Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αῖος

См. также в других словарях:

  • -αιος — (Α αιος) παραγωγική κατάληξη πλήθους επιθέτων τής Αρχ. Ελληνικής με ευρεία χρήση και στη Νέα Ελληνική …   Dictionary of Greek

  • Άιος — Οχυρή ορεινή θέση στη βόρεια Εύβοια. Χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των Ελλήνων στην Επανάσταση του 1821. Το στρατόπεδο οργάνωσε ο Βερούσης Μουτσανάς, ή Καπετάν Βερούσης, εξάδελφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί Γεώργιος… …   Dictionary of Greek

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

  • Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… …   Dictionary of Greek

  • Κρισαίος — Κρισαῑος και Κιρραῑος, αία, αῑον (Α) 1. αυτός που προέρχεται ή που κατάγεται από την πόλη Κρίσα 2. αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με την πόλη αυτή («τὴν ὑπὲρ τοῡ Κρισαίου πεδίου οἰκημένην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κρίσα / Κίρρα + επίθημα αῖος …   Dictionary of Greek

  • ευρωπαίος — α, ο (ΑΜ εὐρωπαῑος, α, ον, Α και εὐρώπειος, η, ον (θηλ. και εὐρωπίς, ίδος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήπειρο Ευρώπη 2. (ως κύρ. όν. Ευρωπαίος, α κάτοικος τής Ευρώπης νεοελλ. αυτός που έχει συμπεριφορά ή νοοτροπία πολιτισμένου,… …   Dictionary of Greek

  • ημιχοαίος — ἡμιχοαῑος, α, ον (Α) αυτός που περιέχει μισόν χουν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίχους + επίθ. αιος (πρβλ. σταδι αίος, τριτ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμαίος — θαλαμαῑος, αία, ον (Α) ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. αιος (πρβλ. αγωγ αίος, οδ αίος) …   Dictionary of Greek

  • θαλασσαίος — θαλασσαῑος, α, ον (Α) θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ α + επίθημα αιος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] …   Dictionary of Greek

  • θνησιμαίος — α, ο (ΑΜ θνησιμαῑος, αία, ον) νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει) νεοελλ. ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα αίος* (πρβλ. αυλ αίος, θαλαμ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»