-
1 διαθήκην
завещаниезавета завет заветуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαθήκην
-
2 διαθηκη
ἥ1) устройство, состояние(τοῦ σώματος Democr. ap. Sext. - v. l. διαθιγή)
2) завещательное распоряжение, завещание Lys., Arph., Isae., Isocr.3) наследство по завещанию(πλουτοῦσαν ἀφιέναι διαθήκην Anth.)
4) соглашение, договор(διαθήκην διατίθεσθαί τινι Arph.)
5) завет(ἥ παλαιὰ δ., ἥ καινή δ. NT.)
-
3 ανακογχυλιαζω
-
4 ανοιγνυμι
ἀνοίγνυμι, ἀν-οίγω(impf. ἀνέῳγον - реже ἤνοιγον, эп. тж. ἀνῷγον, эп. iter. ἄναοίγεσκον; aor. ἀνέῳξα и ἤνοιξα - ион. ἄνοιξα или ἀνῷξα; pf. ἀνέῳχα; pass.: pf. ἀνέῳγμαι - дор. ἀνῷγμαι, NT. ἠνέῳγμαι; pf. 2 ἀνέῳγα; aor. ἀνεῴχθην, поздн. aor. 2 ἠνοίγην)1) отворять, отпирать, открывать(πύλας Aesch., Her., Thuc., Plut.; θύραν Arph.; σορόν Her.; κιβωτόν Lys.; τὸ δεσμωτήριον Plat.: ὁδοὺς πρός τι Plut.)
ἁλὸς κέλευθον ναυσὴ ἀ. Pind. — прокладывать морской путь2) вскрывать, распечатывать(σήμαντρα Xen.; σημεῖα Dem.; διαθήκην Plut.)
ἀνοῖξαι βίβλινόν (sc. οἶνόν) τινι Theocr. — распечатать для кого-л. сосуд с библинским вином;τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς Arst. — подвергшийся (анатомическому) вскрытию3) отодвигать, снимать или поднимать(κληῗδα θυράων, πῶμα ἀπὸ χηλοῦ Hom.)
4) открывать, обнаруживать; называть, рассказывать(ὄνομα Aesch.; ἔργ΄ ἀναιδῆ Soph.: λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.)
5) (sc. θάλατταν) выходить в открытое море, отплывагь(εἴκοσι ναυσίν Xen.)
-
5 ανοιγω...
ἀνοίγω...ἀνοίγνυμι, ἀν-οίγω(impf. ἀνέῳγον - реже ἤνοιγον, эп. тж. ἀνῷγον, эп. iter. ἄναοίγεσκον; aor. ἀνέῳξα и ἤνοιξα - ион. ἄνοιξα или ἀνῷξα; pf. ἀνέῳχα; pass.: pf. ἀνέῳγμαι - дор. ἀνῷγμαι, NT. ἠνέῳγμαι; pf. 2 ἀνέῳγα; aor. ἀνεῴχθην, поздн. aor. 2 ἠνοίγην)1) отворять, отпирать, открывать(πύλας Aesch., Her., Thuc., Plut.; θύραν Arph.; σορόν Her.; κιβωτόν Lys.; τὸ δεσμωτήριον Plat.: ὁδοὺς πρός τι Plut.)
ἁλὸς κέλευθον ναυσὴ ἀ. Pind. — прокладывать морской путь2) вскрывать, распечатывать(σήμαντρα Xen.; σημεῖα Dem.; διαθήκην Plut.)
ἀνοῖξαι βίβλινόν (sc. οἶνόν) τινι Theocr. — распечатать для кого-л. сосуд с библинским вином;τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς Arst. — подвергшийся (анатомическому) вскрытию3) отодвигать, снимать или поднимать(κληῗδα θυράων, πῶμα ἀπὸ χηλοῦ Hom.)
4) открывать, обнаруживать; называть, рассказывать(ὄνομα Aesch.; ἔργ΄ ἀναιδῆ Soph.: λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.)
5) (sc. θάλατταν) выходить в открытое море, отплывагь(εἴκοσι ναυσίν Xen.)
-
6 διατιθημι
1) раскладывать, располагать, размещать, расставлять(τὸ μὲν ἐπὴ δεξιά, τὸ δ. ἐπ΄ ἀριστερά Her.)
2) разливать(οἶνον εἰς ὀστράκια Arst.)
3) устраивать, учреждать(τὰ ὄντα Xen.; ἀγῶνας Xen., Arst., Plut.; Διονύσια Arst.)
; med. устанавливать, составлять(νόμους Plat.; διαθήκην Arph. и διαθήκας Lys.)
4) направлять, вести(κράτιστα τὰ τοῦ πολέμου Thuc.)
καλῶς διατεθεῖσθαι Plut. — быть хорошо использованным5) med. завещать(τέν οὐσίαν τινί Isae. и τὰ ἑαυτοῦ Plat.)
ἂν ἀποθάνῃ μέ διαθέμενος Arst. — если он умрет, не оставив завещания6) приводить в (то или иное) состояние, делатьκαλὸν πρᾶγμα κακῶς διαθεῖναι Dem. — испортить хорошее дело;
ἀπόρως διατεθείς Lys. — поставленный в безвыходное положение;ἐρωτικῶς διατίθεσθαι Plat. — быть влюбленным;τινὰ εὖ διαθεῖναι πρός τινα Arst. — расположить кого-л. в чью-л. пользу;τὸν ἀκροατέν διαθεῖναί πως Arst. — привести слушателя в то или иное настроение;διαθεῖναι ὁμοίως τινά Plut. — склонить к своему мнению, т.е. убедить кого-л.;ἐμπαθέστερον διατεθείς Plut. — огорченный;ἀνόμως διαθεῖναι τέν πόλιν Isocr. — сделать город жертвой беззаконий;δεινῶς διατεθῆναι τυπτόμενος Luc. — жестоко избитый7) med. распоряжатьсяδιαθέσθαι τινά Xen. — распорядиться кем-л. (по своему усмотрению)
8) med. улаживать9) med. публично читать(λόγους Polyb., Diod., Plut.)
τῇ λέξει διαθέσθαι τι Arst. — изложить что-л. в литературной форме10) med. выставлять на продажу(τι Her., Xen., Isocr., Plat., Arst.)
δ. τι τριπλασίας τιμῆς Dem. — продавать что-л. втрое дороже -
7 παλαιοω
τὸ ἀπιὸν καὴ παλαιούμενον Plat. — отживающее (досл. уходящее) и стареющее;
παλαιούμενος — старый, долго (про)лежавший (κηρός, καρπός, νεκρός Arst.)
См. также в других словарях:
διαθήκην — διαθήκη disposition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 … Dictionary of Greek
обѣтъ — ОБѢТ|Ъ (81), А с. 1.Обещание: о семь же ѹченикомъ ѥго разѹмѣвъшемъ и обѣтъ ст҃го оц҃ѧ въспомѧнѹвъше прославиша б҃а. ЖФП XII, 64г; наѹчаѥть бо на(с) слово не истѹпати пре(д) б҃мь бывающа с клѧтвою ѡбѣты (τὰς... συνϑήκας) ΓΑ XIII–XIV, 86б; Г(с)ь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TESTAMENTUM — I. TESTAMENTUM alienationis species est, et iuris naturalis. Quamvis enim id, ut actus alii, formam certam accipere possit a iure civili, ipsa tamen eius substantia cognata est dominio, et eô datô iuris naturalis. Possum enim rem meam alienare,… … Hofmann J. Lexicon universale
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
προκυρώ — όω, Α (συν. το μέσ. και παθ.) προκυροῡμαι επικυρώνομαι προηγουμένως («διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῡ Θεοῡ εἰς Χριστόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυρῶ «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… … Dictionary of Greek
Βέλλας, Βασίλειος — (Ιωάννινα 1902 – Αθήνα 1969). Θεολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στις θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Οξφόρδης. Ειδικεύτηκε σε θέματα εβραϊκού πολιτισμού και έγινε υφηγητής… … Dictionary of Greek