-
1 αὐτογνώμων
A on one's own judgement, at one's own discretion, κρίνειν αὐ., opp. κατὰ γράμματα, Arist.Pol. 1270b29, cf. 1272a39. Adv.- όνως Plu.Demetr.6
: —hence Subst. [suff] αὐτο-οσύνη, ἡ, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτογνώμων
-
2 δαημοσύνη
δαημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαημοσύνη
-
3 δεσποσύνη
δεσπ-οσύνη, ἡ,A absolute rule, despotism, Hdt.7.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποσύνη
-
4 δικαιοσύνη
δῐκαι-οσύνη, ἡ,A righteousness, justice, Thgn.147, Hdt.1.96, al., Pl. R. 433a, LXX Ge.15.6, etc.; δ. δικαστική legal justice, Arist.Pol. 1291a27; opp. ἐπιείκεια, Id.EN 1137a32.IV Pythag. name for four, Theol.Ar.23.V δικαιοσύνη· ἡ χοῖνιξ, μυστικῶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαιοσύνη
-
5 δρηστοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρηστοσύνη
-
6 δυσφημοσύνη
δυσφημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφημοσύνη
-
7 εὐγνωμοσύνη
εὐγνωμ-οσύνη, ἡ,A considerateness, courtesy, Aeschin.3.170, Procl. in Prm.p.551 S.; a reasonable spirit, Arist.MM 1198b34, Anon. Hist.Alex.Magn.p.825 J., v.l. in Luc.JConf.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγνωμοσύνη
-
8 εὐδαιμοσύνη
εὐδαιμ-οσύνη, ἡ,A = εὐδαιμονία, Archyt. ap. Stob.3.1.112, 114, Perict. ib.4.28.19, X.Eph.1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδαιμοσύνη
-
9 εὐθημοσύνη
εὐθημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθημοσύνη
-
10 εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρημ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυρρημοσύνη
-
11 εὐσχημοσύνη
εὐσχημ-οσύνη, ἡ,A gracefulness, elegance, Pl.Smp. 196a, X.Cyr.5.1.5; decorum, Arist.EN 1128a25; refinement, Id.Pol. 1329b28; βίου, ῥημάτων, Pl.R. 588a, Lg. 627d (but also κίβδηλος εὐ. a spurious respectability, Id.R. 366b).2 of the body, 1 Ep.Cor.12.23; ἡ τοῦ σώματος εὐ. IGRom.4.1029.35 (Astypalaea, i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσχημοσύνη
-
12 ζηλημοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλημοσύνη
-
13 θεμιστοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμιστοσύνη
-
14 κακοδαιμοσύνη
κᾰκοδαιμ-οσύνη, ἡ,A = κακοδαιμονία 11, Hippod. ap. Stob.4.1.95, Ael. Fr. 110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδαιμοσύνη
-
15 καταπυγοσύνη
καταπῡγ-οσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπυγοσύνη
-
16 κηδοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδοσύνη
-
17 κλεπτοσύνη
κλεπτ-οσύνη, ἡ,A thievishness, knavery, Od.19.396, Man.6.207: in Prose,κ. καὶ ἐπιορκία Phld.Piet.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεπτοσύνη
-
18 μαργοσύνη
μαργ-οσύνη, ἡ,II lust, wantonness, Thgn. 1271 (pl.), A.R.3.797, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαργοσύνη
-
19 ματαιοσύνη
μαται-οσύνη, ἡ,A = ματαιότης, Polem.Phgn.13, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ματαιοσύνη
-
20 μαχλοσύνη
μαχλ-οσύνη, ἡ,A lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχλοσύνη
См. также в других словарях:
ιδμοσύνη — ἰδμοσύνη, ἡ (Α) γνώση, εμπειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδμων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. ελεημ οσύνη, νοημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ιεροσύνη — Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος… … Dictionary of Greek
καταπυγοσύνη — καταπυγοσύνη, ἡ (Α) επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, εθελημ οσύνη)] … Dictionary of Greek
ημεροσύνη — και μεροσύνη, η 1. ημέρωμα, κατευνασμός 2. γαλήνη, ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + κατάλ. (ο)σύνη (πρβλ. δικαι οσύνη, καλ οσύνη)] … Dictionary of Greek
μαγαροσύνη — μαγαροσύνη, ἡ (Μ) μιαρότητα, μίασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω, κατά τα ουσ. σε οσύνη (πρβλ. δικαι οσύνη)] … Dictionary of Greek
παιγμοσύνη — παιγμοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + κατάλ. οσύνη (πρβλ. πραγμ οσύνη)] … Dictionary of Greek
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] … Dictionary of Greek
γειτοσύνη — γειτοσύνη, η (Α) γειτονία (βλ. γειτονιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), χωρίς το ν τού θέματος, κατά τα ουσ. σε οσύνη] … Dictionary of Greek
ευσπλαγχνοσύνη — και εσπλαγχνοσύνη, η 1. διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση 2. συμπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσπλαγχνος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος: δικαιοσύνη, καλός: καλοσύνη)] … Dictionary of Greek
ευσχημοσύνη — η (ΑΜ εὐσχημοσύνη) η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα αρχ. καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)] … Dictionary of Greek