-
1 βέλος
a arrow, shaftβροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.80
“ καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 “ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.33
βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.68
γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν Οἰκλείδαν N. 10.8
ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.34 ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι ἱπποδάμων Δαναῶν βέλεσι πρόσφορον fr. 183.b met.,I of poetry,ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν O. 2.83
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε βέλεσσιν ( μέλεσσι(ν) v. l.) O. 9.8παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
II of love,πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια P. 4.213
III of avarice, χρυσέων βελέων ἔντι τραυματίαι fr. 223. -
2 βέλος
A missile, esp. arrow, dart, freq. in Hom.; of the piece of rock hurled by the Cyclops,τόντονδε βαλὼν β. Od.9.495
; of an ox's leg thrown by one of the suitors at Ulysses, 20.305; of a stool, 17.464; ὑπὲκ βελέων out of the reach of darts, out of shot, Il.4.465;ἐκ βελέων 11.163
;ἔξω βελῶν X.Cyr.3.3.69
, etc.;ἔξω βέλους Arr.An. 2.27.1
, Luc.Hist.Conscr.4; opp. ἐντὸς βέλους, D.S.20.6, Arr.An. 1.2.5; εἴσω β. παρελθεῖν ib.1.6.8.2 used of any weapon, as a sword, Ar.Ach. 345, cf. S.Aj. 658; an axe, E.El. 1159; the sting of a scorpion, A.Fr. 169; of the gad-fly, Id.Supp. 556.3 ἀγανὰ βέλεα of Apollo, Il.24.759, Od.3.280, and of Artemis, ib.5.124, denote sudden, easy death of men and women respectively; βέλος ὀξύ, of Ilithyia, pangs of childbirth, Il.11.269, cf. Theoc.27.29.4 after Hom. of anything swift-darting, Διὸς βέλη the bolts of Zeus, lightnings, Pi.N.10.8, cf. Hdt.4.79, etc.;Ζηνὸς ἄγρυπνον β. A.Pr. 360
; πύρπνουν β. ib. 917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of a storm, ib. 373;πάγων δύσομβρα β. S.Ant. 358
: metaph., ὀμμάτων β. glance of the eye, A.Ag. 742; φίλοικτον β. a piteous glance, ib. 241 (lyr.); ἱμέρου β. the shaft of love, Id.Pr. 649;θυμοῦ βέλη S.OT 893
(s.v.l.); of arguments,πᾶν τετόξευται β. A.Eu. 679
, cf. Pl.Phlb. 23b; β. τὰ ἀπὸ τοῦ στόματος, of invective, Lib.Or.51.8; of mental anguish or fear,ἄτλατον β. Pi.N. 1.48
(v.l. δέος) . -
3 βέλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βέλος
-
4 βέλος
βέλοςmissile: neut nom /voc /acc sg -
5 βέλος
βέλος, ους, τό (Hom.+; loanw. in rabb.) someth. w. a sharp point, a term used for projectiles of various kinds, in our lit. arrow βέλη πεπυρωμένα flaming arrows Eph 6:16 (cp. Ps.-Apollod. 2, 5, 2, 2 De Hercule βάλλων βέλεσι πεπυρωμένοις; Jos., Ant. 1, 203; Ps.-Scylax, Peripl. 95 p. 40 Fabr.=112 GGM I p. 94: Αἰθίοπες χρῶνται βέλεσι πεπυρακτωμένοις).—B. 1389. DELG s.v. βάλλω p. 162. M-M. TW. -
6 βέλος
-ους + τό N 3 2-9-5-19-8=43 Dt 32,23.42; 2 Sm 18,14; 22,15; 2 Kgs 9,24missile, arrow, dart 2 Sm 18,14*Jb 20,25 βέλος arrow-לחשׁ for MT לףשׁ he draws out?9 Lust, J., Eynikel, E., & Hauspie, K. (2003). A Greek-English Lexicon of the Septuagint: Revised Edition. Deutsche Bibelgesellschaft: Stuttgart.аб→TWNT -
7 βέλος
1) arrow2) dartΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βέλος
-
8 βέλει
βέλοςmissile: neut nom /voc /acc dual (attic epic)βέλεϊ, βέλοςmissile: neut dat sg (epic ionic)βέλοςmissile: neut dat sg -
9 βέλη
βέλοςmissile: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)βέλοςmissile: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
10 βελέεσσι
βέλοςmissile: neut dat pl (epic) -
11 βελέεσσιν
βέλοςmissile: neut dat pl (epic) -
12 βέλεσσι
βέλοςmissile: neut dat pl (epic) -
13 βέλεσσιν
βέλοςmissile: neut dat pl (epic) -
14 βελέοιν
βέλοςmissile: neut gen /dat dual (epic doric ionic aeolic) -
15 βελέων
βέλοςmissile: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
16 βέλεα
βέλοςmissile: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
17 βέλεε
βέλοςmissile: neut nom /voc /acc dual (epic ionic) -
18 βέλεος
βέλοςmissile: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
19 βέλεσι
βέλοςmissile: neut dat pl -
20 βέλεσιν
βέλοςmissile: neut dat pl
См. также в других словарях:
βέλος — missile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
βέλος — το γεν. ους 1. λεπτό και μικρό, επίμηκες ακόντιο που έχει φτερά στο πίσω άκρο και εκσφενδονίζεται από τόξο, η σαΐτα: Τα βέλη της τοξοβολίας είναι ευέλικτα και εύθραυστα. 2. μτφ., ό,τι έχει ταχύτητα και διαπεραστικότητα βέλους: Σε όλη τη διάρκεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βέλει — βέλος missile neut nom/voc/acc dual (attic epic) βέλεϊ , βέλος missile neut dat sg (epic ionic) βέλος missile neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλη — βέλος missile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βέλος missile neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελοῖν — βέλος missile neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελέεσσι — βέλος missile neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελέεσσιν — βέλος missile neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελέοιν — βέλος missile neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελέων — βέλος missile neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελῶν — βέλος missile neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)