-
1 Αγορήν
-
2 Ἀγορήν
-
3 αγορήν
-
4 ἀγορήν
-
5 ἀγορή
ἀγορή ( ἀγείρω): (1) assembly of the people or army, distinguished from the βουλή or council of the chiefs. ἀγορὴν ποιεῖσθαι, τίθεσθαι, καθίζειν, ἀγορήνδε καλεῖν (through the heralds), ἐς δ' ἀγορὴν ἀγέροντο, etc.— (2) public speech, discussion.— (3) place of meeting, market, pl. Od. 8.16. As designation of time, ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη, Od. 12.439.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγορή
-
6 αἰψηρός
A quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257;Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17
;πούς Lyc.515
. Adv.- ῶς Aristarch.
ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰψηρός
-
7 καλέω
Aκαλήμεναι Il.10.125
: [dialect] Ion. [tense] impf.καλέεσκον 6.402
; [ per.] 3sg.κάλεσκε A.R.4.1514
: [tense] fut., [dialect] Ion.καλέω Il.3.383
, [dialect] Att. , X.Smp.1.15, etc.; later , al., Ph.1.69, ([etym.] παρα-) D.8.14 codd., SIG656.40 (Teos, ii B.C.), ([etym.] ἐγ-) v.l. in D.19.133, cf. 23.123 codd. ( καλέσω in S.Ph. 1452 (anap.), Ar.Pl. 964, etc., is [tense] aor. 1 subj.): [tense] aor. 1 ἐκάλεσα, [dialect] Ep. ἐκάλεσσα, κάλεσσα, Od. 17.379, Il.16.693 (late [dialect] Ep.ἔκλησα Nic.Fr.86
, late Prose ἐκάλησα Ps.Callisth. 3.35): [tense] pf. , etc.:—[voice] Med., [dialect] Att. [tense] fut. , Ec. 864; in pass. sense, S.El. 971, E.Or. 1140, etc.; later καλέσομαι ([etym.] ἐκ-, ἐπι-) dub.l. in Aeschin.1.174, Lycurg.17: [tense] aor.1ἐκαλεσάμην Hdt.7.189
, Pl.Lg. 937a; [dialect] Ep.καλεσσάμην Il.1.54
, [ per.] 3pl. καλέσαντο ib. 270:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλήσομαι Il.3.138
, A.Th. 698 (lyr.), Pr. 840, etc.;κληθήσομαι Pl.Lg. 681d
, LXXGe.48.6, v.l. in E.Tr.13: [tense] aor.ἐκλήθην Archil.78
, S.OT 1359, Ar.Th. 862, etc.: [tense] pf. κέκλημαι, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.κεκλήαται A.R.1.1128
, [dialect] Ion.κεκλέαται Hdt.2.164
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] plpf.κεκλήατο Il.10.195
; opt.κεκλῄμην, κεκλῇο S.Ph. 119
, : late [tense] pf. κεκάλεσμαι Suid.s.v. κλητή.I call, summon,εἰς ἀγορὴν καλέσαντα Od.1.90
;ἐς Ὄλυμπον Il.1.402
; ἀγορήνδε, θάλαμόνδε, θάνατόνδε, Il.20.4, Od.2.348, Il.16.693: c. acc. only, κεκλήατο (for - ηντο) βουλήν they had been summoned to the council, 10.195: folld. by inf., αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι ib. 197;καιρὸς καλεῖ.. S.Ph. 466
;κἄμ' ὑπηρετεῖν καλεῖς Id.El. 996
; κ. τινὰ εἰς ἕ, ἐπὶ οἷ, Il.23.203, Od.17.330, etc.;εἰς μαρτυρίαν κληθείς Pl.Lg. 937a
;ἐμὲ νῦν ἤδη καλεῖ ἡ εἱμαρμένη Id.Phd. 115a
; demand, require, : [tense] aor. [voice] Med., καλέσασθαί τινα call to oneself, freq. in [dialect] Ep., Il.1.270, Od.8.43, etc.;φωνῇ Il.3.161
;ἀγορήνδε λαόν 1.54
; call a witness, Pl.Lg.l.c.2 call to one's house or to a repast, invite (not in Il.), Od.10.231, 17.382, al., 1 Ep.Cor.10.27; later usu. with a word added,κ. ἐπὶ δεῖπνον Hdt.9.16
([voice] Pass.), X.Cyr.2.1.30, etc.;ἐς ἔρανον Pi.O.1.37
; ;ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Pl.Smp. 174d
, etc.; κληθέντες πρός τινα invited to his house, D.19.196; ὁ κεκλημένος the guest, Damox.2.26.3 invoke,Δία Hdt.1.44
, cf. Pi.O.6.58, A.Th. 223; at sacrifices, Sch.Ar.Ra. 482;μάρτυρας κ. θεούς S.Tr. 1248
, cf. D.18.141:—[voice] Med.,τοὺς θεοὺς καλούμεθα A.Ch. 201
, cf. 216; also ; but ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι which I call down on thee, S.OC 1385:—[voice] Pass., of the god, to be invoked, A.Eu. 417.4 as law-term, summon, of the judge, καλεῖν τινας εἰς τὸ δικαστήριον cite or summon before the court, D.19.211, etc.; simply καλεῖν ib.212, Ar.V. 851, etc.;ἐὰν μὲν καλέσῃ D.21.56
; also ὁ ἄρχων τὴν δίκην καλεῖ calls on the case, Ar. V. 1441:—[voice] Pass., ; πρὶν τὴν ἐμὴν [ δίκην] καλεῖσθαι before it is called on, Ar.Nu. 780;καλουμένης τῆς γραφῆς D.58.43
; but,b of the plaintiff in [voice] Med., καλεῖσθαί τινα to sue at law, bring before the court, Ar.Nu. 1221, al., D.23.63;κ. τινὰ ὕβρεως Ar.Av. 1046
;κ. τινὰ πρὸς τὴν ἀρχήν Pl. Lg. 914c
; ὁ καλεσάμενος the plaintiff, PHal.1.224 (iii B.C.).5 with an abstract subject, demand, require, καλεῖ ἡ τάξις c. inf., CPHerm. 25ii7 (iii A.D.).6 metaph. in [voice] Pass., καλουμένης τῆς δυνάμεως πρὸς τὴν συναναληψίαν called forth, summoned, Sor.1.29.II call by name, name,ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί Il.1.403
, cf. Od.5.273, etc.;κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306
; , cf. A.Pr.86, etc.; ὄνομα καλεῖν τινα call him by a name,εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od.8.550
, cf. E. Ion 259, Pl.Cra. 383b, etc. (in [voice] Pass.,οὔνομα καλέεσθαι Hdt.1.173
, cf. Pi.O.6.56): without ὄνομα, τί νιν καλοῦσα τύχοιμ' ἄν; A.Ag. 1232;τοῦτο αὐτὴν κάλεον Call. Fr. 66b
; ([voice] Pass., τύμβῳ δ' ὄνομα σῷ κεκλήσεται shall be given to thy tomb, E.Hec. 1271); κ. ὄνομα ἐπί τινι give a name to something, Pl.Prm. 147d; but call (a man) a name because of some function, Id.Sph. 218c;κ. τινὰ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός Ev.Luc.1.59
;ἐπ' ὀνόματος καλεῖν τινα Plb.35.4.11
:—[voice] Pass., to be named or called,Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο Il.2.684
; (lyr.); ὁ καλούμενος the socalled,ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ Hdt.6.61
;ὁ κ. θάνατος Pl.Phd. 86d
; οἱ τῶν ὁμοτίμων κ. X.Cyr.2.1.9; κεκλημένος τινός called from or after him, Pi.P.3.67;καλεῖσθαι ἐπί τινι LXXGe.48.6
;κέκληνται δέ σφιν ἕδραι Pi.O.7.76
.2 [voice] Pass., to be called, almost = εἰμί, esp. with words expressing kinship or status,ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι Od.7.313
, cf. A.Pers.2 (anap.);ἀφνειοὶ καλέονται Od.15.433
; esp. in [tense] pf. [voice] Pass. κέκλημαι, οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι because I am thy wife, Il.4.61;φίλη κεκλήσῃ ἄκοιτις 3.138
; ; ;σὴ κεκλημένη.. ἦα h.Ap. 324
; ;οὔτινος δοῦλοι κέκληνται A.Pers. 242
, cf. S.El. 366, etc.3 special constructions, a. Ἀλησίου ἔνθα κολώνη κέκληται where is the hill called the hill of Alesios, Il.11.758;ἵνα κριοῦ καλέονται εὐναί A.R.4.115
;ἔνθα ἡ Τριπυργία καλεῖται X.HG5.1.10
, etc.: -so in [voice] Act., ἔνθα Ῥέας πόρον ἄνθρωποι καλέοισιν where is the ford men call the ford of Rhea, Pi. N.9.41, cf. κικλήσκω, κλῄζω, κλέω.b folld by a dependent clause, ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν said that his name should be the same, Id.O.9.63; καλεῖ με πλαστὸς ὡς εἴην πατρί, i.e.καλεῖ με πλαστόν S. OT 780
; καλοῦμέν γε παραδιδόντα μὲν διδάσκειν we say that one who delivers teaches, Pl.Tht. 198b, cf. Smp. 205d;τὰς ἀμπέλους τραγᾶν καλοῦσιν Arist.HA 546a3
. -
8 κικλήσκω
A call, summon, Il.11.606, 17.532, Od.22.397;κλήδην εἰς ἀγορὴν κ. Il.9.11
:—[voice] Med., .III call by name,τὴν.. ἄνδρες Βατίειαν κ. 2.813
, cf. 14.291;τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κ. 7.139
, cf. Pi.P. 4.119, Fr.87.4, A.Ag. 712 (lyr.), E.El. 118 (lyr.);οὔνομα Θεσμοφάνην με.. κίκλησκον IG3.1337
:—[voice] Pass., νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται there is an island called Συρίη, Od.15.403; ; , 652.—Also in late [dialect] Ion. Prose, Aret.SA2.6, SD1.6 ([voice] Pass.), al.; cf. κληΐσκω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κικλήσκω
-
9 λύω
λύω, poet. imper.Aλῦθι Pi.Fr.85
: [tense] fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: [tense] aor.ἔλῡσα 18.244
, etc.: [tense] pf.λέλῠκα Th.7.18
, Ar.V. 992 ( ἀπο-), etc.:— [voice] Pass., [tense] pf.λέλῠμαι Il.8.103
, etc.: [tense] plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: [tense] aor. ἐλύθην, [dialect] Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel. 860, Th.2.103, etc.: [tense] fut. , Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X. Cyr.6.2.37 ( ἀπο-): [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib. 114, butλῦτο 24.1
(at beginning of line, v.l. λύτο);λύντο 7.16
: also [ per.] 3sg. opt. [tense] pf.λελῦτο Od.18.238
:—[voice] Med., [tense] fut.λύσομαι Il.1.13
, etc.: [tense] aor.ἐλυσάμην 14.214
: [tense] pf. [voice] Pass. λέλῦμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. δια-, κατα-λύω): [tense] fut. λύσομαι in pass. sense, ( δια-) Th.2.12, ( ἐπι-) Lys.25.33 codd. ( καταλύσεσθαι edd.), ( κατα-) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. [tense] pf. [voice] Act., [tense] pres. and [tense] fut. [voice] Pass. [In [tense] pres. and [tense] impf. [pron. full] ῡ always in [dialect] Att., [pron. full] ῠ mostly in [dialect] Ep., though Hom. has [pron. full] ῡ twice,ἔλῡεν Il.23.513
, λῡει Od.7.74; also in compds.,ἀλλῡεσκεν 2.105
, ἀλλῡουσαν ib. 109: in [tense] fut. and [tense] aor. 1 [pron. full] ῡ always: in other tenses [pron. full] ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), re-luo, solvo (for se-luo), solūtus, etc.):— loosen:I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λ. παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife,λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48
; ; soἔλυσας.. ἅγνευμα σόν Id.Tr. 501
; freq. of the tackling of ships, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap. 406, etc. (never in Il.); λ. πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec. 539, 1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail,λῦε, κυβερνήτα APl.1.6
*.9 ([place name] Panteleus); ἀσκὸν λ. untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λ. στολάς, πέπλον, S.OC 1597, Tr. 924; λ. ἡνίαν slacken the rein, Id.El. 743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th. 396; λ. γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λ. πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 ([voice] Pass.), E.HF 1123; ; ἀρτάνας.. δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib. 876, cf. E.Hipp. 781:—[voice] Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc.b in various phrases, στόμα λ. open the mouth, E.Hipp. 1060, Isoc.12.96;γλώσσας λ. εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9
D.; λ. βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λ. ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp. 290;λ. ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj. 706
(lyr.), etc.2 of living beings,a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504;ὑφ' ἅρμασιν 18.244
;ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39
:ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576
;ὑπ' ἀπήνης Od.7.6
(also in [voice] Med., μὴ.. ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; ); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λ. κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc.b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων he that shall deliver, A.Pr. 771, 785: c. gen. rei,τὸν.. θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397
, cf. Pi.P.3.50, etc.;λ. τινὰ δεσμῶν A.Pr. 1006
; ;τὼ.. ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360
, cf. Pi.O.4.23, A.Pr. 873, E.Hipp. 1244, Pl.R. 360c; also λ. δόμους ἁβρότατος rob the house of.., Pi.P.11.34; λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from.., D.S.13.92:—[voice] Med., prop. get one loosed or set free,λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th. 528
;ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp. 1065
(lyr.):—[voice] Pass.,λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116
; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers. 592 (lyr.).c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137, 555, etc.;λ. τινά τινι 1.20
, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full,λ. τινὰ ἀποίνων 11.106
;χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135
([voice] Pass.);ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3
:—[voice] Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284, 385, Pl.Mx. 243c, D.19.229;λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20
;ἵππον X.An.7.8.6
;ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169
;λ. τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28
; ἑαυτοὺς λ. pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V. 1353.d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18.II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λ. ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305;ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
, etc.:—[voice] Pass.,λῦτο δ' ἀγών Il.24.1
;μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2
; πρὶν <ἂν>.. ἡ ἀγορὰ ( market)λυθῇ Id.Oec. 12.1
;λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3
.2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.2.135;ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186
; λ. τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [ τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25.3 esp. of physical strength, loosen, i. e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.4.469, al.;ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335
; , etc.;ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332
;πέλεκυς λῦσεν.. βοὸς μένος Od.3.450
, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ.. γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—[voice] Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.;καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85
, cf. Od.8.233;αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114
, 425;λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296
, etc.;λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794
, 18.189;λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers. 913
(anap.);λύεται δέ μου μέλη E.Hec. 438
;λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp. 199
(anap.).b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant. 1302.c metaph.,λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22
.4 undo, bring to naught, destroy,πολίων κάρηνα Il.9.25
;Τροίης κρήδεμνα 16.100
, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to,νείκεα Il.14.205
;μελεδήματα 23.62
;ἔριν E.Ph.81
, AP9.316.12 (Leon.);πόλεμον Th.5.31
;ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9
;μέμψιν Democr.271
; ; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; ;ἀνάγκας E.Supp.39
; βίον, i.e. die, Id.IT 692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43;λ. τὸ τέλος βίον S.OC 1720
(lyr.); μαχας Ar. Pax 991 (anap.);νοσήματα Diocl.Fr.35
([voice] Pass.), cf. Gal.6.476;κόπους Dsc.Eup.1.220
; forgive,ἁμαρτήματα LXXJb.42.9
.b in Prose, λ. νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol. 1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib. 1298b31;λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197
([voice] Pass.), etc.;ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21
; rescind a vote,ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2
; revoke a will,διαθήκην Is.6.33
, etc. (but in [voice] Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—[voice] Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, all is in confusion, D.25.25.c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question,λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt. 324e
, al.;λ. ζήτημα Gal.6.436
.f λ. τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2.5 break a legal agreement or obligation,τὸν νόμον Hdt.6.106
;τὰς σπονδάς Th.1.23
, 78, cf. 4.23, al.;τὰ συγκείμενα Lys.6.41
; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H.6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete. 384b11, cf. 382b33 ([voice] Pass.);ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106
; melt,παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2
;τι πυρὶ λ. Hippiatr.52
.7 of medicines,λ. τὴν κοιλίαν Arist.Pr. 863b29
, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr. 877a32 ([voice] Pass.).IV atone for, make up for,τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra.
691;λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph. 1224
;λ. φόνον φόνῳ Id.OT 101
, E. Or. 511;αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5
:—[voice] Med.,τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα.. δίκαις A.Ch. 804
(lyr.).V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31.2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit. avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs.,λύει δ' ἄλγος E.Med. 1362
, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., , cf.Hipp. 441: c. inf., πῶς οὖν λύει.. ἐπιβάλλειν; Id.Med. 1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib. 566; (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ,.. θανεῖν it is not expedient that we should die ( οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005;οὐ γάρ με λύει.. κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35
; cf. λυσιτελέω. -
10 νοσφίζω
A , E.Alc.43 : [tense] aor. Iἐνόσφισα Pi.N.6.62
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut.νοσφίσομαι IG12(7).515.93
(Amorgos, ii B.C.) ; [dialect] Ep.νοσφίσσομαι A.R.4.1108
: [tense] aor. ἐνοσφισάμην, [dialect] Ep. νοσφισάμην, νοσφισσάμην (v. infr.): [tense] pf.νενόσφισμαι PCair.Zen.484.4
(iii B.C.), Str.2.3.4, Plu.Luc.37 :—[voice] Pass., [tense] aor.ἐνοσφίσθην Od.11.73
, etc.:I Hom. only [voice] Med. and [voice] Pass., turn away, shrink back, νοσφισθείς ibid., Thgn.94 ;νοσφίσατ' Od.11.425
: metaph., , 24.222.2 c. gen., turn away from, τίφθ' οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι; Od.23.98.3 c. acc., forsake, abandon, ; elsewh. in Hom. of places, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα νοσφισάμην ib.19.339 ; νοσφισσαμένη τόδε δῶμα ib. 579, 21.77, 104 ;νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορήν h.Cer.92
;ὅρκον ἐνοσφίσθης Archil.96
; εἴ σε νοσφίζομαι if I forsake thee, S.OT 693 (lyr.).II after Hom. ( ἀπονοσφίσσειεν first in h.Cer. 158 ) in [voice] Act., set apart, separate, remove,τινὰ ἐκ δόμων E.Hel. 641
(lyr.) ;βρέφος ματέρος ἀποπρό Id.IA 1286
(lyr.) ;τινὰ ἀπό τινος Lyc.1331
; τινα A.R.2.793 : metaph., ν. τινὰ βίου separate him from life, i. e. kill him, S.Ph. 1427 ; τῷ νύ μ'.. ἐκ βιότοιο νοσφίσατ' (imper.)ἐσσυμένως Q.S.13.282
; ν. τινά alone, A.Ch. 438 (lyr.), Eu. 211 ;ν. τινὰ ἐρωμανίης AP5.292
(Paul. Sil.).2 deprive, rob, τινά τι one of a thing, Pi.N.6.62 ; alsoν. τινά τινος A.Ch. 620
(lyr.), E.Alc.43 ;τοὺς θανόντας νοσφίσας ὧν χρῆν λαχεῖν Id.Supp. 539
; γέροντ' ἄπαιδα νοσφίσας, i. e. ὥστε ἄπαιδα εἶναι, Id.Andr. 1207 (lyr.).3 [voice] Med., put aside for oneself, appropriate, purloin,νοσφίσασθαι ὁπόσα ἂν βουλώμεθα X.Cyr.4.2.42
, cf. SIG993.21 (Calauria, iii B.C.), Plb.10.16.6,Ἑλληνικά 1.18
(Gytheum, i A.D.): in [tense] pf. [voice] Pass., νενοσφισμένος πολλά Str.l.c., cf. Plu. l. c.: ν. ἀπὸ τῶν ἀμφιτάπων, ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, ἀπὸ τῆς τιμῆς, appropriate part of.., PCair.Zen.l. c., LXX Jo.7.1, Act.Ap.5.2 ;ἐκ τοῦ χρήματος Ath.6.234a
: abs., PPetr.3p.162 (iii B.C.), Ep.Tit.2.10.III [voice] Med. in act. sense, deprive, rob,σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται E.Supp. 153
, cf. A.R.4.1108.2 in later poets, remove,τοὺς.. ἀπὸ Ξάνθοιο.. πνοιαὶ νοσφίσσαντο D.P.684
;νοσφίσατ' ἐκ θυμοῖο καὶ ἡδέος ἐκ βιότοιο Q.S.10.79
.—Rare in [dialect] Att. Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσφίζω
-
11 οὖν
οὖν, [dialect] Ion. and [dialect] Dor. [full] ὦν (the latter in Pi.P.3.82, al., but οὖν in Hom. (v. infr.), B.18.29,37, Cerc.4.18, al.), Adv.A certainly, in fact, confirming something, freq. in contrast with something which is not confirmed, in Hom. only in combination with γε (v. γοῦν) , γάρ, οὔτε or μήτε, ὡς, ἐπεί, μέν, etc.:1 really, φημὶ γὰρ οὖν κατανεῦσαι.. Κρονίωνα for I declare that Zeus did really promise.., Il.2.350, cf. Pl.Prt. 309b; τόφρα γὰρ οὖν ἑπόμεσθα.., ὄφρ' for we followed them up to the very point, where.., Il.11.754, cf. 15.232, Od.2.123;εἰ δ' οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ.. ζῶντα A.Ag. 676
, cf. 1042; ἐλέχθησαν λόγοι ἄπιστοι μὲν ἐνίοισι Ἑλλήνων, ἐλέχθησαν δ' ὦν but they really were spoken, Hdt.3.80, cf. 4.5, 6.82; Θηβαῖοι μὲν ταῦτα λέγουσι.., Πλαταιῆς δ' οὐχ ὁμολογοῦσι.., ἐκ δ' οὖν τῆς γῆς ἀνεχώρησαν at all events they did return, Th.2.5, cf. 1.63, Pl.Prt. 315e;σωτηρίαν λεπτὴν μὲν.., μόνην δ' οὖν Id.Lg. 699b
; so δ' οὖν after a parenthesis; εἰ δή τις ὑμῶν οὕτως ἔχει,—οὐκ ἀξιῶ μὲν γὰρ ἔγωγε,—εἰ δ' οὖν but if he is so, Id.Ap. 34d, cf. Hdt.6.76, Th.1.3; so ἀλλ' οὖν.. γε but at all events, S.Ant.84, Ph. 1305; ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον to stay nevertheless at least till to-morrow, Od.11.351; οὖν concessive, I grant you,τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph. 305
: in apodosi after εἰ or ἐάν, εἰ καὶ σμικρά, ἀλλ' ὦν ἴση γε ἡ χάρις .. Hdt.3.140, cf.9.48, E.Ph. 498, Pl.Phd. 91b, etc.: after ἐπεί and ὡς, ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον but now that I have (emphat.) once spoken up, Od.14.467, cf. 17.226, Il.18.333; Τληπόλεμος δ', ἐπεὶ οὖν τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ εὐπήκτῳ, αὐτίκα.. κατέκτα when once, i.e. as soon as, he had grown up, 2.661, cf. 15.363, 16.394, al.; νεβροί, αἵ τ' ἐπεὶ οὖν ἔκαμον.. ἑστᾶσ' which, as soon as they are tired, stand still, 4.244; to indicate that something foreshadowed has actually occurred,ἀγορήνδε καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς.., οἱ δ' ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν 1.57
, cf. 3.340, al.: sts. οὖν after ἐπεί or ὡς has either no force or approaches signf. 11 or 111,οἱ δ' ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου Od.16.478
, cf. 19.213, 251, al.;τὸν δ' ὡς οὖν ἐνόησε Il.3.21
, al.; οὔτ' οὖν.., οὔτε.. or οὔτε.., οὔτ' οὖν .. both = neither.. nor, but preferred according as the first or second clause is to be marked by emphasis, cf. 17.20, Od.2.200, Hdt.9.26, with Od. 11.198sq., S.OT90, 271, etc.; so εἰ.., εἴτ' οὖν .. if.., or if.., E.Alc. 140; εἴτ' οὖν, εἴτε μὴ γενήσεται whether it shall be so, or no, Id.Heracl. 149, cf. A.Ag. 491, S.El. 560; ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός, i.e. αἴτε ξ. αἴτ' ὦν ἀ., Pi.P.4.78; and doubled,εἴτ' οὖν ἀληθὲς εἴτ' οὖν ψεῦδος Pl. Ap. 34e
, cf. A.Ch. 683: so also in parenth. Relat. clauses, ἢ σῖγ', ἀτίμως, ὥσπερ οὖν ἀπώλετο πατήρ even as, just as, ib.96, cf. 888, E.Hipp. 1307 (v.l.); εἰ δ' ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστι, θεός if he is, as he in fact is, a god, Pl.Phdr. 242e;οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι Id.Ap. 21d
: for γὰρ οὖν, v. γάρ A. 11.5; for μὲν οὖν, v. μέν B. 11.2.2 added to indef. Prons. and Advbs., like Lat. cunque, ὅστις whoever, ὁστισοῦν whosoever; ὅπως how, ὁπωσοῦν howsoever; ἄλλος ὁστισοῦν another, be he who he may; so ὁποιοσοῦν, ὁποιοστισοῦν, ὁποσοσοῦν, ὁπωσδηποτοῦν, ὁπητιοῦν, ὁποθενοῦν, etc., v. sub vocc.II to continue a narrative, so, then,καὶ τὰ μὲν οὖν.. θῆκαν Od.13.122
; ὅτ' οὖν since, then,.., S.Ant. 170, El.38, 1318; ζεῖ οὖν ἐν τούτῳ .. Pl.Phdr. 251c, cf. Prt. 322b;εὐθὺς οὖν ὁ Κῦρος εἶπεν X.Cyr.4.1.22
: in Hdt. and [dialect] Att., μὲν οὖν (q.v.) is very common in this sense; soδ' οὖν A.Ag.34
, S.Aj. 114; οὖν is also used alone merely to resume after a parenth. or long protasis, well, as I was saying, ὦ Λακεδαιμόνιοι, χρήσαντος τοῦ θεοῦ.., ὑμεας γὰρ πυνθάνομαι προεστάναι..,—ὑμέας ὦν.. προσκαλέομαι .. Hdt.1.69, cf. 4.75, Th.2.16, Pl.Ap. 29d, Smp. 201d, etc.: Hdt. so uses ὦν after a short protasis, 1.144, etc.2 ὦν is freq. inserted by Hdt. (sts. without any discernible meaning) between the Prep. and its Verb (but only, it seems, in narrative with the [tense] aor., which is always the [tense] aor. of habitual action exc. in 2.172), ἐπεὰν δὲ ταῦτα ποιήσωσι, ἀπ' ὦν ἔδωκαν ib.87; καὶ ἔπειτα ἀπ' ὦν ἔδωκαν ib.88: after a part., οἱ δὲ φέροντες ἐς τὴν ἀγορήν, ἀπ' ὦν ἔδοντο ib.39; κατευξάμενοι, κοιλίην μὲν κείνην πᾶσαν ἐξ ὦν εἶλον ib.40; ἤν τις ψαύσῃ.., αὐτοῖσι τοῖσι ἱματίοισι ἀπ' ὦν ἔβαψε ἑωυτόν ib.47; τοῦτον κατ' ὦν κόψας ib. 172; so in Hp.,δι' οὖν ἐφθάρησαν Morb.1.14
(v.l.), al.; alsoἐπ' ὦν ἐπίομες οἶνον Epich.124.3
: this tmesis is rare in [dialect] Att., ; but occurs in later writers, Dorieus ap. Phylarch.3 J., AP12.226 (Strat.).III in inferences, then, therefore, not in Hom., rare in A., and usu. in questions (v. infr.); in a statement, Eu. 219; very common from Hdt. downwds.; so καὶ σὺ οὖν you too therefore, X.Cyr. 4.1.20;καὶ γὰρ οὖν Id.An.1.9.8
; cf. οὐ γὰρ οὖν, τοιγαροῦν: strengthd., , etc.; : in questions, ;A.
Pr. 771, cf. S.Tr. 1191, Ar.Pl. 906, 909, etc.; ;Pl.
Tht. 146a; ;S.
Aj. 873 (lyr.), Pl.Phd. 57a. -
12 ποιέω
ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.Aποίεον Il. 20.147
; [var] contr.ποίει 18.482
; [dialect] Ion.ποιέεσκον Hdt.1.36
, 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.ποίησα Il.18.490
: [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.ποιεέσκετο Hdt.7.119
: [tense] fut.ποιήσομαι Il.9.397
: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.ποι- Od.5.251
, al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11
,37: [tense] aor.ἐποιήθην Hdt.2.159
, etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.πεποίημαι Il.6.56
, etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as , , , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol. ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;εἴδωλον Od.4.796
; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482
, cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε ) (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22
; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9
;πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96
;καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14
: c. gen. materiae,πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62
;ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31
;φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22
: rarely to be made with.., 1.4; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,ὀβελούς Hdt.2.135
;στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16
, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5
, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).2 create, bring into existence,γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110
, cf. Th. 161, 579, etc.; the creator,Pl.
Ti. 76c;ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11
:—[voice] Med., beget,υἱόν And.1.124
;ἔκ τινος Id.4.22
; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b
:—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;π. σίτου μεδίμνους D.42.20
; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53
; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;παλινῳδίαν Isoc.10.64
, Pl.Phdr. 243b, etc.; : abs., write poetry, write as a poet,ὀρθῶς π. Hdt.3.38
;ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16
, cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193
; ; , etc.b represent in poetry, , cf. 364c, Smp. 174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po. 1453b29.c describe in verse,θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a
; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;μῦθον Lycurg.100
.d invent,καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b
; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29
, cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.II bring about, cause,τελευτήν Od.1.250
;γαλήνην 5.452
;φόβον Il.12.432
;σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10
;τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8
;αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54
, etc.; also of things,ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14
;ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6
, cf. 2.89.b c. acc. et inf., cause or bring about that..,σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258
;π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926
;π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459
, cf. 746;π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912
, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109
, cf. 1.209;ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18
:—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.2 procure,π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76
;ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1
; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126
;ἄδειαν Th.6.60
;τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25
;τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11
, cf. Th.1.5.3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,π. ἱρά Hdt.9.19
, cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1
; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15
;παννυχίδα π. Pl.R. 328a
; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;π. ἐπαρήν SIG38.30
(Teos, v B.C.); also of political assemblies,π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746
, Th.1.139;π. μυστήρια Id.6.28
([voice] Pass.);ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67
:—[voice] Med.,ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2
;ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57
(v.l.);δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
;π. ἀγῶνα Id.4.91
;π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169
.4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48
; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;σπονδὰς π. X.An.4.3.14
;ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29
; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77
, etc.5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;π. ὁδόν Id.7.42
, 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2
, etc.;χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b
: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387
;ταμίην ἀνέμων 10.21
;γέροντα 16.456
;ἄκοιτίν τινι Il.24.537
;γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818
; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5
;πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156
;Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29
, etc.;π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39
: hence, appoint, instal,τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6
;δώδεκα Ev.Marc.3.14
:—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3
, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180
: generally,ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433
;π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54
; ;τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119
; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129; .IV put in a certain place or condition, etc.,ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274
; ; , cf. 71;ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136
;τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109
;ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33
;ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3
;ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37
; of troops, form them,ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11
, cf. 3.4.21; in politics,ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53
; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61
:—[voice] Med.,ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201
, cf.5.103, etc.;ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22
; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106
; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9
.2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,δεινὰ π. 2.121
.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119
; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118
: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498
;ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5
;ἐν ὀργῇ D.1.16
; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11
; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;περὶ παντός Id.2.15
(rarelyπολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d
); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.VI put the case, assume that..,ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184
, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., πεποιήσθω δή be it assumed then, ib.e; those who are reputed..,Id.
R. 498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib. 581d read τί οἰώμεθα..;VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23
, cf. To.10.7; (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35
; tarry, stay,μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3
, cf. AP11.330 (Nicarch.).VIII in later Greek, sacrifice, ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; , cf. 18.62;ἄριστα πεποίηται Il.6.56
;πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811
;τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12
;ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911
, etc.;τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010
; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17
; alsoεὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8
; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)κακῶς π. D.1.18
; in LXX with Prep.,π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29
;ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115
; , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19
;ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12
codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8
:—in [voice] Med.,φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152
,5.37.3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1
;ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9
;μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d
; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24
, cf. Pl.Phd. 60c;καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13
;οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c
; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e
;καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110
, cf. 1.28; fortunately,Id.
23.143.4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.II abs., to be doing, act,ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11
; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6
; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., , al.;εἰς τὰ αὐτά 2.133
: c. dat.,στομαχικοῖς Gal.13.183
: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6. -
13 πολύφημος
2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64.II manyvoiced, wordy,ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150
; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύφημος
-
14 πωλέομαι
Aπώλεαι Od.4.811
; part.πωλεύμενος 2.55
(also in A.Pr. 645): [tense] impf.πωλεύμην Od.22.352
,πωλεῖτο 9.189
; [dialect] Ion. [tense] impf.πωλέσκετο Il.1.490
, Od.11.240: [tense] fut. , [dialect] Ep. [ per.] 2sg.πωλήσεαι Il.5.350
:—[dialect] Ep. Verb, prop. Frequentat. of πολέομαι, go up and down or to and fro: hence, go or come frequently,οὔτε ποτ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο.., οὔτε ποτ' ἐς πόλεμον Il.1.490
, cf. 5.350, 788;εἰς ἡμέτερον [δῶμα] πωλεύμενοι ἤματα πάντα Od.2.55
, cf. 22.352;πωλεῖταί τις δεῦρο 4.384
; ;ἔνθα καὶ ἔνθα h.Ven.80
;μετ' ἄλλους Od.9.189
; ;ἐπ' Ἐνιπῆος ῥέεθρα Od.11.240
;π. μετὰ πᾶσι τετιμένος Emp.112.5
;περὶ πόλιν πωλεύμενος Archil.46
; ἀγγελίην (prob.) πωλεῖται ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης she goes on a message, Hes.Th. 781; ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας A.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλέομαι
-
15 συρρέω
A- ερρύηκα Isoc.8.44
: [tense] aor. [voice] Pass.- ερρύην X.HG2.3.18
, Arist.Pr. 876a17, 888b11 (later [tense] aor. - έρρευσα, Alex.Trall.5.4: [tense] pf. - έρευκα (v. infr. 111)):— flow together or into one stream,εἰς τοῦτο τὸ χάσμα συρρέουσι.. πάντες οἱ ποταμοί Pl. Phd.11
2a, cf. 109b, 109c;ὁ ὀπὸς συρρεῖ εἰς.. Dsc.4.170
, cf. Sor.1.36, al., Gal.6.66, al.: metaph. of men, flow or stream together,συνέρρεον ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.5.101
, cf. 8.42, X.An.5.2.3, HGl.c., Isoc.l.c., Pl.Lg. 708d; and of money, Is.2.28; of evils, Plu.Sull.13; εἰς [ τὸ γῆρας] πάντα τὰ χαλεπὰ ς. X.Ap.8; of pathological conditions,ἡνίκα συρρεῖ ὁπῶρος Cass.Pr.57
;διασκορπίζειν τὸ συρρυέν Sever.
ap. Aët.7.87.III fall into ruin,λάκκος συνερευκὼς καὶ ὁ τροχὸς ὁμοίως συνερευκὼς ἐκ μέρους POxy.1475.16
(iii A.D.). -
16 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38. -
17 ἀγορά
A assembly, esp. of the People, opp. the Council of Chiefs, Il.2.93, Od.2.69, etc.; τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι (sc. Κυκλώπεσσι) Od.9.112; ; ἀ. Πυλάτιδες, of the Amphictyonic Council at Pylae, S.Tr. 638, cf. Ion Eleg.1.3;μακάρων ἀ. Pi.I. 8(7).29
, cf. AB210; ἀγορήνδε καλέσσασθαι, κηρύσσειν, Il.1.54, 2.51; ἀγορὴν ποιήσασθαι, θέσθαι, Il.8.489, Od.9.171; εἰς ἀ. ἰέναι, ἀγέρεσθαι, 8.12, Il.18.245;ἀγορήνδε καθέζεσθαι Od.1.372
.—Not common in Prose,ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν X.An.5.7.3
;ποιῆσαι Aeschin.3.27
;ἀγορὰς ποιεῖσθαι Hyp.Fr. 150
: of the assembly in Attic demes, D.44.36, IG2.585, al.;ἀ. συνέδριον φυλετῶν καὶ δημοτῶν AB327
: in late Prose, ἀ. δικῶν προθεῖναι, καταστήσασθαι, = Lat. conventus agere, Luc.Bis Acc. 4,12: meeting for games, Pi.N.3.14: metaph.,μυρμήκων ἀ. Luc. Icar.19
: prov., θεῶν ἀ. 'Babel', Suid., etc.II place of assembly,τοὺς δ' εὗρ' εἰν ἀγορῇ Il.7.382
;ἵνα σφ' ἀ. τε θέμις τε 11.807
, cf.Od.6.266; pl., Od.8.16;οὔτε.. εἰς ἀ. ἔρχεται οὔτε δίκας Thgn. 268
.2 market-place, perh. not earlier than Hom.Epigr. 14.5 πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς; freq. in later authors,πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι Pi.P.5.93
;θεοὶ.. ἀγορᾶς ἐπίσκοποι A.Th. 272
;μέση Τραχινίων ἀ. S.Tr. 424
;ἀγορᾷ οὐδὲ ἄστει δέχεσθαι Th.6.44
;ὀλιγάκις.. ἀγορᾶς χραίνων κύκλον E.Or. 919
; οἱ ἐκ τῆς ἀ. market people, X.An.1.2.18;ἐξ ἀγορᾶς εἶ Ar.Eq. 181
, etc.; εἰς ἀ. ἐμβάλλειν to go into the forum, i. e. be a citizen, Lycurg.5; ἐν τῇ ἀ. ἐργάζεσθαι to trade in the market, D.57.31; εἰς τὴν ἀ. χειροτονεῖν (opp. ἐπὶ τὸν πόλεμον ) 'for the market', Id.4.26; the Roman Forum, D.H.5.48.1 public speaking, gift of speaking, mostly in pl., ἔσχ' ἀγοράων withheld him from speaking, Il.2.275; οἱ δ' ἀγορὰς ἀγόρευον ib. 788, cf. Od.4.818;ᾠδὴν ἀντ' ἀγορῆς θέμενος Sol.1
.2 market,ἀγορὰν παρασκευάζειν Th.7.40
, X. HG3.4.11;ἀ. παρέχειν Th.6.44
, etc.;ἄγειν X.An.5.7.33
, etc.; opp. ἀγορᾷ χρῆσθαι to have supplies, ib.7.6.24;τῆς ἀ. εἴργεσθαι Th.1.67
, Plu.Per.29; ἀ. ἐλευθέρα, i. e. καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων, Arist.Pol. 1331a31, cf. X.Cyr.1.2.3; opp.ἀ. ἀναγκαία Arist.Pol. 1331b11
; generally, provisions, supplies, PPetr.3p.131 (iii B. C.), PS14.354 (iii B. C.), al.; in pl., Nic.Dam.p.6.17 D.; ἀγορὰς περικόπτειν cut off supplies, D.H.10.43.b market, sale, ἀ. τῶν βιβλίων, τῶν παρθένων, Luc. Ind.19, Ael.VH4.1, cf. Nicoch.7.IV as a mark of time, ἀ. πλήθουσα the forenoon, when the market-place was full,ἀγορῆς πληθυούσης Hdt.4.181
;πληθούσης ἀγορᾶς X.Mem.1.1.10
, cf. SIG695.38 (Magn. Mae.); περὶ orἀμφὶ ἀ. πλήθουσαν X.An.2.1.7
, 1.8.1;ἐν ἀ. πληθούσῃ Pl.Grg. 469d
, cf. Th.8.92; alsoἀγορῆς πληθώρη Hdt.2.173
, 7.223; poet.,ἐν ἀ. πλήθοντος ὄχλου Pi.P.4.85
;πρὶν ἀ. πεπληθέναι Pherecr.29
: ἀγορῆς διάλυσις the time just after mid-day, when they went home from market, Hdt.3.104, cf.X.Oec.12.1. -
18 ἀθροίζω
A , etc.: [tense] pf.ἤθροικα Plu. Caes.20
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἠθροίσθην: [tense] pf. ἤθροισμαι: [tense] plpf. :—quadrisyll.ἀθροΐζω Archil.60
, 104, APl.4.308 (Eugen.); prob. in E.IA 267 (lyr.), Ar.Av. 253: ([etym.] ἀθρόος):—gather together, collect, muster, ἀ. λαόν, etc., S.OT 144, etc.;τὸ βαρβαρικὸν καὶ τὸ Ἑλληνικόν X. An.1.2.1
; Τροίαν ἀ. gather the Trojans together, E Hec.1139; πνεῦμ' ἄθροισον collect breath, Id.Ph.851, cf. Arist.GA 738b7; περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας having strung together, E.Ph. 495: abs., hoard treasure, Arist.Pol. 1314b10:—[voice] Med., gather for oneself, collect round one, E. Heracl. 122, X.Cyr.3.1.19:—[voice] Pass., to be gathered or crowded together,εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο Archil.104
, cf. 60;ἐς τὴν ἀγορὴν ἀ. Hdt.5.101
; ἁθροισθέντες having rallied, Th.1.50; τὸ δὲ.. ζύμπαν ἡθροίσθη δισχίλιοι but the whole amounted collectively to.., Id.5.6; ἐνταῦθα ἡθροίζοντο they mustered in force there, Id.6.44, etc.; form a society, Pl.Prt. 322b; ἀθροισθέντες having formed a party, Arist.Pol. 1304b33: of things, περὶ πολλῶν ἁθροισθέντων taken in the aggregate, Pl.Tht. 157b.2 in [voice] Pass. of the mind, ἁθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν collect oneself, Pl.Phd. 83a, cf. 67c; φόβος ἥθροισται fear has gathered strength, X.Cyr.5.2.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθροίζω
-
19 ἐλαύνω
ἐλαύνω, Il.12.62, etc.: [dialect] Ion. [tense] impf. ἐλαύνεσκον ([etym.] ἀπ-) Hdt.7.119: [tense] fut. ἐλάσω [ᾰ], part.Aἐλάσοντας X.An.7.7.55
codd., cf.D.H.2.36, ([etym.] ἐξ-) Hp.Loc.Hom.46, Nat.Mul.32 ( ἐλάσσω ([etym.] παρ- ) is f.l. in Il.23.427, and ξυνελάσσομεν is subj. in Od.18.39);ἐλάω A.R.3.411
; [dialect] Att. ἐλῶ, ᾷς, ᾷ, inf. ἐλᾶν, also Hdt.1.207, etc., and so Hom. in the resolved formἐλόω Il.13.315
, Od.7.319: inf. ἐλάαν (though this is also inf. [tense] pres., v. infr.) Il.17.496, Od.5.290: [tense] aor. 1 ἤλᾰσα, [dialect] Ep.ἔλᾰσα Il.5.80
,ἔλασσα 18.564
, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἐλάσασκεν 2.199
: [tense] pf. ἐλήλᾰκα ([etym.] ἀπ-, ἐξ-) X.Cyr.4.2.10, Ar.Nu. 828: [tense] plpf. ἐληλάκειν ([etym.] ἐξ-) Hdt.5.90:— [voice] Med. (v. infr. 1.2), [tense] fut. ἐλάσομαι ([etym.] παρ-) dub. l. in Arr.An.3.30.3: [tense] aor.ἠλασάμην Il.11.682
, rare in [dialect] Att., as Pl.Grg. 484b; [ per.] 3sg.ἤλσατο Ibyc.55
; [dialect] Ep. ἐλάσαιο, -ασαίατο, -ασσάμενος, Od.20.51, Il.10.537, Od.4.637:—[voice] Pass., [tense] fut. ἐλασθήσομαι ([etym.] ἐξ-) D.H.4.9: [tense] aor. ἠλάθην [ᾰ] E.Heracl. 430, Ar.Ec.4; laterἠλάσθην AP7.278
(Arch.), Sammelb. 997 (iv A.D.), ([etym.] ἐξ-, συν-) Plb.8.24.9, 18.22.6, etc. (in Hdt. the Mss. vary between the two forms,ἐξελαθείς 7.165
,ἀπηλάσθησαν 3.54
): [tense] pf.ἐλήλαμαι Od.7.113
, Hdt.7.84 ([etym.] ἐξ-), etc.;ἐλήλασμαι Hp.Mul. 2.133
, Aen.Tact.31.4 (prob.), ([etym.] ἐξ-) Plb.6.22.4, ([etym.] συν-) A.D.Conj.233.30: [tense] plpf.ἠλήλατο Il.5.400
; poet. alsoἐλήλατο 4.135
; [ per.] 3pl. , also ἐληλέδατ', ἐληλέατ', ἐληλάδατ' vv.ll. in Od.7.86.— The [tense] pres. [full] ἐλάω is rare and mainly Poet., imper.ἔλα Pi.I.5(4).38
, A.Fr. 332, E.HF 819, Fr.779.1 (also non-thematic [ per.] 3pl. ([place name] Cos)): inf.ἐλᾶν Canthar.4
, X.HG2.4.32: inf. ἐλάαν as [dialect] Ep.inf.[tense] pres. is freq. in Hom. (v. infr.1.2): part.ἐλάουσα Emp.4.5
: [tense] impf. [ per.] 3pl.ἔλων Od.4.2
, [ per.] 3sg.ἔλαεν A.R.3.872
;ἀπ-έλα X.Cyr.8.3.32
; but ἀπ-ήλαον in Ar.Lys. 1001 is prob. an error for - ήλα'αν, [dialect] Dor. for - ήλασαν:—radic. sense, drive, set in motion, of driving flocks,εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε μῆλα Od.9.237
;κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν Il.4.299
; [tense] aor. [voice] Med. ἠλασάμην in act. sense, 10.537, 11.682: freq. of horses, chariots, ships, drive, ἐλάαν (inf. [tense] pres.)ἅρμα καὶ ἵππους 23.334
;ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ ζεῦγος Hdt. 1.59
; ἐ. ἵππον ride it, Id.4.64, al.; κέλητας καὶ ἅρματα ἐ. ride and drive, Id.7.86; ἐ. νῆα row it, Od.12.109, etc.; στρατὸν ἐ. Pi.O.10(11).66, Hdt. 1.176, 4.91, etc.b with acc. omitted, intr., go in a chariot, drive, μάστιξεν δ' ἐλάαν (sc. ἵππους ) he whipped them on, Il.5.366, al., cf. S.El. 734, 739; βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα he drove on over the waves, Il. 13.27; διὰ νύκτα ἐλάαν travel the night through, Od.15.50; ἐς τὸ ἄστυ ἐ. drive into the city, Hdt.1.60; ἐπὶ ζευγέων ἐ. ib. 199; ride, Id.7.88, X.Eq.Mag.3.9, etc.; ἐλῶν ἐς Θρηΐκην marching.., Hdt.9.89, etc.; row,μάλα σφοδρῶς ἐλάαν Od.12.124
; ἐλαύνοντες rowers, 13.22, etc.c in this intr. sense, it sts. took an acc. loci, γαλήνην ἐλαύνειν to sail the calm sea, i.e. over it, 7.319; so τὰ ἕσπερα νῶτ' ἐ. E.El. 731 (lyr.); also ἐλαύνειν δρόμον run a course, Ar.Nu.28;ὁδόν D.P. 586
.d [voice] Pass., [ νηῦς] ἐλαυνομένη a ship under way, Od.13.155 (butπλοῖα ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα Ep.Jac.3.4
); τὰ κατάντη ἐλαύνεσθαι, of horses, to be ridden on steep ground, X.Eq.Mag.8.3.2 drive away, carry off, in Hom. of stolen cattle or horses,βοῶν ἀρίστας Od.12.353
;ἵππους Il.5.236
;ἐ. ὅ τι δύναιντο X.HG4.8.18
:—[voice] Med., Od.4.637, 20.51;ῥύσι' ἐλαυνόμενος Il.11.674
, etc.3 drive away, expel,ἐ. [τινὰ] ἐκ δήμου 6.158
;ἄνδρας ἀπ' Οἰνώνας Pi.N.5.16
: freq. in Trag.,ἐ. τινὰ γῆς E.Med.70
; μύσος, μίασμα ἐ., A.Ch. 967 codd., Eu. 283 ([voice] Pass.), cf. S.OT98; ἄγος ἐ.,= ἀγηλατέω, Th.1.126;ἐ. λῃστάς Ar.Ach. 1188
, etc.:—[voice] Pass.,γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι A.Pr. 682
.4 drive (to extremities), persecute, plague, οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι.. πολέμοιο who will harass him till he has had enough of war, Il.13.315; ἔτι μέν μίν φημι ἄδην λάαν κακότητος I think I shall persecute him till he has had enough, Od.5.290;θεὸς ἐλαύνει πόλιν S.OT28
;Ἰωνίαν ἤλασεν βίᾳ A.Pers. 771
; ;σὺ δ' ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Id.21.135
, cf. 173:—[voice] Pass.,ἐλαυνομένων καὶ ὑβριζομένων Id.18.48
;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ S.Aj. 275
;κακοῖς πρός τινος E.Andr.31
;ὑπ' ἀνάγκης καὶ οἴστρου Pl.Phdr. 240d
;τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael.NA14.18
; ἐλαύνεσθαι τὴν γνώμην to be out of one's mind, Philostr.VS2.27.5.5 = βινέω, Ar.Ec.39, Pl. Com.3.4.6 intr. in expressions like ἐς τοσοῦτον ἤλασαν they drove it so far (where πρᾶγμα must be supplied), Hdt.5.50;ἐς πᾶσαν κακότητα Id.2.124
; εἰς κόρον ἐλαύνειν push matters till disgust ensued, Tyrt.11.10; εἰς ἴσον (sc. τισί) Onos.Praef.4: hence, push on, go on,ἐγγὺς μανιῶν E.Heracl. 904
(lyr.); ἔξω τοῦ φρονεῖν Id.*ba. 853; πόρρω ἐ. σοφίας go far in.., Pl.Euthphr.4b, cf. Grg. 486a, X.Cyr.1.6.39.2 strike with a weapon, but never with a missile,τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν Il.2.199
;ξίφει ἤλασε κόρσην 5.584
;κόρυθος φάλον ἤλασεν 13.614
; ὀδόντας ἐ. knock out, A.R.2.785: c. dupl. acc., τὸν μὲν.. μεταδρομάδην ἔλασ' ὦμον him he struck on.., Il. 5.80; χθόνα δ' ἤλασε παντὶ μετώπῳ struck earth with his forehead, of a falling man, Od.22.94: c. acc. cogn., inflict a wound,οὐλὴν τήν ποτέ με σῦς ἤλασε 21.219
:—[voice] Pass., c. acc.νῶτον ὄπισθ' αἰχμῇ δουρὸς ἐληλαμένος Tyrt.11.20
;ἐλαύνεται εἰς τὸν μηρόν Luc.Tox.61
.3 strike one thing against another,πρὸς γῆν ἐ. κάρη Od.17.237
; of weapons, drive through,διαπρὸ χαλκὸν ἔλασσε 22.295
; [δόρυ] διὰ στήθεσφιν ἔλασσε Il.5.57
, cf. 20.269;ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν Pi.N.10.70
:—[voice] Pass., go through, Il.4.135, 13.595; to be fixed in, ;διὰ [σφονδύλου] διαμπερὲς ἐληλάσθαι Pl.R. 616e
.III metaph.,1 beat out metal, forge,ἀσπίδα.. ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν Il.12.296
; πέντε πτύχας ἤλασε beat out five plates, 20.270; περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε κασσιτέρου make a fence of beaten tin (with a play on signf. 2), 18.564; εὐνὴ Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῦ a bed of beaten gold, Mimn.12.6; σίδηρος λεπτῶς ἐληλ. Plu.Cam.41.2 draw a line of wall, trench, etc.,ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν Il.7.450
;ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει Od.6.9
;σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε 14.11
;τοῖχοι ἐληλέατ' 7.86
; τεῖχος τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται the wall has its angles carried down to the river, Hdt.1.180, cf. 185, 191; ἐληλαμέναι πέρι πύργον having a wall built round, A.Pers. 872 (lyr.); ὄγμον ἐλαύνειν work one's way down a ridge or swathe in reaping or mowing, Il.11.68;ἐ. αὔλακα Hes. Op. 443
; ἀμπελίδος ὄρχον ἐ. to draw a line of vines, i.e. plant them in line, Ar.Ach. 995: generally, plant, produce,ἐλᾷ τέσσαρας ἀρετὰς αἰών Pi.N.3.74
.3 κολῳὸν ἐλαύνειν prolong, keep up the brawl, Il. 1.575.4ἐξ ὄσσων ἐς γαῖαν ἐ. δάκρυ E.Supp.96
. -
20 ὁμηγυρίζομαι
A assemble, call together, :—also [full] ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμηγυρίζομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀγορήν — Ἀγορή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορήν — ἀγορά assembly fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κλήδην — (Α) επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη (πρβλ. ἐ κλή θην, παθ. αόρ. τού καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē τής αρχικής δισύλλαβης ρίζας… … Dictionary of Greek
κορυφήνδε — (Α) επίρρ. προς την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφήν, αιτ. τού κορυφή, + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει εις τόπον κίνηση (πρβλ. αγορήν δε μάχην δε)] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
ομηγυρίζομαι — ὁμηγυρίζομαι (Α) [ομήγυρις] συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek