Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στάδια

См. также в других словарях:

  • σταδία — σταδίᾱ , στάδιος standing fast and firm fem nom/voc/acc dual σταδίᾱ , στάδιος standing fast and firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σταδίᾱ , σταδίη fem nom/voc/acc dual σταδίᾱ , σταδίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίᾳ — σταδίᾱͅ , στάδιος standing fast and firm fem dat sg (attic doric aeolic) σταδίαι , σταδίη fem nom/voc pl σταδίᾱͅ , σταδίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. (γεωδ. τοπογρ.) κανόνας γνωστού μήκους ο οποίος, σε συνδυασμό με ένα σταδιόμετρο, χρησιμοποιείται για την έμμεση οπτική μέτρηση αποστάσεων κατά τις τοπογραφικές και γεωδαιτικές εργασίες 2. φρ. α) «οριζόντια σταδία» οριζόντια… …   Dictionary of Greek

  • στάδια — στάδιον stade neut nom/voc/acc pl στάδιος standing fast and firm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδίαν — σταδίᾱν , στάδιος standing fast and firm fem acc sg (attic doric aeolic) σταδίᾱν , σταδίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάδι' — στάδια , στάδιον stade neut nom/voc/acc pl στάδια , στάδιος standing fast and firm neut nom/voc/acc pl στάδιε , στάδιος standing fast and firm masc voc sg στάδιαι , στάδιος standing fast and firm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»