Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄρτυγας

См. также в других словарях:

  • ὄρτυγας — ὄρτυξ quail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GALLUS Tanagroeus — vide Tanagra. Dicitur autem haec domestica volucris ita, παρὰ τὸ κάλλος, Isid. aliis a castratione, quod tales erant Galli, Cybeles Sacerdotes; vel, quod cristam habent in capite, galeae, similem: notae pugnacitatis avis domestica, e Perside… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οικογενής — ές (Α οἰκογενής, ές) νεοελλ. ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος») αρχ. 1. (για δούλους)… …   Dictionary of Greek

  • ψευτόρτυγας — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας τουρνικίδες, που μοιάζουν με τα γνήσια ορτύκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευτ(ο) * + όρτυγας (< όρτυξ, υγος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»