-
1 κληΐσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληΐσκω
-
2 κικλήσκω
A call, summon, Il.11.606, 17.532, Od.22.397;κλήδην εἰς ἀγορὴν κ. Il.9.11
:—[voice] Med., .III call by name,τὴν.. ἄνδρες Βατίειαν κ. 2.813
, cf. 14.291;τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην ἄνδρες κ. 7.139
, cf. Pi.P. 4.119, Fr.87.4, A.Ag. 712 (lyr.), E.El. 118 (lyr.);οὔνομα Θεσμοφάνην με.. κίκλησκον IG3.1337
:—[voice] Pass., νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται there is an island called Συρίη, Od.15.403; ; , 652.—Also in late [dialect] Ion. Prose, Aret.SA2.6, SD1.6 ([voice] Pass.), al.; cf. κληΐσκω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κικλήσκω
См. также в других словарях:
κληίσκω — κληΐσκω (Α) καλώ, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κληΐζω, σχηματισμένος με θαμιστικό επίθημα ίσκω] … Dictionary of Greek