-
21 ἄγω
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v. l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)1a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) O. 1.46μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ O. 3.29
ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.49
δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
“ τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) P. 4.56 “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.28 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4.ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.103
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
( Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.b drive τὸν ( θησαυρὸν ὕμνων)οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.13
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) P. 5.36c bestowαἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον O. 2.51
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.87
κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι)ἡμιθέων πλόος γαγεν P. 4.211
d med. take away “ ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.2302a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ( ποίνιμος coni. Spiegel.)ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα N. 11.42
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί ( πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold P. 6.20 (β) employνόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) I. 7.22 (γ) wage, carry on “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” P. 9.31c in tmesisἐπάγω O. 2.37
ἀνάγω I. 6.62
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. -
22 αὖ
αὖ1 again, with δέ; emphasizing a distinction as regards what precedes.a μέν precedes.τόκα μὲν, εὖτ' ἂν δὲ, τότ αὖ O. 6.70
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ N. 11.30
ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8.b as opposed to some previous time.ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ I. 4.18
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ. νῦν δ' αὖ Pae. 2.80
c in general.πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω O. 12.6
“μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ θρασυμήδει Σαλμωνεῖ· τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς ἄμμες αὖ κείνων φυτευθέντες” P. 4.144 -
23 ἕτερος
a another, any otherἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; P. 11.24ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
pro subs., another, others,ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ P. 2.52
εἰ δέ τις ἤδη λέγει ἕτερόν τιν' ἂν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον P. 2.60
ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. ἕτεροι μὲν χρυσὸν εὔχονται) N. 8.37b the other, remainder ofἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς P. 2.80
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.96
c as euphemism, bad δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις (ὁ κακοποιός Σ.) P. 3.34 ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις (σκληραῖς Σ.) N. 8.3d repeated in same clause, one — another καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (byz.: ἑτέροισιν codd.) P. 10.60τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
cf. N. 8.3 [ v. dub. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν ἕτερον κάρα (nullo sensu: secl. Schr.: τέρεν coni. Galavotti) *fr. 107a. 6.*] -
24 τρέφω
A : [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 ἔθρεψα, [dialect] Ep.θρέψα Il.2.548
: [tense] aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): [tense] pf. τέτροφα intr., Od.23.237, ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC 186 (lyr.); alsoτέτρᾰφα Plb.12.25h
.5:—[voice] Med., [tense] fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: [tense] aor.ἐθρεψάμην Pi.O.6.46
, A.Ch. 928, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): [tense] aor. 1 ἐθρέφθην, [dialect] Ep. , rare in Trag. and [dialect] Att., E.Hec. 351, 600, Pl.Plt. 310a;ἐθράφθη IG12(9).286
(Eretria, vi B. C.): [tense] aor. 2 ἐτράφην [pron. full] [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th. 754 (lyr.), Ar.Av. 335 (lyr.), etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: [tense] pf.τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5
, E.Heracl. 578, etc.; [ per.] 2pl. (but συντέτραφθε [s. v. l.] in X.Cyr.6.4.14); inf. , X.HG2.3.24 (in both with v. l. τετρ-).I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε ([tense] impf.)πίονατυρόν Theoc.25.106
:—[voice] Pass., with [tense] pf.[voice] Act. τέτροφα, curdle, congeal,γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32
;περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237
.II usu., cause to grow or increase, bring up, rear, esp. of children bred and brought up in a house,ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283
;ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131
, cf. 12.134;εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191
, cf. Od.19.354;ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch. 908
, cf. Supp. 894;μέχρι ἥβης τ. Th.2.46
;γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt. 274a
;τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R. 565c
: c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; alsoτῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691
:—[voice] Med., rear for oneself,θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368
;αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46
; ; ;τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp. 212a
; :—[voice] Pass., to be reared, grow up, ;τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365
;ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251
, etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib. 266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i. e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av. 322; but even of pre-natal growth, , cf. Th. 754 (lyr.):—generally, in Trag., ; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib. 557;κρατίστου πατρὸς.. τραφείς Id.Ph.3
: παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th. 792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i. e. art blind, S.OT 374.2 of slaves, cattle, dogs and the like , rear and keep them,κύνας Il.22.69
, Od.14.22, etc.;ἵππους Il.2.766
; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag. 717 (lyr.); (lyr.); (cj. for στρέφουσι); ἰκτῖνα Ar. Fr. 628
;ὄρτυγας Eup.214
; ; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας ) the keepers, Arist.HA 571b33;τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187
; alsoτ. γυναῖκα E.IA 749
; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep.., Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V. 110:—[voice] Pass., to be bred, reared,δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123
; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men. 85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i. e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1) B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53;θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57
, cf. Od.14.175.4 of parts of the body, let grow, cherish, foster,χαίτην.. Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142
;τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba. 494
;ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V. 476
(lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82; : also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410;τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22
.5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with,οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130
;ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52
;φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741
;ὅσ' ἤπειρος.. τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th. 582
;πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch. 585
(lyr.), cf. 128, E.Hec. 1181;θάλασσα.. τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
; ὃν πόντος τ., i. e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose,ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA 746b8
.6 in Poets also, simply, have within oneself, contain, (lyr.), cf. Tr. 817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant. 1089;ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj. 1124
;τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356
(so in Pl.,τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R. 606b
);τ. νόσον S. Ph. 795
;ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28
; (lyr.); οἵας λατρείας.. τρέφει what services.. she has as her lot, ib. 503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω.. ἥξειν I cherish hopes that.., Id.Ant. 897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει.. βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr. 117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.);πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp. 367
(lyr.).III maintain, support,τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch. 921
, cf. Pi.O.9.106; ;τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13
;τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67
; ;τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25
; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος (ii A. D.); alsoτ. ἀπό τινος Pl.Prt. 313c
, X.HG2.1.1; (lyr.), cf. Pl.R. 372b.2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 ([voice] Pass.);τ. τὰς ναῦς Th. 8.44
, X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9;ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11
, etc.3 of land, feed, maintain one,τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς].. με Philem.98.2
, cf. Men.63, 466, al.4 of women, feed or suckle an infant, ; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα, = ἡ τροφός, Gal.6.44.5 of food, nourish,τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126
, cf. 117;ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49
;πυρῶν.. ὅσοι κοῦφοι.. ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6
;τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματ ώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118
, cf. 106.IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.;τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R. 534d
;θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18
; ; ἡ θρέψασα (sc. γῆ ) the motherland, Lycurg. 47:—[voice] Med., ; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—[voice] Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R. 401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16;ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44
;ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c
;ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54
;ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht. 175d
, Mx. 239a;ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol. 1327a14
;ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt. 341c
;πάσαις Μούσαισι BCH50.444
(Thespiae, iv A. D.).V the [voice] Pass. sts. came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av. 335 (lyr.), cf. Th. 141, S.OC 805.B Hom. uses an intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.),ὃς.. ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279
; ; τραφέμεν ([dialect] Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i. e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the [tense] aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is [dialect] Dor. [tense] impf.:— ἐτράφην is perh. post-Homeric; [ per.] 3sg. τράφη is v. l. in Il.2.661, [ per.] 1pl. ἐτράφημεν and [ per.] 1sg. ἐτράφην ([etym.] περ) vv. ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; [ per.] 3pl.ἔτραφεν 23.348
(v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον) ; τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v. l. τράφον ) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. [ per.] 3sg.τέτραφ' Il.21.279
, [ per.] 3pl.τέτραφεν 23.348
, are ff. ll., though found in many codd. Later this [tense] aor. became obsolete, except in [dialect] Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774. -
25 ἐλαύνω
ἐλαύνω, Il.12.62, etc.: [dialect] Ion. [tense] impf. ἐλαύνεσκον ([etym.] ἀπ-) Hdt.7.119: [tense] fut. ἐλάσω [ᾰ], part.Aἐλάσοντας X.An.7.7.55
codd., cf.D.H.2.36, ([etym.] ἐξ-) Hp.Loc.Hom.46, Nat.Mul.32 ( ἐλάσσω ([etym.] παρ- ) is f.l. in Il.23.427, and ξυνελάσσομεν is subj. in Od.18.39);ἐλάω A.R.3.411
; [dialect] Att. ἐλῶ, ᾷς, ᾷ, inf. ἐλᾶν, also Hdt.1.207, etc., and so Hom. in the resolved formἐλόω Il.13.315
, Od.7.319: inf. ἐλάαν (though this is also inf. [tense] pres., v. infr.) Il.17.496, Od.5.290: [tense] aor. 1 ἤλᾰσα, [dialect] Ep.ἔλᾰσα Il.5.80
,ἔλασσα 18.564
, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἐλάσασκεν 2.199
: [tense] pf. ἐλήλᾰκα ([etym.] ἀπ-, ἐξ-) X.Cyr.4.2.10, Ar.Nu. 828: [tense] plpf. ἐληλάκειν ([etym.] ἐξ-) Hdt.5.90:— [voice] Med. (v. infr. 1.2), [tense] fut. ἐλάσομαι ([etym.] παρ-) dub. l. in Arr.An.3.30.3: [tense] aor.ἠλασάμην Il.11.682
, rare in [dialect] Att., as Pl.Grg. 484b; [ per.] 3sg.ἤλσατο Ibyc.55
; [dialect] Ep. ἐλάσαιο, -ασαίατο, -ασσάμενος, Od.20.51, Il.10.537, Od.4.637:—[voice] Pass., [tense] fut. ἐλασθήσομαι ([etym.] ἐξ-) D.H.4.9: [tense] aor. ἠλάθην [ᾰ] E.Heracl. 430, Ar.Ec.4; laterἠλάσθην AP7.278
(Arch.), Sammelb. 997 (iv A.D.), ([etym.] ἐξ-, συν-) Plb.8.24.9, 18.22.6, etc. (in Hdt. the Mss. vary between the two forms,ἐξελαθείς 7.165
,ἀπηλάσθησαν 3.54
): [tense] pf.ἐλήλαμαι Od.7.113
, Hdt.7.84 ([etym.] ἐξ-), etc.;ἐλήλασμαι Hp.Mul. 2.133
, Aen.Tact.31.4 (prob.), ([etym.] ἐξ-) Plb.6.22.4, ([etym.] συν-) A.D.Conj.233.30: [tense] plpf.ἠλήλατο Il.5.400
; poet. alsoἐλήλατο 4.135
; [ per.] 3pl. , also ἐληλέδατ', ἐληλέατ', ἐληλάδατ' vv.ll. in Od.7.86.— The [tense] pres. [full] ἐλάω is rare and mainly Poet., imper.ἔλα Pi.I.5(4).38
, A.Fr. 332, E.HF 819, Fr.779.1 (also non-thematic [ per.] 3pl. ([place name] Cos)): inf.ἐλᾶν Canthar.4
, X.HG2.4.32: inf. ἐλάαν as [dialect] Ep.inf.[tense] pres. is freq. in Hom. (v. infr.1.2): part.ἐλάουσα Emp.4.5
: [tense] impf. [ per.] 3pl.ἔλων Od.4.2
, [ per.] 3sg.ἔλαεν A.R.3.872
;ἀπ-έλα X.Cyr.8.3.32
; but ἀπ-ήλαον in Ar.Lys. 1001 is prob. an error for - ήλα'αν, [dialect] Dor. for - ήλασαν:—radic. sense, drive, set in motion, of driving flocks,εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε μῆλα Od.9.237
;κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν Il.4.299
; [tense] aor. [voice] Med. ἠλασάμην in act. sense, 10.537, 11.682: freq. of horses, chariots, ships, drive, ἐλάαν (inf. [tense] pres.)ἅρμα καὶ ἵππους 23.334
;ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ ζεῦγος Hdt. 1.59
; ἐ. ἵππον ride it, Id.4.64, al.; κέλητας καὶ ἅρματα ἐ. ride and drive, Id.7.86; ἐ. νῆα row it, Od.12.109, etc.; στρατὸν ἐ. Pi.O.10(11).66, Hdt. 1.176, 4.91, etc.b with acc. omitted, intr., go in a chariot, drive, μάστιξεν δ' ἐλάαν (sc. ἵππους ) he whipped them on, Il.5.366, al., cf. S.El. 734, 739; βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα he drove on over the waves, Il. 13.27; διὰ νύκτα ἐλάαν travel the night through, Od.15.50; ἐς τὸ ἄστυ ἐ. drive into the city, Hdt.1.60; ἐπὶ ζευγέων ἐ. ib. 199; ride, Id.7.88, X.Eq.Mag.3.9, etc.; ἐλῶν ἐς Θρηΐκην marching.., Hdt.9.89, etc.; row,μάλα σφοδρῶς ἐλάαν Od.12.124
; ἐλαύνοντες rowers, 13.22, etc.c in this intr. sense, it sts. took an acc. loci, γαλήνην ἐλαύνειν to sail the calm sea, i.e. over it, 7.319; so τὰ ἕσπερα νῶτ' ἐ. E.El. 731 (lyr.); also ἐλαύνειν δρόμον run a course, Ar.Nu.28;ὁδόν D.P. 586
.d [voice] Pass., [ νηῦς] ἐλαυνομένη a ship under way, Od.13.155 (butπλοῖα ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα Ep.Jac.3.4
); τὰ κατάντη ἐλαύνεσθαι, of horses, to be ridden on steep ground, X.Eq.Mag.8.3.2 drive away, carry off, in Hom. of stolen cattle or horses,βοῶν ἀρίστας Od.12.353
;ἵππους Il.5.236
;ἐ. ὅ τι δύναιντο X.HG4.8.18
:—[voice] Med., Od.4.637, 20.51;ῥύσι' ἐλαυνόμενος Il.11.674
, etc.3 drive away, expel,ἐ. [τινὰ] ἐκ δήμου 6.158
;ἄνδρας ἀπ' Οἰνώνας Pi.N.5.16
: freq. in Trag.,ἐ. τινὰ γῆς E.Med.70
; μύσος, μίασμα ἐ., A.Ch. 967 codd., Eu. 283 ([voice] Pass.), cf. S.OT98; ἄγος ἐ.,= ἀγηλατέω, Th.1.126;ἐ. λῃστάς Ar.Ach. 1188
, etc.:—[voice] Pass.,γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι A.Pr. 682
.4 drive (to extremities), persecute, plague, οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι.. πολέμοιο who will harass him till he has had enough of war, Il.13.315; ἔτι μέν μίν φημι ἄδην λάαν κακότητος I think I shall persecute him till he has had enough, Od.5.290;θεὸς ἐλαύνει πόλιν S.OT28
;Ἰωνίαν ἤλασεν βίᾳ A.Pers. 771
; ;σὺ δ' ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Id.21.135
, cf. 173:—[voice] Pass.,ἐλαυνομένων καὶ ὑβριζομένων Id.18.48
;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ S.Aj. 275
;κακοῖς πρός τινος E.Andr.31
;ὑπ' ἀνάγκης καὶ οἴστρου Pl.Phdr. 240d
;τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael.NA14.18
; ἐλαύνεσθαι τὴν γνώμην to be out of one's mind, Philostr.VS2.27.5.5 = βινέω, Ar.Ec.39, Pl. Com.3.4.6 intr. in expressions like ἐς τοσοῦτον ἤλασαν they drove it so far (where πρᾶγμα must be supplied), Hdt.5.50;ἐς πᾶσαν κακότητα Id.2.124
; εἰς κόρον ἐλαύνειν push matters till disgust ensued, Tyrt.11.10; εἰς ἴσον (sc. τισί) Onos.Praef.4: hence, push on, go on,ἐγγὺς μανιῶν E.Heracl. 904
(lyr.); ἔξω τοῦ φρονεῖν Id.*ba. 853; πόρρω ἐ. σοφίας go far in.., Pl.Euthphr.4b, cf. Grg. 486a, X.Cyr.1.6.39.2 strike with a weapon, but never with a missile,τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν Il.2.199
;ξίφει ἤλασε κόρσην 5.584
;κόρυθος φάλον ἤλασεν 13.614
; ὀδόντας ἐ. knock out, A.R.2.785: c. dupl. acc., τὸν μὲν.. μεταδρομάδην ἔλασ' ὦμον him he struck on.., Il. 5.80; χθόνα δ' ἤλασε παντὶ μετώπῳ struck earth with his forehead, of a falling man, Od.22.94: c. acc. cogn., inflict a wound,οὐλὴν τήν ποτέ με σῦς ἤλασε 21.219
:—[voice] Pass., c. acc.νῶτον ὄπισθ' αἰχμῇ δουρὸς ἐληλαμένος Tyrt.11.20
;ἐλαύνεται εἰς τὸν μηρόν Luc.Tox.61
.3 strike one thing against another,πρὸς γῆν ἐ. κάρη Od.17.237
; of weapons, drive through,διαπρὸ χαλκὸν ἔλασσε 22.295
; [δόρυ] διὰ στήθεσφιν ἔλασσε Il.5.57
, cf. 20.269;ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν Pi.N.10.70
:—[voice] Pass., go through, Il.4.135, 13.595; to be fixed in, ;διὰ [σφονδύλου] διαμπερὲς ἐληλάσθαι Pl.R. 616e
.III metaph.,1 beat out metal, forge,ἀσπίδα.. ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν Il.12.296
; πέντε πτύχας ἤλασε beat out five plates, 20.270; περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε κασσιτέρου make a fence of beaten tin (with a play on signf. 2), 18.564; εὐνὴ Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῦ a bed of beaten gold, Mimn.12.6; σίδηρος λεπτῶς ἐληλ. Plu.Cam.41.2 draw a line of wall, trench, etc.,ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν Il.7.450
;ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει Od.6.9
;σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε 14.11
;τοῖχοι ἐληλέατ' 7.86
; τεῖχος τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται the wall has its angles carried down to the river, Hdt.1.180, cf. 185, 191; ἐληλαμέναι πέρι πύργον having a wall built round, A.Pers. 872 (lyr.); ὄγμον ἐλαύνειν work one's way down a ridge or swathe in reaping or mowing, Il.11.68;ἐ. αὔλακα Hes. Op. 443
; ἀμπελίδος ὄρχον ἐ. to draw a line of vines, i.e. plant them in line, Ar.Ach. 995: generally, plant, produce,ἐλᾷ τέσσαρας ἀρετὰς αἰών Pi.N.3.74
.3 κολῳὸν ἐλαύνειν prolong, keep up the brawl, Il. 1.575.4ἐξ ὄσσων ἐς γαῖαν ἐ. δάκρυ E.Supp.96
. -
26 ἀγαθός
1 of persons, noble, gooda adj., distinguishedπατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
esp. in physical prowess,ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι P. 8.100
οὐθαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26
b m. subs., the noble, esp. of those distinguished by social position and athletic prowess.ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83
οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63
τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26
τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
2 of things, honourable, of honourὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί O. 7.10
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.83
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) N. 11.17ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” O. 6.100 “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” O. 6.174 n. subs., good, good fortuneἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ O. 2.33
esp. in pl.,πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.13
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30
5 dub. ex. [ ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.] -
27 βάλλω
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ) βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” P. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον ( ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39
d med.,I cast (anchor), met.ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.ἐμβάλλω O. 7.44
τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.ἐπιβάλλω P. 11.14
]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7. -
28 βροτός
1 mortal subs.,βροτῶν φάτις O. 1.28
τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.30
πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39
διάπειρά τοι βροτῶν ἔλεγχος O. 4.18
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6
Ἰξίονα φαντὶ ταῦτα βροτοῖς λέγειν P. 2.21
καὶ ὑψιφρόνων τιν' ἔκαμψε βροτῶν P. 2.51
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (Heindorf: βροτῶν codd.) P. 2.75κλέπτει τέμινοὐθεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν i. e. Peleus and Kadmos P. 3.88ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92
δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν N. 7.96
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29
ἀμνάμονες δὲ βροτοί (sc. εἰσί) I. 7.17ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανον εὑρέμεν Pae. 6.53
καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (sc. Κάδμον) Πα... λέγοντι δὲ βροτοὶ[ Δ. 1. 1. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 10. τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1.. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. adj., ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει (Er. Schmid: βρότεον codd.) P. 10.28 -
29 λείπω
λείπω (λείποι; λείποντ(α): impf. λεῖπε: aor. (ἔ)λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: pass. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.)a leave, abandonτὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.45
ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) O. 6.100κράναν Ὑπερῇδα λιπών P. 4.125
πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15
οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29
pass.,μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186
c. gen., “χρήματα χρήματ' ἀνήρ, ὃς φᾶ κτεάνων θ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων” bereft of I. 2.11 generally, εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. θεός σε) O. 1.108Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον ( κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) I. 8.56 Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. & pr. adj./adv.,καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν P. 1.10
καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.59
b leave behind, leave alive “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. Zeus and Poseidon Pae. 4.45 pass.,λείφθη δὲ Θέρσανδρος O. 2.43
ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.c fragg. ] λιπεῖν ὁτ[ (Π̆{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21.. λειπ[ Πα. 13a. 6.d in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. ἀπολείπω) P. 3.101 -
30 ὅστε
a rel., who, whichΜοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.35
Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες ( ταίτε coni. Bergk) O. 14.2θυγατέρι. ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
( Πηλεὺς καὶ Κάδμος)λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον P. 3.89
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” P. 4.30 [ οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) P. 7.10]χάριν. ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον P. 11.59
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα P. 12.2
ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.9
ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
ἔργα. Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει N. 6.31
ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) N. 8.2ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος N. 9.9
χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε N. 10.47
παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον I. 2.23
φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.25
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει I. 4.47
“Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ Pae. 6.63
[οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent,σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
b n. pl. ἅτε,I just as, like c. subs., part., gen. abs.ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ O. 1.2
τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος N. 7.105
εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.II inasmuch as c. part.ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι P. 2.84
-
31 ὅς τε
a rel., who, whichΜοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.35
Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες ( ταίτε coni. Bergk) O. 14.2θυγατέρι. ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
( Πηλεὺς καὶ Κάδμος)λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον P. 3.89
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” P. 4.30 [ οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) P. 7.10]χάριν. ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον P. 11.59
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα P. 12.2
ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.9
ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
ἔργα. Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει N. 6.31
ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) N. 8.2ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος N. 9.9
χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε N. 10.47
παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον I. 2.23
φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.25
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει I. 4.47
“Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ Pae. 6.63
[οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent,σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
b n. pl. ἅτε,I just as, like c. subs., part., gen. abs.ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ O. 1.2
τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος N. 7.105
εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12
ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.II inasmuch as c. part.ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι P. 2.84
-
32 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
33 θέμις
θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)1a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. O. 8.22 infra,καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) I. 9.5 ] θεμις[ ?fr. 333a. 3.b pl. divine ordinancesἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
esp. oracles, “ τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν” P. 4.54Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.41
v. θεμιστός.2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother ofΕὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.22
αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ( θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) P. 11.9εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) Pae. 8.16 -
34 ὅδε
ὅδε, ἥδε, τόδε, demonstr. Pron.,A this, formed by adding the enclit. - δε to the old demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, and declined like it through all cases: [dialect] Ep. dat. pl. τοῖσδεσσι, τοῖσδεσσιν, as well as τοῖσδε, Il.10.462, Od.2.47, al. ; andτοῖσδεσι 10.268
, 21.93 ;τοῖσδεσιν Democr. 175
;τοισίδε Hdt.1.32
, al.: [dialect] Aeol. gen. pl.τῶνδεων Alc.126
: Arg. gen. pl. τωνδεωνήν ( = τῶνδεων ἤν) Mnemos.57.208(vi B. C.): nom. pl. neut. ταδήν ibid., IG4.506.1 ; ταδή Sch.Ar.Ach. 744:—ὅδε, like οὗτος, is opp. ἐκεῖνος, to designate what is nearer as opp. to what is more remote ; but ὅδε refers more distinctly to what is present, to what can be seen or pointed out, though this distinction is sts. not observed, e.g.ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, ἐν δὲ τοῖσδ' ἐγώ S.Ph. 1243
(v.l. τοῖς), cf. Ant. 449, and on the other hand, ἦ τόνδε φράζεις;—τοῦτον, ὅνπερ εἰσορᾷς Id.OT 1120
: the forms ὁδί, ἡδί, etc. [pron. full] [ῑ], are freq. in Com. and Oratt., but are not used in Trag.: the [pron. full] ῑ may be separated from the ὅδε by the adversative δέ, asτὸν μὲν.., τηνδεδί Ar.Av.18
, cf. Ec. 989.I of Place, to point out what is present or before one, Ἕκτορος ἥδε γυνή this is, or here is, the wife of Hector, Il.6.460 : very freq. in Trag.,ἀκτὴ μὲν ἥδε Λήμνου S.Ph.
I, cf.E.Tr.4, Ion5,Hel.I,HF 4,Ba.1 ; in Com., ἐγὼ σιωπῶ τῷδε; Ar.Ra. 1134, etc.; and in Prose,ὧν Θεόδωρος εἷς ὅδε Pl.Tht. 164e
; of what belongs to this world, Id.Phdr. 250a, Smp. 211c.2 with Verbs of action, = here, ἀνδρί, ὅστις ὅδε κρατέει who holds sway here, Il.5.175 ; ἔγχος μὲν τόδε κεῖται ἐπὶ χθονός here it lies, 20.345, cf. 21.533, Od.1.185, etc. ; ἥδ' ἡ κορώνη.. λέγει the crow here.., v.l. in Ar.Av.23 : freq. in Trag., esp. to indicate the entrance of a person on the stage, καὶ μὴν Ἐτεοκλῆς.. ὅδε χωρεῖ here comes.., E.Ph. 443, cf.S.OT 297, 531, 632, OC32, 549; f.l. in E.Heracl.80.3 with a pers. Pron., ὅδ' ἐγὼ.. ἤλυθον here am I come, Od.16.205 ; ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα let us here.., 1.76 ; δῶρα δ' ἐγὼν ὅδε.. παρασχέμεν here am I [ ready] to provide.., Il.19.140 : with a pr. n.,ὅδ' εἰμ' Ὀρέστης E.Or. 380
: withαὐτός, ὅδ' αὐτὸς ἐγώ Od.21.207
, 24.321.4 also with τίς and other interrog. words, τίς δ' ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται; who is this following her? 6.276, cf. 1.225 ; τί κακὸν τόδε πάσχετε; what is this evil ye are suffering? 20.351 ; πρὸς ποῖον ἂν τόνδ'.. ἔπλει; S.Ph. 572, cf. 1204.5 in Trag. dialogue, ὅδε and ὅδ' ἀνήρ, = ἐγώ, Id.OT 534, 815, etc.; γυναικὸς τῆσδε, for ἐμοῦ, A.Ag. 1438 ;τῆσδέ γε ζώσης ἔτι S.Tr. 305
; so ξὺν τῇδε χερί with this hand of mine, Id.Ant.43, cf. OT 811.6 in Arist., τοδί designates a particular thing, 'such and such', ; , cf. b9 ;Καλλίᾳ κάμνοντι τηνδὶ τὴν νόσον τοδὶ συνήνεγκε Metaph. 981a8
; ; ἥδε ἡ ἰατρική, opp. αὐτὴ ἡ ἰ., Metaph. 997b30 ; τόδε τι a this, i.e. a fully specified particular, Cat. 3b10, al., cf. Gal.6.113,171 ;τόδε τι καὶ οὐσία Arist.Metaph. 1060b1
; πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν Ep. Jac.4.13.II of Time, to indicate the immediate present, , etc.: more strongly,κατ' ἦμαρ.. τὸ νῦν τόδε Id.Aj. 753
;τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος Od.14.161
; but νυκτὸς τῆσδε in the night just past, S.Aj.21 ;νυκτὶ τῇδε Id.El. 644
; so τῆσδε τῆς ὁδοῦ on this present journey, Id.OT 1478, cf. Ant. 878 (cj.) ; also ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον now for these ten years, Id.Ph. 312 ; τῶνδε τῶν ἀσκητῶν athletes of the present day, Pl.R. 403e.2 ἐς τόδε elliptic c. gen.,ἐς τόδ' ἡμέρας E.Ph. 425
;ἐς τόδε ἡλικίης Hdt.7.38
; πῶς ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125.III in sentences beginning this is.., the Engl. this is freq. represented by nom. pl. neut. τάδε ; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν this is not an ἔρανος, Od.1.226 ; ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; is not this insolence? S.OC 883 ; of persons, Ἀπόλλων τάδ' ἦν this was A., S. OT 1329 (lyr.) ;οὐ γὰρ ἔσθ' Ἕκτωρ τάδε E.Andr. 168
;οὐκέτι Τροία τάδε Id.Tr. 100
(anap.) ;οὐ τάδε Βρόμιος Id.Cyc.63
(lyr.) ;οὐκ Ἴωνες τάδε εἰσίν Th.6.77
; τάδ' οὐχὶ Πελοπόννησος, ἀλλ' Ἰωνία Inscr. ap.Str.9.1.6.2 to indicate something immediately to come, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ (which then follows) Il.1.41, 504, cf. 455, al. ;Ἀθηναίων οἵδε ἀπέθανον IG12.943.2
: hence, in historical writers, opp. what goes before (cf. οὗτος c. 1.2),ταῦτα μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι.., τάδε δὲ ἐγὼ γράφω Hdt.6.53
;ταῦτα μὲν δὴ σὺ λέγεις· παρ' ἡμῶν δὲ ἀπάγγελλε τάδε X.An.2.1.20
, etc. ; v. οὗτος B.1.2 ; opp. ἐκεῖνος, S.El. 784 : rarely applied to different persons in the same sentence, νῦν ὅδε [La<*>us] πρὸς τῆς τύχης ὄλωλεν, οὐδὲ τοῦδ' ὕπο [ by Oedipus] Id.OT 948.3 as 'antecedent' to a defining Relat.,ὃν πόλις στήσειε, τοῦδε χρὴ κλύειν Id.Ant. 666
, cf. Tr.23, Ph.87, etc.: in Hom., in such cases, the δέ is separate, asὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ.., ὁ δ' οἴσεται ἡμιπέλεκκα Il.23.858
, cf. Od.11.148, 149, al. (but ὅδε sts. has its deictic force and the relat. clause merely explains, asνήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει S.Ph. 613
, cf. Il.2.346, X.An.7.3.47, etc.).IV Adverbial usage of some cases:1 τῇδε,a of Place, here, on the spot, Il.12.345, Od. 6.173, etc. ; soτῶν τε ὑπὸ γῆς θεῶν καὶ τῶν τ. Pl.Lg. 958d
.2 acc. neut. τόδε with ἱκάνω, etc., hither, to this spot, Il.14.298, Od.1.409, al. ; alsoδεῦρο τόδε Il.14.309
, Od.17.444, 524.3 dat. pl. neut., τοισίδε in or with these words,τοισίδε ἀμείβεται Hdt.1.120
; τοισίδε προέχει in these respects, ib.32. -
35 ποτέ
1 oncea in princ. cl., (often in conjunction with καί, otherwise within subs. phrase: exception fr. 93.)τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων στρατὸν καὶ Χίμαιραν ἔπεφνεν O. 13.87
ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.79
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.45
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38
χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς N. 6.36
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα N. 9.13
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγονστρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
Διομήδεα δ' ἄμβροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
καί ποτ' Ἀνταίου δόμους προσπαλαίσων ἧλθ ἀνὴρ (v. l. καίτοι πότ, i. e. ποτί) I. 4.52ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65
καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσωποῦ π[οτ ἀ]πὸ προθύρων βαρύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
κεράιζε Τυφῶνα Ζεὺς πατὴρ ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93.b within rel. cl.ἐλαίας, τάν ποτε ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.13
( ἔλαφον)ἅν ποτε Ταυγέτα ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29
( αἶνος)ὃν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ, ἐπεὶ O. 6.13
ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33
ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.9
( ὥρα)ἅ ποτε θάνατον ἆλκε O. 10.104
ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16
οἶος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
( Πυθῶνι)ἔνθα ποτὲ χρῆσεν P. 4.4
( ἔπος)Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10
“( ὄρνις) τόν ποτε δέξατ” P. 4.20 “( υἱὸς) τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτε” P. 4.46 τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” P. 4.53 “ ἀρχαίαν κομίζων τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν” P. 4.107 “θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνε” P. 4.152 “ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161τά ποτ' ἐν οὔρεσι P. 6.21
λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Οἰκλέος παῖς αἰνίξατο P. 8.39
Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ποτε Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15
παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6
σὺν ᾧ ποτεΤροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25
τὸν κροπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Hermann: ὁ σὸς ἀείσεται, παῖ codd.: ἀείσεται, παῖ, ὁ σός Mommsen) N. 4.90τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9
( θεός)ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
( φιάλαισι)ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.48ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.54
“χθόνα τοί ποτε πέμψαν Pae. 4.42
]ποτ' εἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ ἀνέῤ” (ἅν ]ποτ supp. G-H.) Πα. 8A. 18.οἶά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
τόν ποτε[ Πα. 22. b. 9. ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Δ. 2. 2. τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ ὁ Λέσβιος εὗρεν fr. 125. 1. Ὀρχομενῶ ἔνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.c in quasi rel. cl., c. part., simm.τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30
τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον (Boeckh: ἅν ποτε codd.) P. 4.258κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.26
d in subord. cl.ὅτε τε μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.33
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.112
e modifying adv.ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.31
2 evera c. neg.I in princ. cl.ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
II c. inf.οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.77
μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον P. 6.26
b in subord. indef. cl.I conditionalδιδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον P. 4.266
“εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42II rel.οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις μορφάν O. 6.76
3 referring to fut., some day “φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” P. 4.14ἀλλ' εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν P. 4.293
4 fragg.καί ποτε[ Pae. 6.73
ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων fr. 72. -
36 ἵσταμι
ἵστᾱμι (act. and trans. ἵσταντι, ἱστᾶσιν?: aor. 1. ἔστᾶσας, ἔστᾶσεν, στᾶσε, ἔστᾶσαν: aor. 2 intrans. ἔστᾶν, ἔστᾶ, στᾰν; στάντα, στάντες; στᾶμεν, στῆναι?: pf. ἕστᾰσαν; ἑστᾰότ: med. trans. ἱστᾰμεναι: med. and pass. intrans. ἵστᾰμαι, ἵστᾰται: fut. στσομαι: pass. aor. ἐστᾰθη, στᾰθεν; στᾰθείς.)1 trans., make to standa establish (a festival, simm.)Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3
καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.58
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων I. 7.13
οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. ἱστᾶσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἢ στάσιν v. l., edd. vulg.) fr. 210. pass.,λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.78
b stand, arrangeἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118
med., ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι arranging themselves in a chorus Pae. 2.99c make to stand τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς set on their feet, restored P. 3.53 met., ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν lifted up their hearts P. 3.96 ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν took fresh life P. 4.1992 intrans.,a halt, come to a haltστάσομαι· οὔτοι ἅπασα κερδίωνφαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (ἐπιλαμβάνεται ἑαυτοῦ ὁ Πίνδαρος. μεταφέρων ἀπὸ τῶν πεντάθλων φησίν. Σ.) N. 8.19 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα sc. Ἀπόλλων fr. 51a. 3. στῆναι μὲν οὐ θέμις (sc. δελφῖνι: στᾶμεν? Pindarice) ?fr. 358.b standδένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32
ἀμφὶΠύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71
σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.2
τάχα δ' εὐθὺς ἰὼν σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84
ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος N. 1.19
ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.55
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.2
θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.11
τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν N. 10.66
τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς I. 7.7
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
3 fragg. ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. Bury: γίνεται, ἔσσεται G-H.) Πα. 2. 3. ἱστάμεναι τελ[ Πα. 13a. 14 ]σαισταθεισαι[ Πα. 13c. 2. ]σταθεις ε[ Δ. 4a. 6.4 in tmesis. ὑπὸ κίονες ἕστασαν v.ὑφίσταμι Pae. 8.69
-
37 οὐδέ
1 following affirmative sent., cl.a and... notὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46
ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
b adversative, but — notοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
2 following a neg. sent., phrase, noraκέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64
οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69
οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6
—7.οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
bοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
cτε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
dοὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.3 not... evenοὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
τὰν οὐδὲ Πορφυρίωνμάθεν P. 8.12
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56 -
38 οὔτε
a οὔτεοὔτε, neither... nor.Iἀκίνδυνοι δ ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν O. 6.19
τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.52
οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες O. 11.20
[ οὔτε γὰρ θεοὶ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας ( οὐδὲ γὰρ coni. Schneidewin) O. 14.8]γόνον οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν P. 4.105
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸςἄξοισι P. 6.10
ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς, οὔτε δείπνων τέρψιας P. 9.18
“ οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” P. 9.58ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.105
οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ ὦν μεταλλακτόν fr. 220. 1. preceded by a purely emphatic neg.,αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31
—2.II where the first οὔτε is suppressed.νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48
ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.* cf. O. 14.9, P. 3.30bοὐ οὔτε. πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
cοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.83
cf.τε οὐ οὐδέ P. 8.36
dοὐδέ οὔτε. οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.9eοὔτε τε οὐ ἀλλά. ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ ἐναμείβοντι N. 11.39
—42.f dub., frag. [ τὸν μὲν οὔτε θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον ( οὐδὲ coni. Boeckh) I. 8.56] οὔτε θαλασς[ fr. 33a. οὔθ' ἱπ[π fr. 215. b. 12. -
39 πρίν
a adv., before ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Hermann: πρὶν ἔδεκτο cod. πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ ἀοιδὰ Δ. 2. 1. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20. c. art.,ἦρ' ωλτ;γτ; φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b prep. c. gen., before “ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” P. 4.43c conj.I before c. inf.ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
τὸν μὲν πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.9
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinxerunt codd.: post ἆμαρ Bergk.: sc. γενέσθαι) P. 9.113 ( ἄκων)ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
ἧν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις, δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέλτ;γτ;ω νόημ Pae. 1.1
]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐς ευ[ Pae. 6.155
bc. ind., untilἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί, πρὶν Ὀλυμπιος ἁγεμὼν μίχθη O. 9.57
ἦ πόλλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
-
40 δατέομαι
A v.l. -έεσθαι) Hes. Op. 767: [tense] fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354
(tm.): [tense] aor.ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208
, Il.1.368, etc.; [dialect] Ion.δασάσκετο 9.333
(δια-, tm.): [tense] pf.δέδασμαι Diog.Apoll.3
, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): [tense] aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves,ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138
; ;ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511
, cf. Od.2.335, etc.;χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55
; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters,κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112
; ; ὑπέστην Ἕκτορα.. δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr. 450.2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121.3 cut in two,τὸν μὲν.. ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394
.II in act. sense, simply, divide, having divided into..,Hdt.
7.121; divide or give to others,τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ.. τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216
;τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279
;μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43
, Oec. 7.24;τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27
: [tense] pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF 1329.— [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct [dialect] Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δατέομαι
См. также в других словарях:
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
ACHILLES — I. ACHILLES Illyrii fil. Appianus. II. ACHILLES Pclei et Thetidis fil. quem adhuc infantem mater Stygiis undis immersit: quamobrem invelnerabilis totô corpore factus est, praeterquam in eâ pedis parte, quâ comprehensus ab ipsâ fuerat dum… … Hofmann J. Lexicon universale
καυλίας — καυλίας, ὁ (Α) [καυλός] (για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῡ καυλοῡ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek