-
1 έας
-
2 ἔας
-
3 εάς
-
4 ἐᾷς
-
5 εάς
-
6 ἑάς
-
7 ἐας
-
8 ἐᾶς
-
9 ἑας
-
10 ἑᾶς
-
11 χρύσεος
χρύσεος (-έῳ, -εον. -έων, -έων, -έοις: -έα, -έας, -έας, -έᾳ, -έαν, -έα, -εαι, -εᾶν, -έαις(ι), - έαις(ιν), -έας; -έῳ, -εον, -έων, -έων, -έοις: synizesis is allowed only when the first syllable is long: χρᾰς- occurs 10 times, O. 1.87, P. 3.73, P. 4.4, 144, 231, P. 9.56, P. 10.40, N. 5.7, I. 7.49, Pae. 6.92)a golden of things, i. e. made of, decorated with gold; esp. of that which belongs to the gods.θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
χρυσέας ὑποστάσαντες κίονας O. 6.1
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Tricl.: - έαισι codd.) O. 7.34χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1
χρυσέοις τόξοισιν P. 3.9
Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
χρυσέαν φιάλαν P. 4.193
“ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” P. 4.231 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (sc. Ἀπόλλων) P. 9.6 “ δώμασιν ἐν χρυσέοις” (in Olympos) P. 9.56χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν P. 11.4
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 χρυσέων οἴκων ἄναξ (sc. Ἡρακλέης) I. 4.60 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (of the third Delphic temple of Apollo) Πα... κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρος) fr. 288. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of those greedy for gold) fr. 223.b gold in colour “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία I. 7.49
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο Pae. 6.92
τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pae. 6.137
c magnificent, splendid, of horses, χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (Er. Schmid: -αισίν ἀν, -έαις κἀν codd.) O. 1.41ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
χρυσέαισιν ἵπποις fr. 30. 2. of crowns,κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
of gods,χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
generally,ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ Pae. 6.1
-
12 εάις
-
13 ἐᾶις
-
14 ἑός
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν ( νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38
ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41
ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
[ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,Σ. N. 7.85
] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69
ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29
τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to himΠα.. 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12
πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8. -
15 ἥμισυς
Aἡμίσεος Hdt.2.126
, Th.2.78,4.83, X.Oec.18.8, Pl.Smp. 205e, IG22.1612.267, D.23.213, etc. ( ἡμίσεως is sts. a v.l., as in Th. ll. cc., and is found in later writers, as Dsc.2.70); also as fem., Th.4.104; later [var] contr.ἡμίσους D.H.4.17
, Plu.Mar.34, etc. (as fem., LXX 3 Ki.16.9): nom. and acc. pl. masc., [dialect] Ion. ἡμίσεες, -εας, Il. 21.7, Hdt.9.51, [dialect] Att.ἡμίσεις Th.3.20
, Pl.Tht. 154c ( ἡμίσεας is preferred by Phryn.PSp.73B.): neut. pl.ἡμίσεα Th.4.16
, Pl.R. 438c, laterἡμίση D.36.36
(cod. S), al., IG22.1678.23, Thphr.Char.30.16, IG12 (5).872.107 ([place name] Tenos), SIG2588.4(Delos, ii B.C.), etc.: [dialect] Ion. fem.ἡμίσεᾰ Hdt.5.111
(hyperion.- σέη Luc.Syr.D.14
), acc. pl.- έας Hdt.8.27
, also acc. sg.ἡμίσεαν IG2.1055.16
, 1059.14, gen. : [full] ἥμυσυς (assim.), Rev.Phil.54.192 (Erythrae, v B.C.), IG22.43A45 (iv B.C.), PEleph.20.40(iv B.C.), IG11(2).161A23(Delos, iii B.C.), UPZ 54.6(ii B.C.), etc.: neut. [full] ἥμισον, τό, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.), SIG1011.7 (Chalcedon, iii/ii B.C.), ib.671 A13 (Delph., ii B.C.), BGU 183.41 (i A.D.): pl. (Argos, v B.C.); also [full] ἥμισσον, τό, ib.306.14 (Arc., iv B.C.), 1009.20 (Ephesus, iii/ii B.C.): pl. ἥμισσα ib. 240P (Delph., iv B.C.): acc. pl.τοὺς ἡμίσους Not.Arch.4.20
(Cyrene, Aug.):— half,I as Adj., ἡμίσεες λαοί half the people,ἡ. δ' ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο.. ἡ. δ' ἀναβάντες ἐλαύνομεν Od.3.155
sq., cf. Il.21.7 (elsewh. Hom. uses only neut. ἥμισυ as Subst. (v. infr. 11));τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν Hdt.9.51
, cf. Th.3.20, X.Cyr.2.16, etc.; ἥμισυς λόγος half the tale, A.Eu. 428 ( λόγου cod. [voice] Med.);τὸ ἥμισυ τεῖχος Th.2.78
;ὁ ἥ. ἀριθμός Pl.Lg. 946a
: c. gen., like a [comp] Comp., τὸ ὕψος ἥμισυ ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο half of what he intended, Th.1.93: metaph., ( οὐ δι' ἥμισυν stands for οὐ διήμ. ' half-and-half', ib. 806c).2 in Prose also with the Subst. in gen. and giving its gender and number toἥμισυς, τῶν νήσων τὰς ἡμισέας Hdt.2.10
;τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα Id.6.23
; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν half of the ships, Th.8.8;οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων X.Cyr.4.5.4
;ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Pl.Phd. 104a
;τοῦ χρόνου D.20.8
: abs., οἱ ἡ. half of them, Th.3.20.II as Subst. in neut., ἥ. τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, Il.9.616, 17.231, Od.17.322; τὸ μὲν.., τὸ δ' ἥ. Il.13.565;πλέον ἥ. παντός Hes.Op.40
, Pl.R. 466c;ὑπὲρ ἥ. πάντων X.Cyr.3.3.47
;ἥ. οὗ δεῖ Pl.Phd. 77c
, etc.; ἐν ἡμίσει τῆς νυκτός at midnight, LXXJd.16.3: usu. c. Art.,τὸ ἥ. τοῦ στρατοῦ Th.4.83
, etc.; also , Schwyzer701 (Erythrae, v B.C.); : indecl., ἀπὸ τοῦ ἥ. LXXEx.30.15; τῷ ἥ. φυλῆς ib.Nu.32.33: pl.,τῆς χορείας τὰ ἡμίσεα Pl.Lg. 672e
;ἄρτων ἡμίσεα X.An.1.9.26
; ῥαφανίδων τὰ ἡ. Thphr.l.c.: after Numerals,ἐν δυοῖν καὶ ἡμίσει ἡμέρας IG22.1673.73
;δεκατεττάρων καὶ ἡμίσους Str.2.5.39
;μνῶν.. δώδεκα καὶ ἡμίσους D.H.4.17
;τετραποδίαν μίαν καὶ ἥμισυ IG 12.373.28
; withoutκαί, μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους Plu.Mar.34
: indecl.,τριῶν ἥμισυ σταδίων Str.8.6.21
, cf. PTeb.110.5 (i B.C.), Plu.Cat.Mi. 44, etc.: as Adv.,ἥ. μὲν νύμφην.., ἥ. δ' αὖτε ὄφιν Hes.Th. 298
, cf. Pi.N.10.87: so in pl.,τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονος, τὰ δὲ ἡ. ἄπονος Pl.R. 535d
: with Preps., οὐδ' εἰς ἥ. not half, Ar.Th. 452: regul. Adv. ἡμισέως half-done, Pl.R. 601c.b ἥμισυ, τό,= ἡμίεκτον, Hsch.2 fem., ἡ ἡμίσεια (sc. μοῖρα), τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Th.5.31
;ἡ ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg. 956d
; οὐ γὰρ ἐφ' ἡμισείᾳ χρηστὸν εἶναι δεῖ by halves, D. 19.277;ἐξ ἡμισείας Luc.Cat.1
, Artem.1.26, S.E.M.10.145. ( ἡμισυ- fr. ἡμιτυ-, ἡμισσο- fr. ἡμιτϝο-, cf. ἡμίτεια, ἡμιτύεκτον; enlarged fr. ἡμι-.) -
16 Έρμῆς
Έρμῆς, -οῦGrammatical information: m.Meaning: Hermes, son of Zeus and Maia; also `Hermes-pillar, -head' (Il.)Other forms: Έρμείας, - έας, Έρμείης (Call.), Έρμᾶς (Dor. Boeot.), Έρμάων (Hes.), Έρμάν, - ᾶνος (Lac. Arc.), Έρμάου, - άο, -ᾶ (Thess. dat.), Έρμαον (Cret. acc.).Dialectal forms: Myc. E-ma-a₂ (dat.)Compounds: As 1. member z. B. in ἑρμο-γλυφεῖον (Pl.) with retrograde ἑρμογλυ-φεύς, - ικός, - ος (Luc. a. o.), s. γλύφω.Derivatives: Hypocoristic dimin. Έρμίδιον (Ar.), - άδιον (Luc.; also `small Hermespillar' [Lydia]), after the nouns in - ίδιον, - άδιον. `Ερμαῖος `belonging to H., of H.', also as name of a month (A., S.; prob. also Ερμαῖος λόφος π 471, if not from 1. ἕρμα; s. below); ntr. Ε῝ρμαιον `Hermestemple' (Ephesos.; on the accent Hdn. Gr. 1, 369), pl. Ε῝ρμαια ( ἱερά) `H.-feast' (Att.); as appellative ἕρμαιον n. "Hermes-gift", i. e. `chance-find, unexpected advanrage' (Pl., S.); also plant-name (Stromberg Pflanzennamen 129); f. Έρμαΐς (Hp.); Έρμαιών name of a month (Halicarn., Keos); Έρμαϊσταί pl. name of the H.-adorers, Mercuriales (Rhodos, Kos, Delos), cf. e. g. Άπολλωνιασταί and Chantraine Formation 317; Έρμαϊκός (late). Έρμεῖα pl. meaning uncertain (Str. 8, 3, 12).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Έρμῆς \< Έρμέας \< Έρμείας (Aeol.; cf. Αἰνείας a. o.; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 20; after Solmsen Wortforsch. 240 n. 1, Schwyzer 562 however - είας \< - έας as metr. lengthening) and Έρμάν from Έρμάων for *Έρμά̄Ϝων (like ΠοσειδάϜων a. o.) represent two diff. types of name. The latter is rejected by Myc. emaa₂, \/Hermāhās\/. - The derivation from K. O. Müller, accepted a. o. by von Wilamowitz ( Glaube 1, 159 and 285) and Nilsson (Gr. Rel. 1, 503f.), proposing connection with 1. ἕρμα, is linguistically (Schwyzer 562 n. 1) possible; both Έρμ-είας and Έρμ-ά(Ϝ)ων seem to be normal types of name that can be combined with ἕρμα. In this view Έρμῆς would have been named after "the pillar which represents him" (Wil.) or simply "he of the heaps of stone" (Nilsson). But ἕρμα does not mean pillar nor does not mean `heap of stones' (therefore ἕρμαξ, ἑρμεών); also ἑρμαῖος λόφος π 471 can indicate only the heap of ἕρματα. - The resemblance with ἑρμηνεύς induced Boßhardt Die Nomina auf - ευς 36f. (with doubtful linguistic analysis) to consider Έρμῆς, "the companion of gods and men", as the the primeval interpreter projected under the gods"; the appellative Έρμῆς would itself be Pre-Greek; thus also Schwyzer 62, Chantraine Formation 125. - The Myc. form shows that it is an unanalysable Pre-Greek name. See Ruijgh, REG (1967) 12.Page in Frisk: 1,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Έρμῆς
-
17 πυρικαέας
πυρικᾱέας, πυρικαήςmasc /fem acc pl (epic ionic) -
18 ἀλαθής
ᾰλᾱθής (-ής, -εῖ, -έα, -ῆ; -έσιν, -έας)1 trueὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ O. 2.92
γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος ἀλαθέσιν λόγοις εἰ φεύγομεν O. 6.89
ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98
Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον P. 11.6
τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (Boeckh ex Hesych.: ἀγαθὰ σωτῆρας codd.: ὅτι κυκλίσμῷ πάντα ποιοῦσιν. Hesych.) fr. 30. 6. dub., Hesych., s. v. ἀλαθεῖς· οἱ μηδὲν ἐπιλανθανόμενοι ὡς Πίνδαρος. “fort. recte trahitur ad fr. 30. 6.” nott. Snell. fr. 331. frag. ]αι τὸ δἀλαθὲ[ς ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9. -
19 ἀρετά
a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities.δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος O. 2.53
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.43
οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94
ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion P. 6.42ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37
Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος)ὀρθώσαις ἀρετὰν I. 4.38
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν Pae. 6.131
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b esp. physical excellence, valour, prowessἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι O. 3.37
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.20
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14
ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι P. 4.187
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) P. 5.98ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.22
εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) I. 1.41μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.17
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships I. 9.6c reputation, renown for prowess, gloryἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου)φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) N. 8.40ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.13
καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13
d pl., deeds of prowess, achievements, exploitsἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43
τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ O. 5.1
ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.72
θάλλει δ' ἀρεταῖσιν O. 9.16
τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων O. 13.15
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
v. P. 5.98 supra b.ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32
μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
φλέγεται δ (sc. Ἄργος)ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.2
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφαναςἸσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.)Πα.. 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176
e fragg. ]ἀρετα[ Pae. 8.89
]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. -
20 γενεά
γενεά (-εά, -εᾶς, -εᾷ, -εᾷ, -εάν; -εαῖς)a clan, race, peopleΖεφυρίων Λοκρῶν γενεὰν ἀλέγων O. 11.15
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἀλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ P. 7.3
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ Hyperboreans P. 10.42 παλαίφατος γενεά Bassidai N. 6.31 κλειτᾷ γενεᾷ Bassidai N. 6.61 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. of Amphitryon, by begetting Herakles N. 10.14 τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον i. e. to the Kleonymidai I. 4.21μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών I. 5.55
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων for the people, his fellow citizens. I. 7.29 ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά (Hermann: γέννα codd.) fr. 190. therefore, in general, lineage, stock: “ κούρας δ' ὁπόθεν (sc. ἐστί) γενεὰν ἐξερωτᾷς, ὦ ἄνα;” P. 9.43I collectively, childrenοὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.61
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57
Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ἕπερ I. 6.3
τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι Pae. 1.9
b particularly, son αὐτὸς Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά Pelias P. 4.136 τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (Tricl.: γενεάν codex: i. e. Nikokles' cousin, Kleandros) I. 8.65c generation τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον Battos was the seventeenth generation descended from Euphamos P. 4.10ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
d age cf. Od. 19. 184.ἐδόκησέν τε τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.40
См. также в других словарях:
ἐᾶς — ἐᾶ̱ς , ἐάω suffer pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐᾷς — ἐάω suffer pres subj act 2nd sg ἐάω suffer pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑᾶς — ἑός his fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑάς — ἑά̱ς , ἑός his fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔας — ἔᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παντεύς (-έας) — Σπαρτιάτης ωραίος στη μορφή και ηρωικός στο φρόνημα, φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη του Γ’. Ο Π. πολέμησε στην πολιορκία της Μεγαλόπολης και μπήκε πρώτος στην πόλη με δυο τάγματα Σπαρτιατών. Ακολούθησε τον βασιλιά Κλεομένη Γ’ στην Αίγυπτο … Dictionary of Greek
Πενθεύς (-έας) — Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Θήβας, γιος της κόρης του Κάδμου Αγαύης και του Εχίονα. Δεν αναγνώριζε το θεό Διόνυσο και καταδίωξε τα όργιά του. Ο Π. είχε συλλάβει κάποιον Λυδό και τον φυλάκισε στα ανάκτορά του, θεωρώντας τον εισηγητή της… … Dictionary of Greek
Σαλμωνεύς (-έας) — Μυθικός βασιλιάς της Θεσσαλίας. Ήταν γιος του Αίολου και της Εναρέτης, αδελφός του Σίσυφου και σύζυγος της Αλκιδίκης, από την οποία απόχτησε την Τυρώ. Πήγε στην Πισάτιδα της Ήλιδας, όπου έχτισε την πόλη Σαλμώνη και βασίλευσε στην περιοχή αυτή.… … Dictionary of Greek
Τυδεύς (-έας) — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας, και της Περίβοιας, πατέρας του Διομήδη. Επειδή, στη διάρκεια ενός κυνηγιού σκότωσε άθελά του τον θείο του Άλκαθρο, ή, κατά άλλη εκδοχή, τον θείο του Μέλανα και τους γιους του, αναγκάστηκε … Dictionary of Greek
Φηγεύς (-έας) — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλφειού, βασιλιάς και ιδρυτής της αρκαδικής Φηγείας. Όταν ο Αλκμέων σκότωσε τη μητέρα του, κατέφυγε στον Φ., που του έδωσε για σύζυγο την κόρη του Αρσινόη ή Αλφεσίβοια. Σκοτώθηκε από τους εγγονούς του μαζί… … Dictionary of Greek
Φορωνεύς (-έας) — Πατέρας των ανθρώπων, εφευρέτης της φωτιάς, φορέας του πολιτισμού και διαιτητής στη διαμάχη μεταξύ Ποσειδώνα και Αθηνάς για το Άργος. Τον αναφέρει ο Βοιωτός λογογράφος Ακουσίλαος (5ος αι. π.Χ.) στις Γενεαλογίες του, που άντλησε μάλιστα στοιχεία… … Dictionary of Greek