Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διαθήκην

См. также в других словарях:

  • διαθήκην — διαθήκη disposition fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 …   Dictionary of Greek

  • обѣтъ — ОБѢТ|Ъ (81), А с. 1.Обещание: о семь же ѹченикомъ ѥго разѹмѣвъшемъ и обѣтъ ст҃го оц҃ѧ въспомѧнѹвъше прославиша б҃а. ЖФП XII, 64г; наѹчаѥть бо на(с) слово не истѹпати пре(д) б҃мь бывающа с клѧтвою ѡбѣты (τὰς... συνϑήκας) ΓΑ XIII–XIV, 86б; Г(с)ь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TESTAMENTUM — I. TESTAMENTUM alienationis species est, et iuris naturalis. Quamvis enim id, ut actus alii, formam certam accipere possit a iure civili, ipsa tamen eius substantia cognata est dominio, et eô datô iuris naturalis. Possum enim rem meam alienare,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προκυρώ — όω, Α (συν. το μέσ. και παθ.) προκυροῡμαι επικυρώνομαι προηγουμένως («διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῡ Θεοῡ εἰς Χριστόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυρῶ «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

  • Βέλλας, Βασίλειος — (Ιωάννινα 1902 – Αθήνα 1969). Θεολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στις θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εβραϊκού πολιτισμού και έγινε υφηγητής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»