-
1 ὁποῖος
ὁποῖος, ep. ὁπποῖος, correlat. zu ποῖος, relativ u. indirect fragend, wie beschaffen, von welcher Art, was für Einer; ὁπποῖόν κ' εἴπῃσϑα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, Il. 20, 250; ἀλήτῃ τοίῳ, ὁποῖος ἔοι, Od. 17, 421. 19, 77; fragend, 1, 171. 14, 188; ὁποίαν παγάν, ἀρετάν, Pind. P. 4, 298 N. 4, 41; ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος, Aesch. Prom. 473; εἰπὼν ὁποῖα ξύμφορα, sc. τοιαῦτα, Soph. O. C. 1349, öfter; mit ἄν u. conj., ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρῃ, γενήσεται, was auch immer dir zuträglich sein sollte, Phil. 655, wie Xen. πράττετε, ὁποῖον ἄν τι ὑμῖν οἴησϑε μάλιστα συμφέρειν, An. 2, 2, 2, vgl. 7, 3, 37; adverbial, ὁποῖα, wie, Eur. Rhes. 398; οὐκ οἶδα, ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ, Plat. Rep. III, 414 d, u. öfter dem ποῖος in einem andern Satzgliede entsprechend; vgl. Gorg. 500 a Alc. I, 111 e; ὁπ οῖός τις, wie nur immer, Prot. 327 a; ὄντα ὁποῖός τις ἔτυχε, Gorg. 512 d; χρῆσϑαι ἡμῖν αὐτοῖς ὁπ οῖοί τινές ἐσμεν, Theaet. 171 d; ὁποῖος δήποτε, qualiscunque, Luc. Hermot. 45; – οὐδ' ὁποῖος, auch nicht, wie immer beschaffen er, es sei, Pol. 4, 65, 3, öfter. – Das adv. ὁποίως ist selten. – [Bei den attischen Dichtern ist die mittlere Sylbe zuweilen kurz, Seidler de vers. dochm. p. 101.]
-
2 ὁποῖος
ὁποῖος, α, ον, [dialect] Ep. [full] ὁπποῖος, η, ον, Hom., but twice ὁποῖος, Od.17.421,19.77 ; [dialect] Ion. [full] ὁκοῖος, η, ον, Archil.70, Hdt.2.82, al., GDIivp.883 (Erythrae, iv B. C.); Cret. [full] ὀτεῖος (q. v.): correlat. to ποῖος: replaced by οἷος in [dialect] Att. Inscrr. after 300 B.C.:1 as Relat., of what sort or quality, ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις as [is] the word thou hast spoken, such shalt thou hear again, Il.20.250 ; τοίῳ ὁποῖος ἔοι such as he might be, Od.17.421 ; .2 in indirect questions, Od.1.171, etc. ; : in direct questions only as f.l. in E.Ph. 878,Ba. 663 : sts. folld. by ποῖος in the same clause,οὐ γὰρ αἰσθάνομαί σου ὁποῖον νόμιμον ἢ ποῖον δίκαιον λέγεις X.Mem.4.4.13
;οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Pl.R. 414d
.II with indefinite words added,ὁποῖός τις Th.7.38
, X.An.2.2.2 ;ὁκοῖόν τι Hdt.1.158
;γιγνομένων ὁποῖοί τινες ἔτυχον Arist.Pol. 1286b24
; so in Hom., ὁπποῖ' ἄσσα of what sort, for ὁποῖά τινα, Od.19.218 ;ὁποῖ' ἄττα Pl.Grg. 465a
; of what kind soever,Id.
Tht. 152d, al. ; ὁποῖος δή, δήποτε, δηποτοῦν, and οὖν δή, asὁποία δὴ φλέψ X.HG5.4.58
;τοὺς ὁποιουσδήποτε.. ἐξεπέμπετε στρατηγούς D.18.146
: gen.,ὁποίου τινὸς οὖν X.Cyr.2.4.10
: acc. fem.,ὁποιαντινοῦν Lys.13.11
; ;ὁποιοσποτοῦν Arist.Ph. 253b23
;ὁποιοσδητισοῦν Iamb.
ap. Simp.in Ph.639.30 ; πόλιν.. οὐδ' ὁποίας ἥττω inferior to none, Plb.4.65.3 ;οὔτ' ἄλλους οὐδ' ὁποίους Theopomp.Hist.217
(c) ;μηδὲ καθ' ὁποῖον τρόπον SIG672.14
(Delph., ii B. C.) ; μηδ' ὁτίη or μηδοτίη, v. μηδοτίη.IV Adv. ὁποίως, qualiter, Gloss. -
3 οποίος
-
4 ὁποῖος
-
5 ὁποῖος
ὁποῖος, wie beschaffen, von welcher Art, was für einer; ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρῃ, γενήσεται, was auch immer dir zuträglich sein sollte; ὁπ οῖός τις, wie nur immer; οὐδ' ὁποῖος, auch nicht, wie immer beschaffen er, es sei -
6 ὁποῖος
ὁποῖος, οία, οῖον (Hom.+) correlative pron. of what sort, as τοιοῦτος, ὁπ. (X., Cyr. 1, 6, 36; Ael. Aristid. 45, 1 K.=8 p. 81 D.; IGR III, 89, 12–14 [69 A.D.]; Jos., Ant. 7, 385; Just., A I, 19, 5 al.; Tat. 21, 2) Ac 26:29; cp. Hm 11:15. Used as a pron. in indirect questions (Hom. et al.; s. B-D-F §300, 1; Rob. 732; in dir. question Tat. 32, 13) τὸ ἔργον ὁπ. ἐστιν what sort of work (each has done) 1 Cor 3:13. ὁπ. εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾶς what sort of welcome we had among you 1 Th 1:9. ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν he forgets what sort of person he is Js 1:24. Almost equal to the relative 1 Cl 43:2. ὁποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει it makes no difference to me what sort of people they were Gal 2:6 (cp. Just., A I, 21, 4; s. B-D-F §303; Rob. 732; VWeber, Erklärung von Gal 2:6a: Der Katholik 80, 1900, 481–99).—DELG s.v. πο-. Frisk s.v. ποῖο. M-M. -
7 οποιος
эп. ὁπποῖος, ион. ὁκοῖος 3relat. какой, которыйὁπποῖόν κ΄ εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ΄ ἐπακούσαις Hom. — какое скажешь слово, такое и услышишь (в ответ);
οὐκ αἰσθάνομαί σου, ὁποῖον νόμιμον λέγεις Xen. — я не понимаю тебя, о каком правиле ты говоришь;χρῆσθαι ἡμῖν αὐτοῖς ὁποῖοί τινές ἐσμεν Plat. — (нам приходится) полагаться на самих себя, каковы бы мы ни были;ὁ. τις ἔτυχε Plat. — каков бы он ни был;ὠφελεῖν τρόπῳ ὁποίῳ ἂν δύνωνται ἰσχυροτάτῳ Thuc. — помогать самым деятельным, каким только смогут, образом;οὐδ΄ ὁ. Polyb. — никто решительно -
8 ὁποῖος
a rel., whateverἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41
b what kind of introducing indir. quest.καί κε μυθήσαιθ, ὁποίαν, Ἀρκεσίλα, εὗρε παγὰν P. 4.298
-
9 ὁποῖος
ὁποῖος, ὁπποῖος: indirect interrog., of what sort, Od. 1.171 ; ὁποἶ ἄσσα ( ὁποῖά τινα), ‘about what sort’ of garments, Od. 19.218; also rel., like οἷος, correl. to τοῖος, Υ 2, Od. 17.421.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁποῖος
-
10 όποιος
α, ο αντων.1) тот кто; каждый кто; всякий;όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει — кто не работает, тот не ест;
2) какой;§ όχι όποιος -όποιος — не каждый, не всякий;
όποιος κι' άν — или όποιος καί να — кто бы ни;
μ' όποιον δάσκαλο θα πας, τέτοια γράμματα θα μάθεις погов, с кем поведёшься, от того и наберёшься -
11 ὁποῖος
{мест., 5}какой, который.Ссылки: Деян. 26:29; 1Кор. 3:13; Гал. 2:6; 1Фес. 1:9; Иак. 1:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὁποῖος
-
12 οποίος
{мест., 5}какой, который.Ссылки: Деян. 26:29; 1Кор. 3:13; Гал. 2:6; 1Фес. 1:9; Иак. 1:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οποίος
-
13 οποίος
αία, ο[ν] αντων.1) который; 2) какой -
14 ὁποῖος
какой, который.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁποῖος
-
15 ὁποῖος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁποῖος
-
16 ὁποῖος
3 какой, какого рода -
17 ὁποῖος
-α,-ον + R 0-0-0-0-1=1 2 Mc 11,37 -
18 όποιος
[опьес] от. который. -
19 Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί
Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί– Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει– Ο επιμένων νικά– Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει• Терпенье и труд все перетрутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί
-
20 Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει
Όποιος έχει υπομονή, έχει ό,τι επιθυμεί– Λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει– Ο επιμένων νικά– Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει• Терпенье и труд все перетрутИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος ξέρει να περιμένει, πάντα κερδισμένος βγαίνει
См. также в других словарях:
ὁποῖος — of what sort masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… … Dictionary of Greek
όποιος — α, ο (Μ ὅποιος, α, ον) (αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ. β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών οι κότες», παροιμ.) νεοελλ. (ως αόρ. αντων.) 1. οποιοσδήποτε («όποιος κι … Dictionary of Greek
οποίος — οποία, οποίο αναφορ. αντων., όποιου είδους ή ποιότητας, που: Μην ακούς αυτόν ο οποίος δεν ξέρει τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όποιος — όποια, όποιο αναφορ. αντων., εκείνος που, οποιοσδήποτε, τέτοιος που: Μ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σελ(λ)οποιός — ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει σέλες, σελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλ(λ)α + ποιός*] … Dictionary of Greek
χὠποῖος — ὁποῖος , ὁποῖος of what sort masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁκοῖον — ὁποῖος of what sort masc acc sg (ionic) ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποιασοῦν — ὁποῖος of what sort fem acc pl ὁποῖος of what sort fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποῖον — ὁποῖος of what sort masc acc sg ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁποῖοσπερ — ὁποῖος , ὁποῖος of what sort masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)