Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ΑΕΡ

См. также в других словарях:

  • ἀέρ' — ἀ̱έρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg ἀ̱έρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg ἀ̱έρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντέκκα — (αερ. ναυτ.) σύστημα πλοήγησης χωρίς ορατότητα το οποίο επιτρέπει στον πιλότο ενός θαλάσσιου σκάφους ή αεροσκάφους να προσδιορίσει τη θέση του με σύγκριση διαφόρων ηλεκτρομαγνητικών σημάτων που εκπέμπονται με πλήρη συγχρονισμό από αλυσίδα… …   Dictionary of Greek

  • αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το …   Dictionary of Greek

  • Аэростатика — (греч. Αερ  воздух; στατός  «неподвижный»)  раздел гидроаэромеханики, в котором изучается равновесие газообразных сред, в основном атмосферы …   Википедия

  • FULMEN — in Theologie Poetica, ut et Tonitru, designatut Geryonis fabula, cui a γηρύειν, i. e. φωνεῖν, Lat. sonando, nomen. Unde quod is triceps, quod boves ei tributi, quorum in Ins. Erythia sedes; quod idem ex Chrysaore et Callirrhoe natus fingitur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επήορος — ἐπήορος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. αερ (πρβλ. αήρ) τού ρ. αείρω «σηκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κατήορος — κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, ον (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άορ ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ τού θ. αερ τού ρ. ἀείρω… …   Dictionary of Greek

  • κορσάτος — η, ο 1. αυτός που φορά κορσέ 2. για ένδυμα) αυτός που εφαρμόζει τέλεια ή στενά στο σώμα και ιδίως αυτός που στενεύει στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορσές + κατάλ. άτος (πρβλ. αερ άτος, φινετσ άτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»