-
1 σχῆμα
σχῆμα, τό, wie das lat. habitus, – a) Haltung, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; ϑηρός, Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; τρίγωνον, Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: σχῆμα πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς ϑεοῦ σχῆμα καὶ ἄγαλμα, Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον σχῆμα δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ σχῆμα, Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c.
-
2 σχῆμα
σχῆμα, ατος, τό (fr. the same root as ἔχω, cp. 2 aor. inf. σχεῖν; Aeschyl., Thu.+; loanw. in rabb.; in various senses ‘bearing, manner, deportment’ cp. Lat. ‘habitus’)① the generally recognized state or form in which someth. appears, outward appearance, form, shape of pers. Hv 5:1 (Menyllus: 295 Fgm. 2 Jac. Ἄρης ἐν σχήματι ποιμένος). σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος Phil 2:7 (Just., A I, 55, 4 ἀνθρώπειον σχῆμα; cp. Lucian, Somn. 13 ἀφεὶς … τιμὴν κ. δόξαν … κ. δύναμιν σχῆμα δουλοπρεπὲς ἀναλήψῃ; Jos., Ant. 10, 11 a king who exchanges his kingly robes for sackcloth and takes on a σχῆμα ταπεινόν; for the σχῆμα ταπεινόν cp. also Appian, Syr. 40 §206; for assoc. of σχῆμα and ὄνομα cp. Cass. Dio 42, 24).② the functional aspect of someth., way of life, of things (Just., D. 105, 2 al. τοῦ σταυροῦ) παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου this world in its present form is passing away 1 Cor 7:31 (Eur., Bacch. 832 τὸ σχ. τοῦ κόσμου; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 7 p. 312, 9 τὸ σχ. τοῦ κόσμου τοῦδε; PGM 4, 1139 σχῆμα κόσμου). S. μορφή.—B. 874. DELG s.v. ἔχω. M-M. TW. -
3 σχήμα
σχήμα τοсхима – образ. Так называется высшая степень монашества, соединенная с новыми, строжайшими обетами самоотвержения. Схима разделяется на две степени: малая схима (μικρόσχημο) и великая схима (μεγαλόσχημο), см. μικρόσχημος, μεγαλόσχημος. Посвящение в них сопровождается молитвами и священнодействиями и называется: а) последованием малой схимы, то есть мантии и б) последованием великого и ангельского образа.Схимой также называют определенного вида монашеское облачение:περιβάλλομαι το σχήμα — носить схиму. см. μοναχός
Этим.< дргр. σχήμα < σχη- < σχή-σω < έχω < hέχω < инд. segh «держать, приобретать», сравните с санскр. sahate «побеждать, завоевывать», sahas «победа», готс. sigis «победа» -
4 σχημα
- ατος τό [σχεῖν]1) вид, внешность, фигура, наружность Aesch.γνοίη δ΄ ἂν ἀνθρώπου πέρι τὸ σ. ἰδών τις Eur. — видя внешность, можно познать человека
2) осанка, статность(σ. εὐπρεπέστατον Her.)
3) воен. построение, строй (sc. τῆς φάλαγγος Xen.)4) формаσ. πολιτείας Plat. — государственная форма, образ правления;
σ. λέξεως ἔμμετρον Arst. — метрическая форма речи;ἐν σχήματι νόμου Plat. — в форме закона;τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα Arst. — комедийные формы5) лог. фигура силлогизма Arst.6) мат. фигура (sc. τοῦ τριγώνου Arst.)7) грамматическая форма(τῆς λέξεως Arst.)
9) схема, набросок, очерк, эскиз, планπρόθυρα καὴ σ. Plat. — в качестве предварительной схемы
10) внешний вид, видимость(οὐ σχήμασι, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ Plat.)
σχήματι ξενίας Plut. — под видом гостеприимства11) образ действий, поведениеἄφοβον σ. δεικνύναι Xen. — выказывать бесстрашие
12) великолепие, пышностьτύραννον σ. ἔχειν Soph. — быть окруженным царским великолепием
13) наряд, одеждаἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός Arph. — блистающий старинным нарядом;
ἐν ταπεινῷ σχήματι Xen. — в скромной одежде14) достоинствоκατὰ σ. τέν περιπέτειαν φέρειν Polyb. — с достоинством переносить несчастье;
ὀφρῦν κατὰ σ. κινεῖν Plut. — с важностью поводить бровью15) положение, рольπάντα σχήματα ποιεῖν ὡς οἰκεῖος Plat. — всячески разыгрывать роль близкого друга;
ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτοῦ σχῆμα Xen. — вернуться к своим прежним функциям;ἐν μητρὸς καὴ τροφοῦ σχήματι τιμᾶσθαι Plat. — быть на почетном положении матери и кормилицы16) поэт. ( описательно и плеонастически, без перевода)σ. δόμων Eur. — дом, жилище;
σ. πέτρας Soph. — скала;σ. Ἑλλάδος στολῆς Soph. — греческое одеяние;μορφῆς σ. Eur. — (странное) явление, диковина -
5 σχήμα
-
6 σχῆμα
-
7 σχῆμα
A form, shape, figure, E. Ion 238, Ar.V. 1170, Pl.R. 601a, Thphr.Ign.52, etc.;καθ' Ἡρακλέα τὸ σ. καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra. 463
;διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec. 150
;Ἱππομέδοντος σ. καὶ μέγας τύπος A.Th. 488
: in Trag. freq. in periphr., ὦ σ. πέτρας, = πέτρα, S.Ph. 952;σ. καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072
;σ. δόμων Id.Alc. 911
(anap.), cf. Hec. 619; Ἀσιάτιδος γῆς ς. Id.Andr.1: in pl., of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr. 210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id. Ion 992, IT 292, cf. IG3.1417.14;τὴν αὐτὴν τοῦ σ. μορφήν Arist.PA 640b34
(but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8);τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R. 373b
;σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a19
; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σ. [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22.b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape,ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr.
ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64.2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν.. ς. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R. 365c; show, pretence,ἦν δὲ τοῦτο.. σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89
;οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin. 989c
; σχήματι ξενίας under the show of.., Plu. Dio16, etc.3 bearing, air, mien, Hdt.1.60;τύραννον σ. ἔχειν S.Ant. 1169
; ἄφοβον δεικνὺς ς. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν ς. ib.5.1.5; ὑπηρέτου ς. D.23.210;τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72
; ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίς ματι φαιδρός gestures, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς ς. Pl.Lg. 685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σ. φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας, ἱερείας ς., Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι ς., c. inf., there's something to be said for.., E.Tr. 470, cf. IA 983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10.4 fashion, manner,ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2
; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223;σ. τοῦ κόσμου E.Ba. 832
, 1 Ep.Cor.7.31; σ. βίου, μάχης, E.Med. 1039, Ph. 252 (lyr.); τούτῳ.. κατῴκουν τῷ ς. Pl.Criti. 112d.b dress, equipment,ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq. 1331
; βαβαιὰξ τοῦ ς. Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας ς., = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias); ἐν τῷ σ. ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.).5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ ς. Pl.Alc.1.135d;πάντα σ. ποιεῖν Id.R. 576a
;ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg. 918e
, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν ς. to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49.6 character, characteristic propetry of a thing, [ πόλεως] Th.6.89; ; βάσιλείας σ. ἔχει the form of monarchy, Arist.EN 1160b25;τὸ σ. τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh. 1408b21
(but τὰ σ. τῆς λέξεως the forms ( modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po. 1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας ς. its characteristic forms, ib. 1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg. 718b; ἐν ἀπολογίας ς. Isoc.15.8; ἐν μύθου ς. Arist.Metaph. 1074b2, cf. Pl.Ti. 22c; τὸ τῆς διαίτης ς. Gal.15.582;αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183
.7 a figure in Dancing, Ar.V. 1485: mostly in pl., figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar. Pax 323, Pl.Lg. 669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.;σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5
; ἐν.. μουσικῇ καὶ σχήματα.. καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes, Pl.Lg. 655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra. 538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως ς. the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf.σχηματίζω 11.3
.b Rhet., figure of speech, Pl. Ion 536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5
, cf. Amm.2.2; for σ. Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S.d τὸ σ. τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc.e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al.8 geometrical figure, Arist.de An. 414b20, al., Onos.10.28;μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7
.d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷ ζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445.9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10.10 = τὸ αἰδοῖον LXXIs.3.17. -
8 σχῆμα
σχῆμα, τό, wie das lat. habitus; (a) Haltung, Stellung, Miene, Gestalt; die Schlachtordnung; (b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk; οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen. Dah. der äußere Schein, Vorwand; auch die Rolle; von Dingen: Zustand. Bei Tieren = Rüstung, Geschirr, Zeug. Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. Übh. Grundriß, Entwurf -
9 σχῆμα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχῆμα
-
10 σχήμα
τό1) схема; предварительный набросок, намётка, план; 2) форма;σε σφαιρικό σχήμα — в форме шара;
στο σχήμα τού σταυρού — в форме креста;
δίνω σχήμα — придавать форму;
παίρνω το σχήμα — принимать форму;
3) мат., лит. фигура;γεωμετρικά -
11 σχήμα
τὸ σχήμα, ατος 1. наружный вид, образ; форма; 2. положение (ср. церк. схима - состояние постригшегося в монахи); 3. (геометрическая) фигура (ср. англ. scheme, нем. Schema, схема) -
12 σχῆμα
{сущ., 2}образ, форма, вид, внешность, наружность.Ссылки: 1Кор. 7:31; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχῆμα
-
13 σχήμα
{сущ., 2}образ, форма, вид, внешность, наружность.Ссылки: 1Кор. 7:31; Флп. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχήμα
-
14 σχῆμα
-ατος + τό N 3 0-0-1-0-0=1 Is 3,17(bodily) form or appearance; κύριος ἀποκαλύψει τὸ σχῆμα αὐτοῦ the Lord will let the public see through the appearances?→NIDNTT; TWNT -
15 σχῆμα
образ, форма, вид, внешность, наружность; син. ἰδέα, μορφή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχῆμα
-
16 σχῆμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχῆμα
-
17 σχήμα
[схима] ουσ ο форма, фигура, схема, формат. -
18 σχήμα
biçim, şekil, süret şema -
19 σχήμα
forme -
20 σχήμα
kształt (m) rzecz.
См. также в других словарях:
σχῆμα — form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek
σχήμα — το, ατος 1. μορφή, όψη κάποιου πράγματος: Μου αρέσει το σχήμα αυτού του βιβλίου. 2. «γεωμετρικό σχήμα», τρίγωνο, τετράγωνο, κύκλος κτλ. 3. «σχήμα λόγου», ιδιορρυθμία λόγου είτε ως προς τη γραμματική συμφωνία των όρων της πρότασης είτε ως προς τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακόλουθο σχήμα — Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η συντακτική δομή του λόγου παρεκκλίνει από αυτήν που επιβάλλουν οι αρμόδιοι συντακτικοίκανόνες. H αντιγραμματική διαχείριση της συντακτικής πλοκής του λόγου συντείνει στη δραστικότερη απόδοση της σκέψης του… … Dictionary of Greek
αγγελικό σχήμα — Το ένδυμα που φορά, μετά την κουρά, ο μοναχός ή η μοναχή. Το ευχολόγιο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας διακρίνει τρεις τάξεις μοναχών που έχουν περιβληθεί το α.σ.: την τάξη του ρασοφόρου, την τάξη του μικρόσχημου και την τάξη του μεγαλόσχημου … Dictionary of Greek
αντίφραση — Σχήμα ρητορικό που σημαίνει τη χρησιμοποίηση μιας έκφρασης, μιας φράσης ή μιας λέξης με την αντίθετη έννοια από αυτή που έχει στην πραγματικότητα. Γίνεται συχνά για ειρωνεία ή κατ’ ευφημισμόν. * * * η λεκτικός τρόπος κατά τον οποίο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek