-
21 πτίλος
A suffering fromπτίλωσις 11
,π. τοὺς ὀφθαλμούς LXX Le.21.20
; π. alone, Gal.10.1017, 12.799; alsoπ. βλέφαρα Dsc.1.69.3
: [full] πτίλλος, = lippus, Gloss. -
22 σκοτόω
A darken, blind,σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα S.Aj.85
; stupefy, Sor.1.125 ([voice] Act. and [voice] Pass.); make dizzy,τὰς ὄψεις Ph.Byz. Mir.2.5
: metaph., Ep.Eph.4.18:—[voice] Pass., to be in darkness, suffer from vertigo, like σκοτοδινιάω, Pl.R. 518a, Prt. 339e, Tht. 209e, Thphr. Vert.7, Plb.10.13.8; ἕλμινθες -ωθεῖσαι stupefied, Herod.Med. ap. Aët. 9.37, cf. Gal.16.657. -
23 συγκλείω
συγ-κλείω, [tense] fut. - κλείσω: [dialect] Ion. [suff] συγ-κληΐω, fut - κληΐσω: old [dialect] Att. [full] ξυγκλήω, [tense] fut. - κλῄσω: [dialect] Ep. [tense] aor.Aσυνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309
:—[voice] Pass., [tense] aor. συνεκλείσθην, old [dialect] Att. ξυνεκλῄσθην: [tense] pf.συγκέκλειμαι Isoc.15.68
, but- εισμαι Men.670
, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old [dialect] Att. ξυνκέκλῃμαι, [dialect] Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):— shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41;ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67
; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA 533b26; ;σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8
;εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2
([voice] Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—[voice] Pass.,λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129
; Aër.21;σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32
; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec. 487.2 generally, of straits or difficulties,τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3
;εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10
:—[voice] Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν.. συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c.3 pit against one another, set to fight as in the lists,οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι.. ξυνέκλῃσαν E.Andr. 122
(lyr.).4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—[voice] Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.II shut close, close, ; , Ion 241; [ τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 ([voice] Pass.);ξ. τὰς πύλας Th.4.67
;τὰς θύρας Aeschin.1.74
;τὰς θυρίδας Gal.16.578
: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach. 1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq. 1317;τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3
; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—[voice] Pass.,τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48
codd. ( συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.2 intr. in [voice] Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; ([place name] Chersonesus).IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.2 connect closely together,τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6
; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba. 1300; ς. (sc. τὴν πόλιν)εἰς ταὐτόν Pl.Criti. 117e
, cf. Ti. 76a, etc.;σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24
, cf. 15.68 ([voice] Pass.):—[voice] Pass.,συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19
.V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—[voice] Pass., ib.11.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλείω
-
24 συμβάλλω
συμβάλλω, [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. - έβᾰλον, inf. - βᾰλεῖν: [tense] pf. - βέβληκα: [tense] aor. 1 [voice] Pass. - εβλήθην:—of these tenses Hom. uses only [tense] pres. [voice] Act., [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med., but most commonly [dialect] Ep. intr. [tense] aor. forms συμβλήτην, -βλήμεναι, [voice] Med. σύμβλητο, -βληντο, -βλήμενος, subj. [ per.] 2sg. - βλήεαι prob. cj. for - βλήσεαι in Il.20.335, [ per.] 3sg. [var] contr.A- βληται Od.7.204
:—throw together, dash together, σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς, of men in close combat, Il.4.447, 8.61; , Ar. Pax 1274 (hex.), X.HG4.3.19, etc.; bring together, unite, e.g. of rivers that fall into one another, ; :— [voice] Med.,πολλοὶ ποταμοὶ σ. τὸ σφέτερον ὕδωρ Hdt.4.50
(cf. δάκρυα δάκρυσι ς. E.Or. 336 (lyr., [voice] Act.)); ὁ Ἀκεσίνης τῷ Ἰνδῷ τὸ ὕδωρ ς. Arr.An.6.1.5; σ. τὰ ὦτα πρὸς τὴν γῆν have their ears reaching to.., Arist.HA 606a15:—[voice] Pass., κατὰ τὰς ῥᾶγας συμβεβλημένων [τῶν δακτύλων] Sor. 2.60.4 intr. in [voice] Act., fit (cf.σύμβολον 1.1
), Arist.EE 1239b14; to be suitable,τὰ χεδροπὰ σ. εἰς τὰς νέας Thphr.CP3.20.7
(unless = sow, set).b to be profitable,σ. τῷ πολιτικῷ.. δικαίῳ εἶναι Phld.Rh.2.285
S.;σ. ἀναμένειν ἡμέραν μίαν Gal.16.496
.5 intr., come together, ἔνθα δίστομοι.. σ. ὁδοί where two roads join, S.OC 901, cf. Str.6.3.7; τὰ συμβάλλοντα the watersmeet, IG9(2) p.xi (Delph., iii/ii B.C.); [φλὲψ] σ. τῇ ἀποσχίσει Arist.HA 514a12
; collide,τοὺς τύπους ἀνάγκη συμβάλλειν ἑαυτοῖς Thphr.Sens.52
: Geom., meet, τὸ σημεῖον, καθ' ὃ συμβάλλουσιν the point in which (the straight lines) meet, Archim.Sph.Cyl.1.23, etc.6 βλέφαρα σ. ὕπνῳ close the eyes in sleep, A.Ag.15; σ. ὄμμα, in death, ib. 1294 (but ποῖον ὄμμα συμβαλῶ; how shall I meet her eyes with mine? E.IA 455).7 generally, join, unite, σ. σχοινία twist ropes (cf. συμβολεύς), Ar. Pax 37; soτοπεῖα IG22.1672.311
(iv B.C.);ὠμόλινον σ. πεντάπλουν Hp.Fist.4
;στέφανον Philostr.Her.Prooem.
; [αἱ φλέβες] σ. [τὸ σῶμα] εἰς ἕν Arist.PA 668b24
; fit together,ἁρμούς IG7.4255.23
(Oropus, iv B.C.); σ. καὶ κολλῆσαι ib. 22.1668.73 (iv B.C.);κεραῖαι συμβεβλημέναι PCair.Zen.566.10
(iii B.C.); δεξιὰς σ. ἀλλήλοισι join hands, E.IA58.8 σ. συμβόλαιά τινι or πρός τινα make a contract with a person, esp. lend him money on bond, D. 34.1, Pl.R. 425c, cf. Th.5.77 ([voice] Med.); συμβόλαιον εἰς τἀνδράποδα συμβεβλημένον money lent on the security of the slaves, D.27.27: abs., in same sense, Isoc.21.13; make a contract, Pl.Alc.1.125d, OGI669.21 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.3.55.4; of a marriage contract, Mitteis Chr.372 vi 22, cf. 8 (ii A.D.); advance, lend,πέρα μεδίμνου κριθῶν Is.10.10
; ἱμάτια, χρυσία, etc., Ar.Ec. 446; ἐπί τισι on certain terms, D.H.6.29;σ. δανεισμῷ Pl.Lg. 921d
; ὁ συμβαλών the lender, creditor, D.56.2, cf. D.H.5.63 (but οἱ συμβ. the borrowers, debtors, Id.4.9):— [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., pay a share, contribute, ὁλκάδα οἱ συμβαλέεσθαι give him a merchant-vessel, Hdt.3.135, cf. Lys.32.24, X.Ages. 2.27; σ. χρήματά τινι εἰς τροφὴν τῶν στρατιωτῶν advance it, Id.An. 1.1.9, cf. IG7.2418 (Thebes, iv B.C.);τριήρεις εἰς κίνδυνον Isoc.4.98
; (iii B.C.).9 generally, contribute:— [voice] Pass.,συμβάλλεταί τις.. μερίς Alex.149.4
:—in this sense mostly in [voice] Med., τέμενος συμβάλλεσθαι add thereto, Pi.I.1.59; , cf. Hp.Aër.2, Sosip.1.37, Damox.2.11; τὸ μὴ ἀγανακτεῖν.. ἄλλα τέ μοι πολλὰ συμβάλλεται, καὶ.. many circumstances contribute to my feeling no vexation, and especially.., Pl.Ap. 36a;σ. βοήθειαν οὐ σμικρὰν πρός τι Id.Lg. 836b
; τιμὴν καὶ δόξαν τῇ πόλει ς. Isoc.Ep.8.6;οὐ δεῖ λογίζεσθαι, πότερος πλείω συμβέβληται X.Oec.7.13
; freq. with μέρος as obj., ἔργων οὐκ ἐλάχιστον μέρος ς. And.1.143;μέρος σ. πρὸς ἀρετήν Pl.Lg. 836d
, cf. R. 331b, D.41.11;οὐκ ἐλάχιστον μέρος πρὸς εὐδαιμονίαν Isoc.7.79
;συμβαλλέσθω τὸ μέρος ἕκαστος εἰς τὸ ἀνάλωμα PHal.1.108
, cf. 113 (iii B.C.);τὴν μεγίστην εἰς αὐτὰ μοῖραν Pl.Ti. 47c
, cf. X.Cyr.6.1.28: also abs., οὔτε ποταμὸς οὔτε κρήνη οὐδεμία ἐσδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται contributes to its volume, Hdt.4.50;σ. πρὸς τὸ λανθάνειν X.Cyr.2.4.21
, cf. Isoc.7.21; συμβαλλόμενα contributory causes, Thphr.Sud.6: abs., to be helpful, , cf. Pl.Lg. 905b, D.21.133; φόνου κηκὶς ξ. contributes to the proof, A.Ch. 1012: rarely c. gen. partit., ξυμβάλλεται πολλὰ τοῦδε δείματος many things contribute [ their share] of this fear, i.e. join in causing it, E.Med. 284.10 συμβάλλεσθαι γνώμας contribute one's opinion to a discussion, Hdt.8.61;περί τινος Pl.Plt. 298c
;συμβαλέσθαι περί τινος λόγους X.Cyr.2.2.21
; λόγον σ. περὶ βίου contribute an opinion about life, Pl.Lg. 905c; also συμβαλέσθαι τι to have something to say, Id. Ion 532c, cf. 533a; ταῦτά σοι περὶ Ἔρωτος ς. Id.Smp. 185c; συμβαλοῦ γνώμην contribute your opinion, help in judging, S.OC 1151; σ. τὴν γνώμην τῆς βουλῆς, with or without εἰς τὸν δῆμον, communicate it, IG22.79.6, 103.17, al.; cast votes, Schwyzer 84.15 (Tylisus, v B.C.).II συμβάλλειν (sc. λόγους) converse, σ. τινί or πρός τινα, Plu.2.222c, Act.Ap.4.15:—[voice] Med., ἀτὰρ τί ἐγὼ περὶ κλοπῆς ς.; X.An.4.6.14.II bring men together in hostile sense, pit them against each other, match them,ἀμφοτέρους θεοὶ σύμβαλον Il.20.55
;ἐμὲ.. καὶ Μενέλαον συμβάλετε.. μάχεσθαι 3.70
; σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός set one to fight with the other, Hdt.3.32; ἄνδρα ἀνδρὶ καὶ ἵππον ἵππῳ ς. Id.5.1;τοὺς ἡβῶντας σ. εἰς ἔριν περὶ ἀρχῆς X.Lac.4.2
; ἀλεκτρυόνας ς. Id.Smp.4.9;ἄνδρας φίλους Id.Cyr.6.1.32
;εἰς χεῖρα δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς Philem. 206
: metaph., ἀναισχυντίᾳ σ. τινὰ καὶ προσγυμνάζειν make him contend with.., Pl.Lg. 647c.b [voice] Med., join in fight,σὺν δ' ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον Il.12.377
.c intr., come together,σύμβαλον μάχεσθαι 16.565
; also ς. alone, come to blows, engage, ; freq. in Hdt., either abs., as 1.77,82, or c. dat. pers., ib.80, 104;Ἄρης Ἄρει δυμβαλεῖ, Δίκα Δίκᾳ A.Ch. 461
(lyr.); Ἕλληνες Μήδοις ς. Simon.136; alsoσ. πρός τινα X.Cyr.7.1.20
, Isoc.4.69;εἰς μονομαχίαν πρός τινα Str.14.5.16
; συμβάλλων coming into collision, Pl.Plt. 273a, cf. Wilcken Chr.16.6 (ii A.D.).2 σ. πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα engage in war, Il.12.181 (prob. interpol.); so in Trag.,σ. βάκχαις μάχην E.Ba. 837
;ἔχθραν τινί Id.Med.44
; ἔριν φίλοις ib. 521: metaph., συμβαλεῖν ἔπη κακά bandy reproaches, S. Aj. 1323; .3 [voice] Med., fall in with one, meet him, c. dat., freq. in Hom., who uses [dialect] Ep. [tense] aor. forms beginning ξυμβλη- or συμβλη- solely in this sense,Νέστορι δὲ ξύμβληντο Il.14.27
, cf. 39;εἰ δ' ἄρα τις.. ξύμβληται ὁδίτης Od.7.204
;ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης 11.127
; ὅτε κεν συμβλήσεαι (leg. - βλήεαι)αὐτῷ Il.20.335
;ξυμβλήτην ἀλλήλοιιν Od.21.15
.4 so in [voice] Act., συμβαλών having met, A.Ch. 677; οἱ συμβάλλοντες those who come in contact with one, Plu.Marc.20; φιλοσόφῳ ς. Arr.Epict.3.9.13, cf. 12, POxy. 1063 (ii/iii A.D.), PFay.129.2 (iii A.D.).III compare,σμικρὰ μεγάλοισι Hdt.2.10
;ἑωυτόν τινι Id.3.160
;ἓν πρὸς ἕν Id.4.50
;τι πρός τι Lycurg.68
;πρὸς ἄλληλα Pl.Tht. 186b
;οὐδὲν ἦν τούτων.. πρὸς ἀτταγῆνα συμβαλεῖν Phoenicid.2.5
:—[voice] Pass., Hdt.2.10, 3.125; τὸ ἀργύριον τὸ Βαβυλώνιον πρὸς τὸ Εὐβοικὸν συμβαλλόμενον τάλαντον the Babyl. talent being compared with, reduced to, the Euboic, ib.95.b compare for the purpose of checking, μέτρῳ συμβεβλημένῳ πρὸς τὸ χαλκοῦν Wilcken Chr.410.11 (iii B.C.), etc.2 [voice] Med., reckon, compute, Hdt.2.31, 4.15, 6.63,65:—[voice] Pass.,ἡ ὁδὸς ἡ ἡμερησίη ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Id.4.101
.3 conclude, infer, conjecture, interpret,συμβαλεῖν τι Pi.N.11.33
; σ. ὅτι .. Pl.Cra. 412c; τοῦτο ς. S.OC 1474; τοῦτο σ., ὅτι.. Ar.V.50; τὰ πρὶν οὐκ εὔγνωστα ς. E.Or.[1394];εὖ ξυνέβαλεν αὐτά Ar.Eq. 427
;ἣν [νόσον] οὐδ' ἂν εἷς γνοίη ποτ' οὐδ' ἂν ξυμβάλοι Id.V.72
;σ. ἔπη E.Med. 675
;τοὖναρ Id.IT55
;τὴν μαντείαν Pl.Cra. 384a
;τὸν χρησμόν Arist.Fr. 532
, cf. 76;σήματα σ., εἰ.. ἤ.. Arat.1146
: abs., καθὼς συμβάλλομεν ἐκ τοὖ .. Sor.2.63:—[voice] Med., abs., Heraclit.47, freq. in Hdt., as 2.33, 4.87: c. acc., make out, understand, τὸ πρῆγμα ib. 111;σ. τι ἔκ τινος 6.107
; τῇδε, ὅτι .. from the fact that.., 3.68: c. acc. et inf., 1.68, 2.33, 112, al.; folld. by indirect question, 4.45.IV agree, arrange,καθάπερ ξυνέβαλον ἢ διέθεντο IG12.46.14
;πρὸς ἐμὲ πάντες συμβάλλετε X.Cyr. 6.2.41
:—[voice] Med., make a treaty, Foed. ap. Th.5.77; agree upon, fix, settle,λόφον εἰς ὃν δέοι ἁλίζεσθαι X.An.6.3.3
;ἔδει σε, καθότι συνεβάλου ἡμῖν, Ἡρακλείδην.. ἀπεσταλκέναι PCair.Zen.314.1
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβάλλω
-
25 συμπτύσσω
A fold or pack together, S.Tr. 691:—[voice] Pass., βλέφαρα συμπτυσσόμενα eyelids which close, Gal.UP10.6.2 [voice] Pass., σνμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα are folded together fan-wise, Procl.Hyp.5.115: metaph., to be implicit, not yet unfolded,ἀριθμὸς ἔτι συνεπτυγμένος Dam.Pr.1
; ἐν τῷ κέντρῳ -έπτυκται ὁ κύκλος ib.32, cf. Procl.Inst. 171.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπτύσσω
-
26 συμφύω
A make to grow together, unite a wound, D.S.32.11 (cj.), Dsc.1.128;σ. τὰ ὁμογενῆ Arist.Mete. 378b15
; σ. τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας imagine them unite into one, Id.PA 659b24; σ. τινὰς εἰς φιλότητα unite them, Pl.Ep. 323b: but συμφῦσαι in Id.Smp. 192e is f.l. for συμφυσῆσαι.II [voice] Pass., with [tense] pf. [voice] Act. συμπέφῡκα, [tense] aor. 2 συνέφῡν ([ per.] 3sg. opt.συμφύη Sor.2.89
); also , Thphr.CP5.5.3, Sor.1.36, etc.: [tense] fut.συμφυήσομαι Gp.4.12.9
:— grow together, Emp.26.7,95 (tm.), Pl.Smp. 191a, Ti. 76e, X.Cyr.4.3.18, etc.; [ ψυχὴ καὶ σῶμα] Pl.Phdr. 246d; of a political constitution, Plb.4.32.9.2 grow together, unite, as a wound, Hp.Aph.6.24, al.; of bones, Id.Art.14, Sor.2.57; of the mouth of the womb and other passages, Arist.GA 773a16, cf. 747a12;τὰ Χείλη καὶ τὰ βλέφαρα καὶ τῶν δακτύλων τὰ μεταξὺ πολλάκις ἑλκωθέντα συνέφυ, κατὰ φύσιν δὲ ἔχοντα.. οὐ συμφύεται διὰ λειότητα Diocl.Fr.26
; διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι; Alex.Aphr.Pr.1.70.3 unite with,οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχόν Arist.Sens. 438b1
; συμπεφυκυῖαι ἰδέαι εἰς ἕν, e.g. Chimaera, etc., Pl.R. 588c; εἰς ταὐτὸν συμφύεσθαι ib. 503b;σ. πρός τι Plu.2.924e
. -
27 συνάγω
A (lyr.), prob. in E.IA 290 (lyr.), [dialect] Ep.σύνᾰγον Il.14.448
: [tense] fut. συνάξω: [tense] aor. 1 συνῆξα, [dialect] Dor. ,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. [tense] aor. is συνήγαγον: [dialect] Att. [tense] pf.συνῆχα X.Mem.4.2.8
; (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; [dialect] Dor.συναγάγοχα Test.Epict.3.12
: [tense] pf. [voice] Pass. συνῆγμαι, [dialect] Dor.- ᾶγμαι Ti.Locr.101b
.--Old [dialect] Att. [full] ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν.. to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.;ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60
;ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba. 563
(lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου ς. S.Fr. 522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ς. E.Or. 1640, cf. Ar.Lys. 585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr. 256c
, cf. Tht. 194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol. 1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.2 bring together for deliberation or festivity,βουλήν Batr.134
;δικαστήριον Hdt.6.85
;τοὺς στρατηγούς Id.8.59
;ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60
; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27;οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα.. D.19.1
;τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3
; σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R. 365d, Lg. 625e, etc.;σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21
, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—[voice] Pass.,πανήγυρις.. συναγομένη SIG888.129
(Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or meeting, Thphr.Char.30.18, and so perh. OGI130.5 (Egypt, ii B.C.);σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28
;ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c
, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ.. συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον ς. Isoc.4.84.b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον ς. engage in fight, Theoc.22.82;σ. τινί Plb.11.18.4
;εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9
.4 bring together, join in one, unite,ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc. 507
;παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th. 756
(lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ ς. E. Hel. 644 (lyr.), cf. Ar.Ach. 991 (lyr.);ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36
; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους ς. contract marriages, X.Smp.4.64.5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph. 1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction,Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep. 311b
.6 σ. ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.7 lead with one, receive,σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27
, cf. Jd.19.15; gave hospitality to..,Ev.Matt.
25.35:—[voice] Pass., Act.Ap.11.26.II of things,σύναγεν νεφέλας Od.5.291
, cf. Thphr.Vent.42;ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296
;κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
;τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8
; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119;τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15
, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.;καρπόν Plb.12.2.5
;κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7
; τρυγᾶν καὶ ς. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα ς. Sammelb. 4305 (iii B.C.);σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41
(iii B.C.);συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17
;εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26
;κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt. 311c
;σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon. 196
; of an artist,σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X. Mem.3.10.2
, cf. Pl.R. 488a.b of a historical writer,σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252
, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν ς. Pl.Lg. 811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph. 251d;Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν.. εἰς ἕν Str.10.3.14
.2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ.. δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) (lyr.);σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125
, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib. 101b.b draw together, narrow, contract, [ τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην ς. bring it to a point, Id.1.194; τὸν.. Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον ς. D.Prooem.36;τὴν πόλιν Plb.5.93.5
, etc.;ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645
a.16 (Nesos, iv B.C.):—[voice] Pass.,συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b25
;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA 496a19
;εἰς μικρόν Id.Mete. 354a7
, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f;ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3
; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3;ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9
.cσ. τὰς ὀφρῦς S.Fr. 1121
, Ar.Nu. 582 (troch.), Antiph.218.2;ἐπισκύνιον Ar.Ra. 823
(lyr.); ; σ. τὰ βλέφαρα close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but σ. τὰ ὦτα prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq. 1348;τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101
, cf. 2.61 ([voice] Pass.), Diocl.Fr.141.d metaph.,σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60
; συνάγεσθαι to be straitened, afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh. 1357a8, 1395b25, Metaph. 1042a3, Pol. 1299b12, Phld.Sign.12, al.;σ. ὅτι.. Arist.Rh. 1377b6
, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been.., Arist.Pol. 1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product.., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. ([voice] Pass.).4 [voice] Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e. -
28 συνάπτω
I in physical sense, Χειρὶ Χεῖρα, of dancers, Ar.Th. 955 (lyr.); ξ. καὶ ξυνωρίζου Χέρα, in sign of friendship. E.Ba. 198, cf. IA 832, Pl.Lg. 698d; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν Χεῖρα) E.Ph. 106; but σ. Χεῖρέ τινος ἐν βρόχοις bind them fast, Id.Ba. 615 (troch.), cf. 546 (lyr.); ξ. πόδα, σ. ἴχνος τινί, meet him, Id. Ion 538 (troch.), 663;πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ Id.Ph.37
; δρόμῳ ς. meet in full career, ib. 1101; ξ. κῶλον τάφῳ approach the grave, Id.Hel. 544;φόνος ξ. τινὰ γᾷ Id.Ph. 673
(lyr.); ξ. βλέφαρα κόραις close the eyes, Id.Ba. 747; στόμα ς. kiss one, Id.IT 375; κακὰ κακοῖς ς. link misery with misery, Id.HF 1213 (lyr.); κακὰ ξ... τινί link him with misery, Id.Med. 1232; prov., σ. λίνον λίνῳ join thread to thread, i.e. compare things of the same sort, Stratt.38, Pl.Euthd. 298c, Arist.Ph. 207a17, cf. Sch.Pl.l.c.; also δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ ς. E.IT 488, cf. Hipp. 515; κοινὴν ξ. δαῖτα παιδί share with him a common meal, Id. Ion 807 (troch.).2 metaph. of combination in thought,σ. αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Pl.R. 588d
;σ. ἐν τοῖς λόγοις Id.Sph. 252c
;ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτον αὐτάς Arist.Fr.17
;εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια Id.Metaph. 1027b32
(διαιρεῖ Alex.Aphr.
); ἀδύνατα ς. Id.Po.1458a27, cf. Phld.Sto.Herc.339.13;σ. τὸ γίγνεσθαί θ' ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Alex.149.18
; σ. μηχανήν frame a plan, A.Ag. 1609, cf. E.Hel. 1034; σ. ὄναρ εἴς τινα connect it with him, refer it to him, Id.IT[59];σ. λόγον πρός τι D.60.12
;πρὸς τὸ ἄκρον οὐ σ. τὸν συλλογισμόν Arist. APr. 69a18
; σ. ἀλλήλοις τό τ' ἐκστάντες καὶ τὸ ὀξέως" take together, Gal.16.547; συνῆψε τὸν λόγον he continues as follows, Id.15.148; but σ. τὸν λόγον, abridge, Theopomp.Com.22: c. acc. et dat., associate with or attribute to,τί τινι Epicur.Nat.11.9
, Sent.Vat.39, Demetr.Lac.Herc.1055.15, cf. Phld.Sign.20:—[voice] Pass.,συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἄλλου Pl.Sph. 245e
, cf. Phd. 60b (v.l.), Epicur.Ep.2p.37U., Nat.28.11; of the words of a sentence,συνάπτεσθαι ἀλλήλοις Gal. 16.546
.II with regard to persons,1 in hostile sense, σ. τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην bring them into action, Hdt.5.75; ἐλπὶς.. ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε has engaged them in conflict, E.Supp. 480; so συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in.., Id.Ba. 1303; for S.Aj. 1317, v. συλλύω 11.b σ. μάχην join battle, Hdt.6.108;στρατεύματι A.Pers. 336
, cf. E.Heracl. 808;σ. πόλεμον πρός τινας Th. 6.13
;συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν E.Hel.55
, cf. Hdt.1.18;τοῖς σοφοῖς εὐκτὸν σοφῷ ἔχθραν συνάπτειν Id.Heracl.459
;σ. ἀλκήν Id.Supp.683
; also (without μάχην), engage, Hdt.4.80, cf. Ar.Ach. 686 (troch.);σ. συνάψεις LXX 4 Ki.10.34
;σ. φασγάνων ἀκμάς E.Or. 1482
(lyr.); ; οὐκ εὐθὺς συνῆψε τὰς ἀπορίας has not immediately rejoined by stating the difficulties, Procl. in Prm.p.533 S.: abs., approach, make contact, Plu.Tim.25:—[voice] Pass.,μοι πρός τινας νεῖκος συνῆπτο Hdt.7.158
, cf. 6.94.2 in friendly sense, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί enter into conversation with him, Ar.Lys. 468 (cf. infr. B.11.1);φιλία σ. τοὺς καλούς τε κἀγαθούς X.Mem.2.6.22
:—[voice] Pass., παλλακαῖς συνημμένος, of Aristotle, App.Anth.5.11.b c. acc. rei,σ. μῦθον E.Supp. 566
;σ. ὅρκους Id.Ph. 1241
;κοινωνίαν X.Lac.6.3
;φιλίαν πρός τινα D.H.19.13
, cf. 2.30; freq. in E., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, form an alliance by marriage, Ph. 1049 (lyr.), 49, Andr. 620, etc.; ;τὸν ἔρωτα τῇ κούρῃ Aret.SD1.5
:—in [voice] Med., κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός get one's daughter married, Th. 2.29:—[voice] Pass.,οἱ γάμοι συνήφθησαν PLips.41.7
(iv A.D.);ᾧ συνήφθην ἐκ παρθενίας PSI1.41.5
(iv A.D.); συναφθεῖσά μοι ὡς γαμετή,.. συνήφθην σοι πρὸς γάμου καὶ βίου κοινωνίαν, PMasp.153.5,8 (iv A.D.);μὴ πρὸς γάμον ἡ παῖς καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη Chor. p.227
B.III Math., esp. in [tense] pf. [voice] Pass., ὁ λόγος συνῆπται ἔκ τε τοῦ.. καὶ τοῦ.. the ratio is compounded of.., Archim.Sph.Cyl.2.4, al.; ἀναλογία συνημμένη continued proportion (cf.συνεχής 1.3
), Nicom.Ar.2.21; συνημμένη μεσότης geometric mean, ibid.2 in Music, συνημμένα τετράχορδα conjunct tetrachords, Plu.2.1029a; ἡ συνημμένων νήτη ib. 1137c.3 in Logic, συνημμένον ἀξίωμα or τὸ σ., hypothetical proposition as premiss in a syllogism. Chrysipp.Stoic.2.68, Phld.Sign.32, S.E.M.8.109, Gell.16.8.9: pl., Plu.2.43c, Procl. in Prm. p.533 S.; κοῖα συνῆπται; what conclusion follows? Call.Fr.70.3:—cf.συνάρτησις 11
.B intr.:I in local sense, border on, lie next to, ;Τήνῳ συνάπτουσ' Ἄνδρος A.Pers. 885
(lyr.); γεώλοφοι συνάπτοντες [ τῷ ποταμῷ] reaching to.., Plb.3.67.9; .7 (iii B.C.); [τῆς τραχείας ἀρτηρίας] τὸ συνάπτον τῷ στόματι πέρας Gal.6.421
; ποταμοῦ στόμα συνάπτον θαλάττῃ ib.712;αὗται μὲν σ., αἱ δ' ἄλλαι ἀσύναπτοι Arist.HA 516a30
; δύο πόροι εἰς ἓν ς. ib. 508a13; τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις ib. 507a5; ἡ κοιλία σ. πρὸς τὸ στόμα ib. 507a28; of the sides of a cone,πρὸς μίαν κορυφὴν συνάπτειν Thphr.Vert.4
.2 of Time, to be nigh at hand,ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;σ. πρὸς τὸν Χειμῶνα Hp.Aph.2.25
;συνάψαντος τοῦ Χρόνου Plb.2.2.8
;συνάψαντος τοῦ καιροῦ Id.6.36.1
, etc.3 metaph., σ. ἐν αὐτῇ πάνθ' ὅσα δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν meet together, Arist.EN 1156b18; οὐ σ. [ αὗται αἱ φιλίαι] do not combine, ib. 1157a34; to be connected with, τῷ γένει αἱ ἰδέαι ς. Id.Metaph. 1042a15;σ. πρός τι Id.Pol. 1276a7
, Cat. 4b26, APr. 41a1; attach, Id.HA 580a15; λύπη σ. [ τῷ θεραπεύειν] E.Hipp. 187 (anap.), cf. Chrysipp.Stoic.2.174; ὁ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ will border upon death, Epicur.Fr. 448; σ. εἴς τι have reference to, Thphr.CP6.1.2.II of persons, ξ. λόγοισιν enter into conversation, S.El.21;ἐς λόγους σ. τινί E.Ph. 702
; σ. εἰς Χορεύματα join the dance, Id.Ba. 133 (lyr.); ἐς Χεῖρα γῇ come close to land, Id.Heracl. 429; σ. εἰς τὸν καιρόν come in just at the right time, Plb.3.19.2; σ. τοῖς ἄκροις reach, them, Id.3.93.5, etc.;σ. εἰς Σελεύκειαν Id.5.66.4
;πρὸς τὴν παρεμβολήν Id.3.53.10
, etc.2 τύχα ποδὸς ξυνάπτει (s.v.l., - πτοι Murray) μοι, i.e. I have come fortunately, E.Supp. 1014 (lyr.).3 Astrol., of a heavenly body, to be in conjunction ([etym.] συναφή) with another, Nech. ap. Vett.Val.280.2, Ptol.Tetr.52, PMag. Leid.W.24.15, Man.2.452, Paul.Al.H.1.C [voice] Med., unite for oneself and so form,φιλίαν D.S.13.32
;κῆδος D.C.41.57
; v.supr.A.11.2b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάπτω
-
29 συναρίθμοξα
1 in physical sense, fit together,κεραίαν δίχα πρίσαντες ξ. πάλιν ὥσπερ αὐλόν Th.4.100
; ξυνάρμοσον βλέφαρα.. Χερί close them, E.Ph. 1451, cf. IT 1167;σ. τοὺς πόρους Thphr.Sens.9
;τι πρός τι Hp.
Aër.9, Arist.HA 541b4:—[voice] Pass.,λίθοι εὖ συνηρμος μένοι Hdt.1.163
;ἀλλήλοιν συναρμοσθῆναι Pl.R. 412a
; to be joined in wedlock, Arist.Mir. 840b14, PSI2.166.17 (ii B.C.), IG5(2).268.30 (Mantinea, i B.C.), BGU1103.23 (i B.C.),b put together, so as to make a whole, σκάφος, ἵππον, E. Hel. 233 (lyr.), Tr.11; πόλινς. Pl.Lg. 628a;σ. τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ Id.R. 519e
; :—[voice] Pass.,συναρμοσθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.71.4
.2 of combination in act or thought, ὁμοῦ βίην τε καὶ δίκην ς. Sol.36.14;καρπὸν δίκᾳ Pi. N.10.12
;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Ti. 35a
; τρία ὄντα ς. Id.R. 443d;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας Isoc.15.11
; compound a word,ἀπὸ τοῦ θεῖν καὶ ἅλλεσθαι Pl.Cra. 414b
:—[voice] Pass.,ἡ συνηρμος μένη λέξις Phld.Po.Herc.994.26
; πρὸς ἄλληλα ς. ib.35.3 metaph., adapt or conform one thing to another, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, i.e. make them indifferent to crime, A.Eu. 495 (lyr.);σ. τοῖς παροῦσι τὸν τρόπον Ephipp.7
; ap.Gal.6.96:—[voice] Pass.,πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος X.Ap.16
; esp. of Music,λύρα συνηρμος μένη πρὸς τὸν αὐλόν Id.Smp.3.1
.II intr., fit together, Pl.Tht. 204a, Arist. GA 747b1, PA 654b19.2 metaph., agree together, , Phld.Po.Herc.994.27;τοσαύτῃ φιλίᾳ Lys.Fr. 261
S.;σ. εἰς φιλίαν X.Mem.2.6.20
: abs., Id.Cyr.7.5.60, etc.;σ. εἰς ἅπαντα Pl.Lg. 729a
.III [voice] Med. much like [voice] Act., join together, unite, Id.Ti. 53e, Plt. 309c; ap.Stob.4.28.18, cf. Plu.Sol.15; join in wedlock,νέαν καὶ ὡραίαν Ocell. 4.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρίθμοξα
-
30 τε
τε, enclitic Particle, with two main uses (v. infr. A, B).A as a Conjunction,I τε.. τε, both.. and, joining single words, phrases, clauses, or sentences, the first τε merely pointing forward to the second,ἀνδρῶν τε θεῶν τε Il.1.544
;ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op. 669
;δίψῃ τε λιμῷ τε A.Pers. 491
, cf. S.Aj.34,35, Ar.Ach. 370, 375;τήν τε νῆσον τήν τε ἤπειρον Th.4.8
, cf. Antipho 2.3.3, Pl. R. 373b;λυσόμενός τε θύγατρα, φέρων τ' ἀπερείσι' ἄποινα Il.1.13
; παῖδά τε σοὶ ἀγέμεν Φοίβῳ θ' ἱερὴν ἑκατόμβην ῥέξαι ib. 443; the elements joined by τε.. τε are usu. short in Hom., longer in later Gr., e.g.ἐπειδὴ πρόξενοί τέ εἰσιν Ἀθηναίων καὶ εὐεργέται.., ἔν τε τῇ στήλῃ γέγραπται IG12.103.7
;ἥ τε γὰρ γῆ.. εὔυδρός ἐστι, ποταμοί τε δι' αὐτῆς ῥέουσι Hdt.4.47
; χρὴ.. τούς τε πρεσβυτέρους ὁμοιωθῆναι τοῖς πρὶν ἔργοις, τούς τε νεωτέρους.. μὴ αἰσχῦναι κτλ. Th.4.92, cf. Pl.R. 474c, X.Cyr.1.4.25, Is.1.50; τά τε γὰρ ληφθέντα πάντ' ἂν σῴζοιτο οἵ τ' ἀδικήσαντες κατ' ἀξίαν λάβοιεν τὰ ἐπιτίμια Aen. Tact.16.8, cf. Gp.2.49.1, 12.3.2-3;τούτου γὰρ γενομένου.. τά τε ἐχφόρια Χρυσέρμῳ δυνήσομαι ἀποδοῦναι, ἐγώ τε ἔσομαι παρὰ σοῦ φιλανθρωπίας τετευχώς PEnteux.60.11
(iii B.C.);κλείειν τε τὰ βλέφαρα δεομένων ἐλπιζόντων τε κοιμηθήσεσθαι Gal.16.494
, cf. 495,501; this use is common at all times in οὔτε.. οὔτε, μήτε.. μήτε, εἴτε.. εἴτε (qq.v.); τε may be used three or more times,ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζεν Od.15.530
, cf. Il.1.177, 2.58, A.Pr. 89sq., B.17.19sq., Lys. 19.17, X.Cyr.3.3.36:— ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε prob. means the eleventh or twelfth, Od.2.374, 4.588:—sts. τε.. τε couples alternatives, , cf. Heracl. 153, El. 391; hence we find τε.. ἢ.., Pl.Tht. 143c, Ion 535d; on ἢ (or ἦ) .. τε in Il.2.289 and A.Eu. 524 (lyr.) v. ἦ 1.3.2 the first clause may be negative, the second affirmative, asἐκκλησίαν τε οὐκ ἐποίει.., τήν τε πόλιν ἐφύλασσε Th.2.22
; but οὔτε.. τε is more freq., asοὔτε ποσίν εἰμι ταχύς.., γιγνώσκω τε X.Cyr.2.3.6
(v.οὔτε 11.4
); we also find οὐ.. τε.. , asοὐχ ἡσύχαζον.., παρεκάλουν τε τοὺς ξυμμάχους Th.1.67
; and μὴ.. τε.. , as ἵνα μή τι διαφύγῃ ἡμᾶς, εἴ τέ τι βούλει κτλ. Pl.Phd. 95e.a τε.. δὲ.. , asκόμισαί τέ με, δὸς δέ μοι ἵππους Il.5.359
, cf. 7.418, S.OC 367, Tr. 285, E.Ph. 1625;ἐσθὰς ἀμφότερόν νιν ἔχεν, ἅ τε.. ἐπιχώριος.., ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο Pi.P.4.80
;διήκουέ τε.., ἔπειτα δὲ καὶ ἐπῄνεσε X.Cyr.4.4.3
; so with ἅμα δὲ καὶ.., ὡσαύτως δὲ καὶ.., Th.1.25, Pl.Smp. 186e:—so τε.., ἀτὰρ οὖν καὶ.., Id.Hp.Ma. 295e.bμὲν.. τε.., ἄνδρα μὲν.., τρεῖς τε κασιγνήτους Il.19.291
-3, cf. Od.22.475-6, Pi.O.6.88, 7.88, A.Th. 924, Ch. 585 (lyr.), S.Ant. 963 (lyr.), E.Heracl. 337 codd., Cyc.41 (lyr.), Ar.Nu. 563(lyr.), Pl.Phdr. 266c, Lg. 927b: v. μέν A. 11.6c.4 a single τε ( and) joins a word, phrase, or (esp. later) clause or sentence to what precedes,τελευτὴν κεφαλήν τε Pl.Ti. 69a
; θνητὰ ἀθάνατά τε ib.c;Ζεῦ ἄλλοι τε θεοί Il.6.476
; ; ῥίγησέν τ' ἂρ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων v.l. for δ' ἂρ in 11.254; ἕν τε οὐδὲν κατέστη ἴαμα.., σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη.., Th.2.51; τά τε ἱερὰ.. νεκρῶν πλέα ἦν.. ib.52; νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν ibid.; , cf. 253, 262, al.;εἴς τε τὰς ἄλλας.. ἀθροίζεσθαι Aen.Tact.3.5
; τῶν τε ἀρχόντων.. ib.6, cf. 10.8, al.;ὅ τε γραφεὶς κύκλος.. Archim.Spir.11
Def.7;πρός τε τούτοις φησὶν.. PEnteux.63.18
(iii B.C.);χωρίς τε τούτων Plb.2.56.13
, 61.1, 3.17.7;ταῦτά τ' ἐγίνετο.. Id.2.43.6
, cf. 3.70.4;ἀπαιτούμενός τε ὑπ' ἐμοῦ τὰ ἔρια οὐκ ἀποδίδωσί PEnteux.2.6
, cf. 8.4, al. (iii B.C.); γράψαι Ἀγαθοκλεῖ τῷ ἐπιστάτῃ διασαφῆσαί τε αὐτῷ ib.81.21 (iii B.C.);καθόλου τε.. Arr.Epict.1.19.13
, cf. 2.2.17; , cf. 24, al.;ὄξει βαφικῷ στυπτηρίᾳ τε PHolm. 1.4
, cf. Gem.16.6;χρὴ.. λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν τε λύειν Gp.1.12.19
, cf. 2.2.2, al.; this τε may be used any number of times, Od.4.149- 150, 14.75, 158-9, Men.Pk.15,16,20, Hipparch.1.9.8, Act.Ap.2.43,46, 4.13, 14, al.II τε.. καὶ.. , or τε καὶ.. , both.. and.., where τε points forward to καί, and usu. need not be translated, e.g. ; εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς ib.61; δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην ib. 293;ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα 7.308
, cf. 327, 338, al.;τῆς τε γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης καὶ τῶν ποταμῶν ἐόντων σφι συμμάχων Hdt.4.47
;βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται Th.2.35
;ὁ φύς τε καὶ τραφείς Pl.R. 396c
;βάσιν τε γὰρ πάλιν τὴν αὐτὴν ἔχουσι τὴν ΖΒ καὶ.. Euc.1.47
; sts. the elements joined by τε.. καὶ.. are joined in order to be compared or contrasted rather than simply joined, ; ; ; ἐπαύσατό τε ὁ ἄνεμος καὶ τὸ κῦμα ἔστρωτο ib. 193;ταὐτὰ.. νῦν τε καὶ τότε Ar.Av. 24
; ; ; sts. (like τε.. τε) even used of alternatives,διάνδιχα μερμήριξεν, ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι Il.8.168
;ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν Pi.O.2.16
;θεοῦ τε.. θέλοντος καὶ μὴ θέλοντος A.Th. 427
;πείσας τε.. καὶ μὴ τυχών Th.3.42
:—on οἵ τε ἄλλοι καὶ.. , e.g.τοῖς τε ἄλλοις ἅπασι καὶ Λακεδαιμονίοις Isoc.12.249
, and ἄλλως τε καὶ.. , v. ἄλλος 11.6,ἄλλως 1.3
.2 in this sense τ' ἠδέ is only [dialect] Ep.,σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας Il.9.99
, cf. 1.400, al.; alsoτε.., ἰδέ, χαλκόν τε ἰδὲ λόφον 6.469
, cf. 8.162.3 καὶ.. τε, both.. and.., is occasionally found, as καὶ μητέρα πατέρα τ' E.Alc. 646.b καὶ.. τε perh. means and.. also inκαὶ ναυτικῷ τε ἅμα Th.1.9
;καὶ πρός τε τοὺς Ῥηγίνους Id.6.44
;καὶ αὐτός τε Id.8.68
; v. infr. c. 10.4 τε.. τε or τε.. καὶ.. sts. join elements which are not syntactically parallel, esp. a part. and a finite verb, ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλλον (for βάλλοντες) Il.3.80; ; ;τῆς τε ὥρας.. ταύτης οὔσης.., καὶ τὸ χωρίον.. χαλεπὸν ἦν Id.7.47
, cf. 4.85, 8.81, 95.5 the copulative τε becomes rare in later Gr.; it is found about 340 times in LXX, mostly in the Pentateuch and 1-4 Ma., only 3 times in Ps.; in the NT it is found about 150 times in Act.Ap., 20 times in Ep.Hebr., and very rarely in the other books.B In [dialect] Ep. (more rarely in other dactylic verse, v. infr. 11) τε stands in general or frequentative statements or in statements of what is well known; such statements are freq. made as justifications of a preceding particular statement or of a preceding exhortation to a particular person or persons; the sense of τε thus approaches that of τοι (cf. τοι and τε in Od.2.276-7, and cf. Il.13.115 with 15.203); although associated with numerous particles and other words of particular types (v. infr.) its meaning remains independent of these and applies to the whole sentence in which it stands: ; ;θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν 4.379
, cf. 5.79, 447, 10.306, 17.485, Il.9.497, 16.688, 17.176, 21.264; , cf. Od.11.537, Il.24.526;ἤ τ' ἔβλητ' ἤ τ' ἔβαλ' ἄλλον 11.410
;οὐ μὲν γάρ τε κακὸν βασιλευέμεν Od.1.392
;οἳ φύλλοισιν ἐοικότες ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέθουσιν.. ἄλλοτε δὲ.. Il.21.464
; , cf. 8.169, 170, 15.400; τοῦ γάρ τε ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα, ἀνδρὸς ξεινοδόκου, ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ ib.54, cf. 17.322;ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω Il.17.32
;παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω Hes.Op. 218
;αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσιν Od. 7.294
; δύσζηλοι γάρ τ' εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων ib. 307;τοῦ δέ τε πολλοὶ ἐπαυρίσκοντ' ἄνθρωποι, καί τε πολέας ἐσάωσε Il.13.733
-4; τοῦ μὲν γάρ τε κακοῦ τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ, ἐν δέ τέ οἱ κραδίη στέρνοισι πατάσσει.., πάταγος δέ τε γίγνετ' ὀδόντων ib. 279-83; ;νέῳ δέ τε πάντ' ἐπέοικεν.. κεῖσθαι 22.71
;κατέλεξεν ἅπαντα κήδε' ὅσ' ἀνθρώποισι πέλει, τῶν ἄστυ ἁλώῃ· ἄνδρας μὲν κτείνουσι, πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, τέκνα δέ τ' ἄλλοι ἄγουσι, βαθυζώνους τε γυναῖκας 9.592
-4, cf. 22.492, 495, 499;νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδέν· καὶ γάρ τίς τ' ἀλλοῖον ὀδύρεται ἄνδρ' ὀλέσασα.. ἢ Ὀδυσῆ' Od.19.265
;σχέτλιε, καὶ μέν τίς τε χερείονι πείθεθ' ἑταίρῳ.., αὐτὰρ ἐγὼ θεός εἰμι 20.45
, cf. 23.118, Il.2.292, 9.632; νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου· καὶ γάρ τ' ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου κτλ. 24.602 (where a general inference is implied);ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί, ἄνδρες δέ τε πάντες Αἰγαίων' 1.403
, cf. 2.814, 5.306, 10.258, 14.290; sts. of repeated action by particular persons,ἄλλοτε μέν τε γόῳ φρένα τέρπομαι Od.4.102
;οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διὶ φίλον, ᾧ τε σύ, Κάλχαν, εὐχόμενος.. θεοπροπίας ἀναφαίνεις Il.1.86
; ἡ δὲ.. μ' αἰεὶ.. νεικεῖ, καί τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν ib. 521;μήτηρ γάρ τέ μέ φησι θεά, Θέτις ἀργυρόπεζα, διχθαδίας κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλοσδε 9.410
.2 in exhortations addressed to an individual, a subsidiary sentence or relative clause in which he is reminded of his special or characteristic sphere of activity is marked by τε, e.g.Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι καί τ' ἔκλυες ᾧ κ' ἐθέλῃσθα, βάσκ' ἴθι.. Il.24.334
;Ἀτρεΐδη, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε λαὸς Ἀχαιῶν πείσονται μύθοισι.., νῦν δ' ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον.. 23.156
;δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηῢ.., ἥ τε γυναικῶν δμῳάων σκοπός ἐσσι.., ἔρχεο Od. 22.395
, cf. Il.17.249.3 similarly in general and frequentative statements consisting of two clauses (one of which may be a relative clause, freq. containing the subj. or opt.), in which the fulfilment of the condition stated in the subsidiary or subordinate clause is declared to be generally or always followed by the result stated in the principal clause, either or both clauses may contain τε:a the principal clause alone contains τε, ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται, μάλα τ' ἔκλυον αὐτοῦ Il.1.218
;ὃς δ' ἂν ἀμύμων αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀμύμονα εἰδῇ, τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι πάντας ἐπ' ἀνθρώπους, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον Od.19.333
;εἴ περ γὰρ θυμῷ γε μενοινάᾳ πολεμίζειν, ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται.., βλάβεται δέ τε γούνατ' ἰόντι Il.19.165
-6;ᾧ μέν κ' ἀμμείξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ 24.530
.b the subordinate clause alone contains τε, λάζετο δ' ἔγχος.. τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων οἷσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη 5.747
;ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος γόνος ἀνέρος ᾧ τε Κρονίων ὄλβον ἐπικλώση Od.4.207
;ἀντί νυ πολλῶν λαῶν ἐστιν ἀνὴρ ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ Il.9.117
, cf. 7.298, Od.6.287, 7.74, 8.547, 18.276; with opt.,ἀλλὰ πολὺ πρώτιστος.. ἕλεσκον ἀνδρῶν δυσμενέων ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι 14.221
: it is prob. that τε has been replaced by κε in the text of Hom. in Il.1.218, 9.510 (cf. 508), and some other passages in which κε seems to be used, exceptionally, in general relative clauses.c both clauses contain τε, ὃς μέν τ' αἰδέσεται κούρας Διὸς ἆσσον ἰούσας, τὸν δὲ μέγ' ὤνησαν καί τ' ἔκλυον εὐχομένοιο Il.9.508
-9;εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον 1.82
-3.4 in the subordinate clause of a collective sentence, in which the principal clause states something to be true of all those (i.e. each individual) to whom the predicate of the subordinate clause applies,ὑπόσχωμαι.. κτήματα.. πάντα μάλ' ὅσσα τ' Ἀλέξανδρος.. ἠγάγετο Τροίηνδ'.. δωσέμεν Il.22.115
; , cf. Od.18.131, Il.19.105; , cf. 18.485.5 in relative clauses (and in parenthetic principal clauses) which indicate what is customary, ἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην, ἅ τε ποσσὶν ἀέθλια γίγνεται ἀνδρῶν which are the usual prizes.., Il.22.160;ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί Od.1.338
, cf. 3.435, 4.85, 13.410, 14.226, 17.423, Il.5.332;κύματος ἐξαναδύς, τά τ' ἐρεύγεται ἤπειρόνδε Od.5.438
;μολπή τ' ὀρχηστύς τε, τὰ γάρ τ' ἀναθήματα δαιτός 1.152
: similarly in clauses withοἷά τε (πολλά), κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει.. Ἀμφιτρίτη 5.422
;οὐ γάρ σ' οὐδέ.. δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων, οἷά τε πολλὰ μετ' ἀνθρώποισι πέλονται 8.160
, cf. 11.364, 14.63, 15.324, 379.6 in relative clauses indicating what is true of all persons or things denoted by the same word, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται no one of the islands which lie in the sea (as all islands do, i.e. no island at all), Od.4.608;ἡμίονον.. ἥ τ' ἀλγίστη δαμάσασθαι Il.23.655
;ἐσθλὸς ἐὼν γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα κήδιστοι τελέθουσι Od.8.582
;αἰετοῦ οἴματ' ἔχων.. ὅς θ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν Il.21.252
, cf. 24.294;οὐδέ μιν εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται, οἵ τε καθ' ὕλην ἄλγεα πάσχουσιν Od.9.120
;δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται Il.1.238
, cf. Od.5.67, 101, Il.1.279, 19.31, 24.415;οἶνός σε τρώει.., ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Od.21.293
, cf. 14.464;πάρφασις, ἥ τ' ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων Il.14.217
;οἰκωφελίη, ἥ τε τρέφει ἀγλαὰ τέκνα Od.14.223
.7 when the antecedent is a definite group of gods or men, the relative clause with τε indicates an essential characteristic of the antecedent,Ἐρινύες, αἵ θ' ὑπὸ γαῖαν ἀνθρώπους τείνυνται Il.19.259
;Σειρῆνας.., αἵ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν Od.12.39
;Φαίηκές μ' ἄγαγον ναυσίκλυτοι, οἵ τε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους πέμπουσιν 16.227
, cf. 20.187; ;Λωτοφάγων, οἵ τ' ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσι Od.9.84
: similarly when the antecedent is an individual person (incl. god) or thing, the relative clause with τε indicates one of his or its general or essential characteristics or aspects, , cf. 2.669, Od.5.4;Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου, ὅς ῥά τε πάντων ἀνθρώπων ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει 15.319
;Λάμπον καὶ Φαέθονθ', οἵ τ' Ἠῶ πῶλοι ἄγουσι 23.246
;Τειρεσίαο μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι 10.493
;τεύχεα δύνεις ἀνδρὸς ἀριστῆος, τόν τε τρομέουσι καὶ ἄλλοι Il.17.203
, cf. 7.112; κεῖται ἀνὴρ ὅν τ' (v.l. ὃν)ἶσον ἐτίομεν Ἕκτορι δίῳ, Αἰνείας 5.467
; the relative clause sts. indicates what is customary,οὐδέ σε λήθω τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσθαι μετ' Ἀχαιοῖς 23.649
;ἔνθα δ' ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥά τε μῆλα οἶος ποιμαίνεσκε Od.9.187
;τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι.. ὡς ἑνός, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν μνωομένῳ 4.105
;σῆς ἀλόχου.. ἥ τέ τοι αὔτως ἧσται ἐνὶ μεγάροισιν 13.336
;καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ.. κηδέσκετο 22.357
, cf. 346.8 τε is used in descriptions of particular places or things when attention is called to their peculiar or characteristic features, or their position, e.g.Λιβύην, ἵνα τ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι Od.4.85
; , cf. 9.124, 13.99, 100, 107, 109, 244; ἓξ δέ τέ οἱ (sc. Σκύλλῃ)δειραὶ περιμήκεες 12.90
, cf. 93,99, 105; ἐν δέ τε Γοργείη κεφαλή (in Athena's αἰγίς) Il.5.741; χαλεπὸν δέ τ' ὀρύσσειν ἀνδράσι γε θνητοῖσι (sc. μῶλυ) Od. 10.305; ; sts. τε draws attention to a well-known custom or permanent feature,ἀρξάμενοι τοῦ χώρου, ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει 21.142
;ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν, ἔνθα τε νῆες εἰρύατ' εὔπρυμνοι Il.4.247
, cf. Od. 6.266;ἐν ποταμῷ, ὅθι τ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν Il.18.521
, cf. Od.14.353.9 a part of the anatomy is defined by a clause (containing τε) which indicates a feature which universally belongs to it,κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.305
, cf. 8.83, 13.547, 16.481, 20.478; similarly a point of time is defined,ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ' ἤματα μακρὰ πέλονται Od.18.367
.10 τε is used in relative clauses which define a measurement of a particular thing or action by reference to the measurement (in general) of some thing or action well known in daily life,γεφύρωσεν δὲ κέλευθον μακρὴν ἠδ' εὐρεῖαν, ὅσον τ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται Il.15.358
; ; , cf. 3.321, al.; more rarely the definition is by reference to the measurement of a particular thing or action, ἤσθιε.. ἕως ὅ τ' ἀοιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἄειδεν (s.v.l.) 17.358;ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσίν, ὅσσα τ' ἐγώ περ 19.347
.11 the freq. use of τε B in similes is to be explained under one or other of the foregoing heads, e.g. when reference is made to generally known kinds of things or natural phenomena, to human experience in daily life, or to well-known phenomena of the animal world, Il.2.456, 459, 463, 468, 470, 471, 474, 481, 3.23-5,33, 11.415-7, al.; or when universal characteristics of gods, men, animals, etc., are indicated by relative clauses introduced by ὅς τε, ὅς ῥά τε, etc., 3.61, 151, 198, al.; or by ὥς τε, ἠΰτε, ὥς τίς τε, etc., e.g. 5.136, 17.133, Od.4.535,ὡς εἴ τε 9.314
, 14.254, etc.II in post-Hom. Gr. this use of τε is more restricted; outside of [dialect] Ep. and other early dactylic verse (Hes.Op.30, 214, 233, al., Xenoph.13.3, Thgn.148, 359, etc.) it is not found except with relatives, and with these it has scarcely any discernible sense, so that ὅς τε in Lyr. and Trag. is for the most part only = ὅς, e.g. (possibly generalizing)Μοῖρ', ἅ τε πατρώϊον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον Pi.O.2.35
, cf. 14.2, A.Eu. 1024, E.Hec. 445 (lyr.), etc. (v. ὅστε); without generalizing force, Pi.N.9.9, A.Pers. 297, Ch. 615, etc.; Hdt. hasτά πέρ τε 1.74
,ὅκως τε 2.108
codd., ὅσον τε (without a verb, as in Od.9.325, al.) 1.126, 2.96, 3.5, al.,οἷά τε 1.93
codd. (adverbially 2.175, 5.11): in [dialect] Att. Prose and Com. even these uses disappear and we find only a few phrases, as ἅτε, ὥστε, ἐφ' ᾧτε, οἷός τε; in later Gr. we find exceptionallyἔνθεν τε Hp.Ep.17
; (ii B.C.);ἀπ' οὗ τε PCair.Zen.291.3
(iii B.C.); (Erythrae, ii B.C.); ἥ τ' PMag.Par.1.2962;ὅσον τε ὀκτὼ στάδια Paus.6.26.1
; καὶ ἔστιν ἔπη Μαντικὰ ὁπόσα τε (= which)ἐπελεξάμεθα καὶ ἡμεῖς Id.9.31.5
;οἷόν τε καὶ ἐπὶ τῆς κύων φωνῆς θεωροῦμεν S.E.M.11.28
.C in Hom. τε is also (but less freq.) used in conjunction with other particles in contexts (mainly particular statements) such as the following:1 in assurances, statements on oath, and threats,σχέτλιος, ἦ τ' ἐκέλευον ἀπωσάμενον δήϊον πῦρ ἂψ ἐπὶ νῆας ἴμεν Il.18.13
;ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον, κύον· ἦ τέ τοι ἄγχι ἦλθε κακόν 11.362
; ἦ τε is similarly used in 11.391, 17.171, 236, Od.24.28, 311, al.; ἦ τ' ἄν in Il.12.69, al.; γάρ τε (s. v.l.) inοὐ γάρ τ' οἶδα 6.367
, cf. Od.10.190; νύ τε in 1.60, 347 (but τ' more prob. = τοι, v. σύ) ; δέ τε inἀγορῇ δέ τ' ἀμείνονές εἰσι καὶ ἄλλοι Il.18.106
; ; μέν τε in , cf. 4.341; εἴ πέρ τε inοὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης ἔσσεται, οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἔχῃσιν Od.1.204
, cf. 188, Il.12.223, 245.2 also in commands, warnings, and admonitions,σίγα, μή τίς τ' ἄλλος Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ μῦθον Il.14.90
, cf. Od.19.486; ; τούσδε τ' (v.l. δ')ἐᾶν 16.96
(nisi leg. τούσδ' ἔτ'); δὸς δέ τέ μ' ἄνδρα ἑλεῖν 5.118
; μηδέ τ' ἐρώει (nisi leg. μηδ' ἔτ') 2.179, 22.185.3 also in passionate utterances, in clauses which indicate the cause of the speaker's passion or a circumstance which might have caused others to behave more considerately towards him,ὤ μοι ἐγὼ δειλή.. ἥ τ'.. τὸν μὲν.. θρέψασα.. ἐπιπροέηκα Il.18.55
;σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων, οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε.. ἤν τίς τε.. Od.5.119
, 120, cf. 21.87, Il.15.468, 17.174; ἡμεῖς δ' αὖ μαχόμεσθ', οἵ πέρ τ' ἐπίκουροι ἔνειμεν and we, who ( mark you) are only allies (not γαμβροί and κασίγνητοι), are fighting, 5.477; τρεῖς γάρ τ' ἐκ Κρόνου εἰμὲν ἀδελφεοί for we, let me tell you, are three brothers, sons of Cronos (and Zeus has no prior title to power), 15.187;ποῖόν δε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων δεινόν τ' ἀργαλέον τε· νεμεσσῶμαι δέ τ' ἀκούων Od.21.169
; .4 in descriptions of particular events and things where there is no general reference,κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει Od.17.270
; ὥς (= so)τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσιν δαίνυσθαι κατὰ δῶμα 1.227
;τοὺς μέν τ' ἰητροὶ πολυφάρμακοι ἀμφιπένονται.. σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ Il.16.28
; πόλιν πέρι δινηθήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, θεοὶ δέ τε πάντες ὁρῶντο dub. l. in 22.166;εὗρε δ' ἐνὶ σπῆϊ γλαφυρῷ Θέτιν, ἀμφὶ δέ τ' ἄλλαι εἵαθ' ὁμηγερέες ἅλιαι θεαί 24.83
(s.v.l.);ἐν δέ τε φάρμακον ἧκε Od.10.317
;νῶϊ δέ τ' ἄψορροι κίομεν Il.21.456
;πολλὰς γὰρ δὴ νύκτας.. ἄεσα καί τ' ἀνέμεινα.. Ἠῶ Od.19.342
;δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε Il.10.466
;ἐν δέ τε οἶνον κρητῆρσιν κερόωντο Od.20.252
; so with οὐδέ τ' (nisi leg. οὐδ' ἔτ'), τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοὶ οὐδέ τ' ἔδησαν Il.1.406
;οὐδέ τ' ἔληγε μέγας θεός, ὦρτο δ' ἐπ' αὐτόν 21.248
;οὐδέ τ' ἄειρε 23.730
;οὐδέ τ' ἔασεν 11.437
, 21.596, cf. 15.709.5 ὅτε τε ( when) freq. introduces a temporal clause defining a point of time in the past by means of a well-known event which occurred then, ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ' ἐκρέμω ὑψόθεν; Il.15.18;ὅτε τε Κρόνον.. Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.203
; (but ἤματι τῷ ὅτε τε is general in 13.335; so also ὅτε πέρ τε.. κέρωνται in 4.259); , cf. 10.286, 22.102, Od.7.323, 18.257.6 in ὅ τε ( that or because) the τε has no observable meaning, , cf. 412, 4.32, 6.126, Od.5.357, al.7 ἐπεί τε = ἐπεί ( when) is rare in Hom.,ἐπεί τ' ἐνόησε Il.12.393
, cf. ἐπείτε.8 where τ' ἄρ occurs in questions, e.g. πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307, cf. 1.8, 18.188, al., ταρ (q.v.) should prob. be read, since ἄρ ([etym.] α) usu. precedes a τε which is not copulative; so perh. ταρα should be read for τ' ἄρα in Od.1.346.9 inἣ θέμις ἐστὶν.. ἤ τ' ἀνδρῶν ἤ τε γυναικῶν Il.9.276
, it is not clear whether τε is copulative (τε A) or generalizing (τε B) or neither (τε C); ἤ is prob. = ἦ (accented as in ἤτοι (; ἤ τ' ἀλκῆς ἤ τε φόβοιο is dub. l. in 17.42; ἤ τ' = or is found in 19.148, = than in Od.16.216.10 Rarer and later uses;a also, esp. withἄλλος, Ἑρμεία, σὺ γὰρ αὖτε τά τ' ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι Od.5.29
, cf. 17.273, Il.23.483;ἐπεὶ τά τε ἄλλα πράττουσιν καλῶς, ἀναθεῖναι αὐτοὺς καὶ στήλην IG22.1298.9
, cf. Lycurg.100 (s.v.l.);ἐκομισάμην τὸ παρὰ σοῦ ἐπιστόλιον, ἐν ᾧ ὑπέγραψάς μοι τήν τε παρὰ Ζήνωνος πρὸς Ἰεδδοῦν γεγραμμένην PCair.Zen.18.1
(iii B.C.); εἰ οὖν περὶ τούτων ἐπιστροφὴν μὴ ποιήσει, οἵ τε λοιποί μοι τὰς χεῖρας προσοίσουσιν (- σωσιν Pap.) PPetr.2p.10 (iii B.C.);τῶν δὲ παρὰ ταῦτα ποιησόντων τά τε κτήνη ὑπὸ στέρεσιν ἀχθήσεσθαι πρὸς τὰ ἐκφόρια PTeb.27.74
(ii B.C.); v. supr. A. 11.3b.b with ὅδε, adding a slight emphasis to the preceding word,εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι Od.13.238
, cf. 15.484.c τε γάρ rarely = καὶ γάρ or γάρ, Arist.APo. 75b41, de An. 405a4, PA 661b28, Pol. 1318b33, 1333a2; ἐάν τε γάρ for even if, 2 Ep.Cor.10.8; τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν for I had not known even lust. Ep.Rom.7.7.D Position of τε:1 in signf. A, as an enclitic, it stands second word in the sentence, clause, or phrase, regardless of the meaning: ἐγγύθι τε Πριάμοιο καὶ Ἕκτορος near both Priam and Hector, Il.6.317; , cf. 4.505, 7.295; codd., cf. 291 (anap.);ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης Hdt.1.69
;ὑπέρ τε σοῦ καὶ τῆς ἀδελφῆς PEnteux.6.6
(iii B.C.); , cf. Ti. 70b; hence in E.Or. 897 πόλεος must be taken with what precedes (Porson ad loc.): but article + noun, preposition + noun are freq. regarded as forming a unity indivisible by τε, τοῖς κτανοῦσί τε A.Ch.41
(lyr.);πρὸς βίαν τε Id.Pr. 210
; also the order is freq. determined by the meaning, τε being placed immediately after the word (or first word of a phrase or clause) which it joins to what precedes or to what follows,πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Il.1.544
;ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας A.Pr. 665
; the copulative or preparatory τε precedes many other particles, e.g. τε γάρ, τ' ἄρα, τέ τις.2 τε is enclitic in signfs. B, C also, and stands early in its sentence, clause, or phrase (v. supr.), but many particles which follow τε in signf. A precede it in signfs. B, C, e.g. in signfs. B, C we have δέ τε, μέν τε, γάρ τε, ἀλλά τε, δ' ἄρα τε, ὅς ῥά τε, οὔτ' ἄρ τε, καὶ γάρ τίς τε, ὅς τίς τε, καί τε. -
31 τέγγω
Aτέγξω Pi.O.4.19
, E.Supp. 979 (lyr.): [tense] aor.ἔτεγξα B.5.157
, A.Pr. 402 (lyr.), Hp.Nat.Mul.35:—[voice] Pass., [tense] aor. (anap.), Pl.Lg. 880e:—wet, moisten, τέγγε πλεύμονας οἴνῳ Alc.l.c.;ἀκρήτῳ πνεύμονα τεγγόμενος Eratosth.25
; οἴνῳ πνεύμονα τέγγε Poet. ap. Suid. s.v. τέγγε; τέγγει γὰρ [τὸ ἔλαιον] τὸν ξηρὸν χρῶτα Gal. 6.229, cf. 366,560, 15.714; esp. of internal moistening by liquid food, opp. βρέχω (moisten on the surface), Id.10.808, 12.186 (the word is not freq. in Prose); φάρεα ποταμίᾳ δρόσῳ τ., so as to wash them, E. Hipp. 127 (lyr.);ἐν θαλάττῃ τ. τοὺς πόδας Pl.Lg. 866d
:—in Trag. and Lyr. freq. of tears,δάκρυσι κόλπους τέγγουσι A.Pers. 540
(anap.); (lyr.); ὄμμα δάκρυσιν τ. E.Supp.21, cf. IA 496; and simply, τ. παρειάν, ὄμμα, S.Ant. 530 (anap.), E.Alc. 764;Aτέγξαι βλέφαρον B.5.157
:—[voice] Pass., to be moistened, (lyr.); δάκρυσί μου βλέφαρα τ. E.Hipp. 854 (lyr.): τέγγομαι (sc. ὄσσε), i.e. I weep, A.Pers. 1065 (lyr.).2 c. acc. cogn., τ. δάκρυα shed tears, Pi.N.10.75; (lyr.):—[voice] Pass., ὄμβρος χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' ἐτέγγετο a shower fell, Id.OT 1279.3 soak, in [voice] Pass., distd. from τήκεσθαι, Arist.Mete. 385b22; τέγγει is prob. f.l. for στέγει in Id.Pr. 869b25.II soften (properly, by soaking or bathing), ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι· οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τέγξει (sic Plu.2.467d, τεύχει codd. Pi.) γυῖα (i.e. ὥστε μαλθακὰ γενέσθαι) Pi.N.4.4:—metaph. in [voice] Pass., τέγγει γὰρ οὐδέν thou art no whit softened, A.Pr. 1008;οὔτε γὰρ.. λόγοις ἐτέγγεθ' ἥδε νῦν τ' οὐ πείθεται E.Hipp. 303
; χωρεῖτ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ' Ar.Lys. 550;ὑπὸ κακοδοξίας τέγγεσθαι Pl.R. 361c
, cf. Lg. 880e. -
32 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.) -
33 τραχύτης
A roughness, ruggedness,κῶνον λαμβάνοντα τραχύτητας Democr.155
;τῆς χώρας X.Cyr.7.5.67
; sharpness, of a bit, Id.Eq.10.6;τραχύτησί τε καὶ λειότησιν Pl.Ti. 65c
, cf. Ti.Locr. 100d;περὶ τὴν ἀρτηρίαν Arist.GA 788a27
;τὰ ῥοφητὰ.. τὰς ἐν τῇ φάρυγγι τ. ἐκλεαίνει Gal.6.706
;βλέφαρα τὰ τ. ἔχοντά τινα Id.16.510
;τ. φωνῆς Arist. de An. 422b31
, cf. Phld.Po.Herc.994.32, 33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχύτης
-
34 τυλόω
A make knobby:—[voice] Pass., ῥόπαλα τετυλωμένα σιδήρῳ clubs knobbed with iron, Hdt.7.63; of the outside of theκίτριον, σκληρὸν καὶ τετ. Gal.6.618
.II make callous,τυλοῖ τὸ στόμα [ὁ χαλινός] X.Eq.6.9
:—[voice] Pass., to be made hard or callous,τετυλωμένης τῆς μήτρας Orib.22.7.1
, cf. Sor.1.10, al.;μακέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοθι χεῖρας Theoc.16.32
;τετυλωμένα βλέφαρα Dsc.5.99
.2 metaph.,τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἀκοὴν πρὸς τὰ ἐξαρτήματα Iamb.VP26.118
, cf. Arr. Epict.2.18.9.—Cf. τυλωτός, and v. μυλόομαι. -
35 ἀκρονυγῶς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρονυγῶς
-
36 ἀναιδής
A shameless, of Agamemnon,ὦ μέγ' ἀναιδές Il. 1.158
; of Penelope's suitors, Od.1.254, al.;ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El. 622
.2 c. gen., Κυδοιμὸν ἀναιδέα δηϊοτῆτος ruthless in havoc, Il.5.593.II of things, as, in Od.11.598, the stone of Sisyphus is called λᾶας ἀναιδής the reckless, ruthless stone, cf. Il.4.521, 13.139;πότμος ἀ. Pi.O.10(11).105
;ἐλπὶς ἀ.
greedy,Id.
N.11.45; ἃ πέπονθ' ἀναιδῆ the shame that I have suffered, S.OC 516; : τὸ ἀναιδές = ἀναίδεια, βλέφαρα πρὸς τἀνειδὲς ἀγαγών E.IA 379;ἔνθα τἀνειδὲς κρατεῖ Diph.111b
;εἰς ἀναιδὲς.. δός μοι σεαυτόν S.Ph.83
;ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Hdt.7.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιδής
-
37 ἀναπετάννυμι
ἀναπετάννῡμι or [suff] ἀνα-ύω X.An.7.1.17 (cf. ἀναπίτνημι), poet. [full] ἀμπ-; ἀναπετάω Luc.Cal.21: [tense] fut. -πετάσω, [dialect] Att.A- πετῶ Men.Fr.3
D.:— spread out, unfold,ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il.1.480
, etc.;ἀ. βόστρυχον E.Hipp. 202
; unfold, display,Sapph.
29; φάος ἀμπετάσας having shed light abroad, E.IA34; ἀναπετάσαι τὰς πύλας throw wide the gates, Hdt.3.146, cf. X.An. l. c.:—[voice] Pass., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι, Il.12.122, Pi.N.9.2;βλέφαρα ἀναπετάννυται X.Mem.1.4.6
; ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη a fox sprawling on its back to await the eagle's swoop, Pi.I.4(3).47: in [tense] pf. [voice] Pass., to be open, lie open, οἰκία πρὸς μεσημβρίαν -πέπταται lies open to the south, X.Oec.9.4;αὐλὼν ἀναπέπταται πρὸς τὴν θάλατταν Plu. Fab.6
; freq. in [tense] pf. part., open,ἐν πελάγεϊ ἀ. ναυμαχήσεις Hdt.8.60
.ά; ἀ. ὄμματα X.Mem.2.1.22
; ἀ. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, of the cave, Pl.R. 514a;δίαιτα ἀ.
in the open air,Plu.
Per.34: metaph., ἀ. παρρησία open, barefaced impudence, Pl.Phdr. 240e;ὄμμα ἀ.
impudent, brazen,Zeno Stoic.
1.58;ἀ. τῇ ψυχῇ δέξασθαί τι Luc.Nigr.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπετάννυμι
-
38 ἀναρράπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναρράπτω
-
39 ἀντωπός
A with the eyes front, facing,ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA 564
;ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196
(Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face,βέλος APl.4.134
(Mel.); of an eagle,ἀ. ἁλίω Ecphant.
ap. Stob.4.7.64.2 like, Opp.H.5.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντωπός
-
40 ἀποτήκω
A meltaway from,αὐτῆς τῆς φύσεως ἀ.
meltaway a part of..,Pl.
Ti. 65d; τετυλωμένα βλέφαρα ἀ. reduce them, Dsc.5.99: metaph., Plu.2.451f:—[voice] Pass.,ἀπετάκη αὐτοῦ τρία τάλαντα Hdt.1.50
, cf. Epicur. Ep.2. p.49U.; ἀπετάκησαν οἱ μασθοί (prob. for ἀπετάθησαν,), Luc. DMort.28.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτήκω
См. также в других словарях:
βλέφαρα — βλέφαρον eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρ' — βλέφαρα , βλέφαρον eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
προσεύτροχος — ον, Α* (αμφβλ. γρφ.) φρ. «προσεύτροχα βλέφαρα» ευκίνητα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὔτροχος «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
χαριτοβλέφαρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων 2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
OCULI moribundo — ante ipsum animae exitum, nec tactu, nedum pressurâ digitorum, utcumque leviusculâ quidem, apud Hebraeos regulariter claudebantur; ne inde qui sic clauderet, adeo infirmo mortem forte acceleraret. Mortuo vero claudi ab adstantibus, maxime… … Hofmann J. Lexicon universale