Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔπλεον

См. также в других словарях:

  • ἔπλεον — πλέω sail imperf ind act 3rd pl πλέω sail imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …   Dictionary of Greek

  • τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»