Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετ-έχω

См. также в других словарях:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετάσχεσις — μετάσχεσις, ἡ (Α) [μετέχω] μέθεξη, συμμετοχή («οὐκ ἔχεις ἀλλην τινὰ αἰτίαν τοῡ δύο γενέσθαι ἀλλ ἤ τὴν τῆς δυάδος μετάσχεσιν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ έχω (πρβλ. κατ έχω: κατά σχεσις)] …   Dictionary of Greek

  • μέθεξη — η (Α μέθεξις, εως) 1. μετοχή, συμμετοχή, (επι)κοινωνία με κάτι («διὰ τὴν μέθεξιν ταὐτοῡ πρὸς ἑαυτὴν οὕτω λέγομεν», Πλάτ.) 2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) η (επι)κοινωνία, η συμμετοχή τών αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τών… …   Dictionary of Greek

  • μεθεκτός — μεθεκτός, ή, όν (ΑM) [μετέχω] 1. (για τις πλατωνικές ιδέες) α) αυτός στον οποίο μετέχει ή μπορεί να μετέχει κανείς β) αυτός που μπορεί να μεταδοθεί εύκολα, ο ευμετάδοτος (α. «δοκεῑ πᾱσα ἰδέα εἶναι μεθεκτή» β. «ο μεθεκτὸς θεός», Δαμάσκ.) 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

  • μετοκωχή — μετοκωχή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετοχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν οκωχή, κατ οκωχή] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • SARDANAPALUS — Assyriis Thonos Concoleros, A. M. 3215. secundum quosdam, 3158. secundum alios, ultimus Assyriorum rex, tricessmus a Nino, omni libidinis mollitieique genere effeminatissimus: adeo, ut non erubuerit inter scortorum greges nere, et muliebri habitu …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»