Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκεχειρία

См. также в других словарях:

  • ἐκεχειρία — ἐκεχειρίᾱ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc/acc dual ἐκεχειρίᾱ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκεχειρία — Ἐκεχειρίᾱ , Ἐκεχειρίη fem nom/voc/acc dual Ἐκεχειρίᾱ , Ἐκεχειρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκεχειρίᾳ — Ἐκεχειρίᾱͅ , Ἐκεχειρίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκεχειρίᾳ — ἐκεχειρίαι , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc pl ἐκεχειρίᾱͅ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκεχειρία — η (AM ἐκεχειρία) η προσωρινή κατάπαυση εχθροπραξιών αρχ. μσν. ανάπαυλα, ευκαιρία, διακοπή αρχ. 1. άδεια, ελευθερία 2. ο χρόνος τής άδειας 3. αποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκεχειρία (δωρ. εκεχηρία), «σύνθετο εκ συναρπαγής» < έχειν χείρας, με ανομοίωση… …   Dictionary of Greek

  • εκεχειρία — η 1. κατάπαυση εχθροπραξιών ύστερα από κοινή συμφωνία των εμπολέμων, ανακωχή. 2. μτφ., προσωρινή κατάπαυση πολιτικών ή άλλων ανταγωνισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκεχειρίας — ἐκεχειρίᾱς , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem acc pl ἐκεχειρίᾱς , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκεχειρίαι — ἐκεχειρία cessation of hostilities fem nom/voc pl ἐκεχειρίᾱͅ , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκεχειρίαν — ἐκεχειρίᾱν , ἐκεχειρία cessation of hostilities fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκεχειρίας — Ἐκεχειρίᾱς , Ἐκεχειρίη fem acc pl Ἐκεχειρίᾱς , Ἐκεχειρίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Экехейрия — (έκεχειρία) так называемый божий мир (букв. снятие оружия), возвещавшийся герольдами по всей Греции и обещавший всем лицам, отправлявшимся для участия в каких либо празднествах, полную безопасность. Э. была связана с исполнением национальных игр… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»