Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τόσσος

См. также в других словарях:

  • τόσσος — η, ον, Α βλ. τόσος …   Dictionary of Greek

  • τόσσος — τόσος so great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …   Wikipedia

  • οσσάτιος — ὁσσάτιος (Α) επικ. τ. τού όσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος επικ. τ. τού ὅσος / ὅσσος με επίθημα άτιος (πρβλ. τοσσάτιος: τόσσος / τόσος, τρισσάτιος: τρισσός)] …   Dictionary of Greek

  • τοσάκις — ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις/ ακι (πρβλ. πεντ άκις / πεντ άκι), βλ. και λ. κις] …   Dictionary of Greek

  • τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …   Dictionary of Greek

  • τοσσάτιος — ατίη, ον, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.) 2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοι τόσο πολλοί άνθρωποι 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • τοσσήνος — Α (δωρ. τ.) τοσοῡτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος, κατά το τῆνος*] …   Dictionary of Greek

  • τοσσίχος — η, ον και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. τεσσίχου και τεσσίχον Α τόσο μικρός, τόσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + υποκορ. επίθημα ίχος (πρβλ. ὁσσ ίχος)] …   Dictionary of Greek

  • τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»