Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔχῃσθα

См. также в других словарях:

  • ἔχησθα — ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχῃσθα — ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχηισθ' — ἔχῃσθα , ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχηισθα — ἔχῃσθα , ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχησθ' — ἔχησθα , ἔχω check pres subj act 2nd sg (epic) ἔχησθε , ἔχω check pres subj mp 2nd pl ἔχησθε , ἔχω check pres subj act 2nd pl (epic) ἔχησθε , χάω imperf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδευής — ἐπιδευής, ές (Α) [επιδεύομαι] 1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.) 2. φτωχός 3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.) 4. αδύνατος, αδύναμος («οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»