατος, ον (Α) αυτός που έχει συσταθεί κακώς, που έχει διαμορφωθεί ελλιπώς σε ένα όλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + συνίστημι] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»