Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φόνου

См. также в других словарях:

  • φόνου — φόνος murder masc gen sg φονόω stain with blood pres imperat act 2nd sg φονόω stain with blood imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ραφεύς — έως, ὁ, ΜΑ ο ράφτης αρχ. φρ. «ῥαφεὺς φόνου» αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… …   Dictionary of Greek

  • Lysias — (Greek: Λυσίας) (born ca. 445 BC; died ca. 380 BC) was an Attic orator.LifeAccording to Dionysius of Halicarnassus and the author of the life ascribed to Plutarch, Lysias was born in 459 BC, which would accord with a tradition that Lysias reached …   Wikipedia

  • АРЕОПАГ —    • Άρειος πάγος, ό,        1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика;        2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… …   Реальный словарь классических древностей

  • Захват людей —    • Άνδροληψία,          собственно похищение людей. В Афинах существовал такой закон: Έάν τις βιαίω θανάτφ αποθάνη, ύπέρ τούτου τοι̃ς προσήκουσιν ει̃ναι τας ανδροληψίας, εως αν η δίκς του̃ φόνου ύπόσχωσιν η τους αποκτείναντας… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»