-
1 τετρήρης
A quadrireme, Arist.Fr. 600, Plb.1.47.5 (a model of one, Inscr.Délos 1432 Ab ii 55 (ii B.C.)); acc.τετρήρην IG22.1628.49
, al.; but - ήρη ib.1629.272, Inscr.Délos l.c., Plb.1.47.7; gen.- ήρου IG22.1629.705
; but - ήρους ib.628, al.; also [dialect] Dor.- ήρευς Supp.Epigr.4.178.10
(Cedreae, ii B.C.):—hence [suff] τετρ-ηρικὰ πλοῖα, = τετρήρεις, Plb.2.10.5; and [suff] τετρ-ηρῑτικός, IG22.1629.685.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρήρης
-
2 τετραοίδιος
τετρ-ᾰοίδιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραοίδιος
-
3 τετράρουρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράρουρος
-
4 τετράσσαρον
τετρ-άσσᾰρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράσσαρον
-
5 τετρήμερος
τετρ-ήμερος, ον,A of four days: μετὰ τὴν τ. (sc. ἡμέραν ) after the fourth day, Arist.Pol. 1286a13, cf. PHib.1.115.22 (iii B.C.); [full] τεθρήμερον for four days, AP15.40.5 ([place name] Cometas): cf. τετραήμερος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρήμερος
-
6 τετρόργυιος
τετρ-όργυιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρόργυιος
-
7 τετρόροφος
A v. τετρώροφος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρόροφος
-
8 τετρούγκιον
τετρ-ούγκιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρούγκιον
-
9 τετρώροφος
τετρ-ώροφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρώροφος
-
10 τετρώρυγος
τετρ-ώρῠγος, ον,A = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρώρυγος
-
11 τρίβω
Aτρίβεσκον A.R.2.480
: [tense] fut. , ([etym.] ἀπο-) Od.17.232: [tense] aor.ἔτριψα Pherecr.181
; inf.τρῖψαι Od.9.333
, etc.: [tense] pf.τέτρῐφα M.Ant.9.10
, ([etym.] συν-) Eub.62:—[voice] Med., [tense] fut. τρίψομαι ([etym.] προς-) Antipho 4.2.8: [tense] aor.ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25
, A.D. Synt.210.26:—[voice] Pass., [tense] fut.τριφθήσομαι App.BC4.65
, etc.;τρῐβήσομαι Plu. Dio25
, ([etym.] ἐκ-) S.OT 428, ([etym.] κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι ([etym.] ἐπι-) Ar. Pax 246; [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: [tense] aor.ἐτρίφθην Id.2.77
, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; ([etym.] δια-) D.19.164: more freq. [tense] aor. 2 ἐτρίβην [pron. full] [ῐ] Arist.Pr. 893b40; ([etym.] δι-) Th.1.125; ([etym.] ἐκ-) Hdt.7.120; ([etym.] ἐπ-) freq. in Ar., Th. 557, al.; ([etym.] κατ-) Pl.Lg. 678d; ([etym.] συν-) Ar. Pax 71, etc.: [tense] pf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.τετρίφᾰται Hdt.2.93
. [[pron. full] ῐ only in [tense] pf. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] fut. and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd. 60b;τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb. 46a
;τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr. 957a38
; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49;ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5
;τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108
(hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—[voice] Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε.. τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu. 195:—[voice] Pass., ; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77;ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA 661b22
.2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th. 486, Pl.Phd. 117b;ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd. 299b
;ποίαν IG 42(1).122.121
(Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl. 717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, grind,D.
18.258:—[voice] Pass.,θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86
;ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr. 929a17
, cf. b8;μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138
.II wear out clothes (cf. τρίβων (A)),τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a
;τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83
; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra. 123;τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260
S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.);πόδας τρίβειν Theoc.7.123
.2 of Time, wear away, spend,δυστυχῆ τ. βίον S.El. 602
;νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84
; (lyr.);ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl. 526
(anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag. 1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—[voice] Pass.,ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578
; ἀμφισβήτησις.. τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).III of persons, wear out,σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251
; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—[voice] Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—[voice] Pass., oppressed,Hdt.
2.124; l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ ( ἐπὶ codd.)τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41
.2 of money and property, waste, squander it, .3 use constantly,κατώμοσα.. μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av. 636
(lyr.);κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25
;ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23
;τετρ. σχηματισμός
in common use,A.D.
Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.4 [voice] Pass., to be much busied or engrossed with a thing,πολέμῳ Hdt.3.134
; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465;τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41
: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. τετριμμένος, practised, expert,ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281
S.;οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21
; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24;πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11
;ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585
, cf. 623. -
12 στρογγύλος
στρογγύλος, η, ον (Aristoph., Thu., X., Pla.+; ins, pap, LXX; Philo, Leg. All. 3, 57 [opp. τετράγωνος]) round of stones (X., De Re Equ. 4, 4; Cebes 18, 1 [opp. τετρ.]; JosAs 27:3) Hv 3, 2, 8; 3, 6, 5f; Hs 9, 6, 7f (opp. τετρ.); 9, 9, 1; 2 (opp. τετρ.); 9, 29, 4ab; 9, 30, 4.—B. 904. DELG. -
13 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.). -
14 τρυχόω
A wear out, emaciate,τὸ πᾶν σῶμα Gal.6.488
;τὴν Ἑλλάδα Hdn.3.2.8
; τρυχνοῦν (fort. τρυχοῦν), = καταπονεῖν, ἰσχναίνειν, Hp. ap. Gal.19.147:—[voice] Pass.,οἶκος τρυχοῦται Mimn.2.12
; mostly in [tense] pf. part. τετρυχωμένος, Th.4.60, Hp.Mul.1.61, Pl.Lg. 807b (v.l.), etc.;τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Th.7.28
;ὑπὸτῶν πολέμων Plb.1.11.2
;παλαιὸν καὶ τετρ. δίκτυον Alciphr.1.14
; also τρυχωθῆναι τὸ σῶμα, viz. by disease, Hp.Mul.1.5. -
15 τρύω
τρύω [ῡ], Keil-PremersteinA Erster Berichtp.9 ([place name] Troketta), cj. in Orph.Fr.270.5: [tense] fut. τρύσω [ῡ] A.Pr.27:—used mostly in [tense] pf. [voice] Pass. τέτρῡμαι (v. infr.), other tenses being borrowed from τείρω and perh. τρύχω, τρυχόω: but [tense] aor. [voice] Med.κατα-τρύσαιο Nic.Al. 593
: [tense] pres. [voice] Pass.τρύομαι Call.Fr.5.4P.
, IGRom.4.360.21 (Pergam., ii A. D.): cf. ἀποτρύω:—wear out, distress, l. c.:—[voice] Pass., to be worn out,τέτρυσαι Simon.144
;τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.1.22
, cf. 2.129;δάκρυσιν τετρύμεθα AP9.549
(Antiphil.): mostly in part. τετρυμένος (freq. with v.l. τετριμμένος), τετρ. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Hdt.6.12
;πόνοις τετρυμένα σώματα Pl.Lg. 761d
;γήρᾳ AP6.228
([place name] Adaeus); γήραϊ καὶ πενίῃ ib.7.336;τετρ... εὗδεν Ἔρως AP9.627
(Marian.);ἐκ πορείας Plu.Eum.15
; , cf. 1.71.3;ὑπὸ τῆς κακοπαθείας Id.10.13.11
; τετρυμένη κλίνη, = τρυφερῶς ἐστρωμένη, Sor. 1.68 (s. v.l.). (τρῡ-, found also in ἄ-τρῡ-τος, τρύ-χ-ω, τρῦχος, is the weak grade of τερῠ-, found in τερύσκεται, τέρυ (qq.v.); cf. also τείρω, ἀ-τερά-μων.) -
16 τετραίνω
A (lyr.), Hdt.2.11); [tense] fut. τετρᾰνῶ Kourouniotes (iv B.C.); [dialect] Ion. [tense] fut. τετρᾰνέω ([etym.] δια-) Hdt.3.12: [dialect] Ep. [tense] aor. τέτρηνα, the only tense used by Hom.; [dialect] Att. inf.τετ ρᾶναι IG12.372E8
, 22.1678 a A5; part. ἐν-τετράνας ib. 1665.18, 1672.176:—[voice] Med., [tense] aor.ἐτετρηνάμην Gal.UP15.6
, ([etym.] δι-) Ar. Th.18:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐτετράνθην Lyc.781
, AP (v. infr.). Other tenses are formed from stem τρη- (never τρᾱ-), [tense] fut.τρήσω Lyc.665
: [tense] aor.ἔτρησα Hp.Morb.2.28
, LXX 4 Ki.12.9, IG7.3073.71 (Lebad., ii B.C.), etc., ([etym.] συν-) Pl.Ti. 91a, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. ἐτρησάμην ([etym.] δι-) Gal.4.708:— [voice] Pass., [tense] aor.ἐτρήθην Gp.5.33.7
, ([etym.] ἀν-) Trypho ap.Ath.4.182e: [tense] pf. τέτρημαι (v. infr.): [tense] plpf. [ per.] 3pl.τετρήατο Emp.84.9
. A [tense] pres. [full] τιτραίνω occurs in Thphr.HP5.4.5 ([voice] Pass.), with an [tense] aor. ἐτίτρᾱνα ib.2.7.6, 5.4.5: [ per.] 3pl. im [tense] pf. [voice] Pass. τετρήνοντο in Call.Dian. 244 is f.l. for τετρήναντο or τετραίνοντο, and τετρήνεται in Hp.Nat.Puer.17 f.l. for τετραίν-. The [tense] pres. [full] τιτράω first in [voice] Pass. , Dsc.5.75, Hsch.; [ per.] 2sg. [tense] pres. imper. [voice] Act.τίτ ρα PHolm.4.40
: the [tense] pres. [full] τίτρημι first in [ per.] 3sg. [tense] pres.κατα-τίτρησι Gal.13.937
; [tense] pres. part. nom. sg. fem.τιτρᾶσα Id.UP16.6
; nom. pl.δια-τιτράντεα D.C.69.12
. The compds. with διά and σύν are more used than the simple Verb; cf. also those with κατά, ἀνά, ἐν, and ἐκ:—bore through, pierce, perforate,ποδῶν τέτρηνε τένοντε Il.22.396
;τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ Od.23.198
, cf. 5.247:—[voice] Pass.,πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν Emp.100.3
;λίθος τετρημένος Hdt.2.96
; ὁ οὐρανὸς τέτρηται has holes in it, Id.4.158; τέτρηται δικτύου πλέον (Ahrens for τέτρωται) A.Ag. 868; τέτρηνται, of the urinary passage, v.l. in Hp.Aër.9;ὥσπερ κόσκινον τέτ ρηται Ar.Fr. 480
; ὁ τετρημένος πίθος, v. πίθος 1.2; [Χάσμα] δι' ὅλης τῆς γῆς τετρημένον Pl.Phd.11
2a; κοιλίαι εἰς τὸν πλεύμονα τετρ. Arist.HA 496a22;τετρανθεὶς αὐλός AP6.296
(Leon.). (Cf. τέρετ ρον, τερηδών.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραίνω
-
17 τρέφω
A : [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 ἔθρεψα, [dialect] Ep.θρέψα Il.2.548
: [tense] aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): [tense] pf. τέτροφα intr., Od.23.237, ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC 186 (lyr.); alsoτέτρᾰφα Plb.12.25h
.5:—[voice] Med., [tense] fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: [tense] aor.ἐθρεψάμην Pi.O.6.46
, A.Ch. 928, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): [tense] aor. 1 ἐθρέφθην, [dialect] Ep. , rare in Trag. and [dialect] Att., E.Hec. 351, 600, Pl.Plt. 310a;ἐθράφθη IG12(9).286
(Eretria, vi B. C.): [tense] aor. 2 ἐτράφην [pron. full] [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th. 754 (lyr.), Ar.Av. 335 (lyr.), etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: [tense] pf.τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5
, E.Heracl. 578, etc.; [ per.] 2pl. (but συντέτραφθε [s. v. l.] in X.Cyr.6.4.14); inf. , X.HG2.3.24 (in both with v. l. τετρ-).I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε ([tense] impf.)πίονατυρόν Theoc.25.106
:—[voice] Pass., with [tense] pf.[voice] Act. τέτροφα, curdle, congeal,γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32
;περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237
.II usu., cause to grow or increase, bring up, rear, esp. of children bred and brought up in a house,ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283
;ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131
, cf. 12.134;εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191
, cf. Od.19.354;ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch. 908
, cf. Supp. 894;μέχρι ἥβης τ. Th.2.46
;γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt. 274a
;τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R. 565c
: c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; alsoτῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691
:—[voice] Med., rear for oneself,θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368
;αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46
; ; ;τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp. 212a
; :—[voice] Pass., to be reared, grow up, ;τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365
;ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251
, etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib. 266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i. e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av. 322; but even of pre-natal growth, , cf. Th. 754 (lyr.):—generally, in Trag., ; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib. 557;κρατίστου πατρὸς.. τραφείς Id.Ph.3
: παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th. 792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i. e. art blind, S.OT 374.2 of slaves, cattle, dogs and the like , rear and keep them,κύνας Il.22.69
, Od.14.22, etc.;ἵππους Il.2.766
; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag. 717 (lyr.); (lyr.); (cj. for στρέφουσι); ἰκτῖνα Ar. Fr. 628
;ὄρτυγας Eup.214
; ; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας ) the keepers, Arist.HA 571b33;τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187
; alsoτ. γυναῖκα E.IA 749
; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep.., Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V. 110:—[voice] Pass., to be bred, reared,δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123
; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men. 85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i. e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1) B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53;θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57
, cf. Od.14.175.4 of parts of the body, let grow, cherish, foster,χαίτην.. Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142
;τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba. 494
;ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V. 476
(lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82; : also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410;τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22
.5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with,οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130
;ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52
;φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741
;ὅσ' ἤπειρος.. τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th. 582
;πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch. 585
(lyr.), cf. 128, E.Hec. 1181;θάλασσα.. τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
; ὃν πόντος τ., i. e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose,ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA 746b8
.6 in Poets also, simply, have within oneself, contain, (lyr.), cf. Tr. 817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant. 1089;ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj. 1124
;τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356
(so in Pl.,τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R. 606b
);τ. νόσον S. Ph. 795
;ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28
; (lyr.); οἵας λατρείας.. τρέφει what services.. she has as her lot, ib. 503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω.. ἥξειν I cherish hopes that.., Id.Ant. 897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει.. βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr. 117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.);πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp. 367
(lyr.).III maintain, support,τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch. 921
, cf. Pi.O.9.106; ;τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13
;τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67
; ;τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25
; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος (ii A. D.); alsoτ. ἀπό τινος Pl.Prt. 313c
, X.HG2.1.1; (lyr.), cf. Pl.R. 372b.2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 ([voice] Pass.);τ. τὰς ναῦς Th. 8.44
, X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9;ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11
, etc.3 of land, feed, maintain one,τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς].. με Philem.98.2
, cf. Men.63, 466, al.4 of women, feed or suckle an infant, ; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα, = ἡ τροφός, Gal.6.44.5 of food, nourish,τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126
, cf. 117;ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49
;πυρῶν.. ὅσοι κοῦφοι.. ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6
;τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματ ώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118
, cf. 106.IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.;τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R. 534d
;θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18
; ; ἡ θρέψασα (sc. γῆ ) the motherland, Lycurg. 47:—[voice] Med., ; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—[voice] Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R. 401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16;ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44
;ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c
;ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54
;ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht. 175d
, Mx. 239a;ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol. 1327a14
;ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt. 341c
;πάσαις Μούσαισι BCH50.444
(Thespiae, iv A. D.).V the [voice] Pass. sts. came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av. 335 (lyr.), cf. Th. 141, S.OC 805.B Hom. uses an intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.),ὃς.. ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279
; ; τραφέμεν ([dialect] Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i. e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the [tense] aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is [dialect] Dor. [tense] impf.:— ἐτράφην is perh. post-Homeric; [ per.] 3sg. τράφη is v. l. in Il.2.661, [ per.] 1pl. ἐτράφημεν and [ per.] 1sg. ἐτράφην ([etym.] περ) vv. ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; [ per.] 3pl.ἔτραφεν 23.348
(v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον) ; τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v. l. τράφον ) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. [ per.] 3sg.τέτραφ' Il.21.279
, [ per.] 3pl.τέτραφεν 23.348
, are ff. ll., though found in many codd. Later this [tense] aor. became obsolete, except in [dialect] Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774. -
18 ὕβρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕβρισμα
-
19 ἀείρω 2
ἀείρω 2.Grammatical information: v.Compounds: - αορ- in *τετρ(α)-άορος, τετρά̄ορος, contr. τέτρωρος `yokes four together' (Od.); τετρᾱορία `four-horse chariot' (Pi.). To συναείρω also συνά̄ορος, συνήορος `couples together, spouse, Att. συνωρίς, - ίδος f. `two-horse team'; as contrast παρήορος, παράοσρος (Il.) `(horse) joined beside', also `outstretched' and `reckless' (s. Leumann Hom. Wörter 222ff.)Derivatives: ἀορτήρ, - ῆρος m. *`what is bound (together)', `sword-belt'; the o-vocalism unclear:' (Od.); ἀορτή `artery (from the heart), aorta' (Hp.). On ἄορ s.v..Etymology: Mostly connected with a root for `to bind, hang on, strick' in Balto-Slavic, e. g. Lith. virvė̃ `strick', OCS obora (\< ob-vora) `strick'. The best connection is Alb. vjer `hang up'. [Note that in Dutch ophangen is a very frequent combination.] With su̯- Lith. sveriú, sver̃ti `to weigh' etc. - Solmsen Untersuchungen 289ff. separated it from ἀείρω 1. `raise', DELG tends to consider the second as a specialization of the first (extensive discussion).Page in Frisk: 1,23-24Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀείρω 2
-
20 ἑρπετόν
ἑρπετόν, οῦ, τό (Hom. et al.; PGM 1, 116; LXX, En, EpArist, Philo, Joseph.; SibOr Fgm. 3, 8; Tat. 9, 1; Ath., R. 62, 13) reptile (w. τετράποδα and πετεινά; cp. Palaeph. p. 50, 8) Ac 10:12; Ro 1:23; (w. τετρ., πετ. and θηρία) Ac 11:6; (w. still others, as Herm. Wr. 1, 11b) PtK 2 p. 14, 18; (w. θηρία) Hs 9, 26, 1 (s. below); θηρία, πετεινά, ἑ., ἐνάλια fourfooted animals, birds, reptiles, fish Js 3:7 (cp. Gen 1:25f; 9:2f; En 7:5; Philo, Spec. Leg. 4, 110–16; PGM 1, 118f). ἑ. in a recital praising the Creator Hm 12, 4, 1 v.l. Esp. of a snake (Eur., Andr. 269; Theocr. 24, 56; Jos., Ant. 17, 109) ἑ. θανατώδη deadly snakes Hs 9, 1, 9; cp. also 9, 26, 1 (s. above).—DELG s.v. ἕρπω. M-M.
См. также в других словарях:
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
τετράφυλλος — η, ο / τετράφυλλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερα φύλλα («τετράφυλλη πόρτα») νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τετράφυλλος βοτ. σύνθετο παλαμοειδές φύλλο με τέσσερα φυλλάρια τα οποία εκφύονται από το ίδιο… … Dictionary of Greek
τετράχορος — ο, Ν είδος χορού, κν. καντρίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χορός. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. quadrille «καντρίλια» (< quadr «τετρ(α) ») και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… … Dictionary of Greek
τετρακέρατος — η, ο / τετρακέρατος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τέσσερα κέρατα νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες μσν. αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Τετρακόρη — ἡ, Α προσωνυμία τής Περσεφόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόρη] … Dictionary of Greek
εκτάρι — το [γαλλ. hectare] εκτάριον, μονάδα μετρήσεως επιφανειών ίση με δέκα βασιλικά στρέμματα (10.000 τετρ. μέτρα), έκταση που ισοδυναμεί με τετράγωνο πλευράς εκατό μέτρων … Dictionary of Greek
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
ευθύωρος — εὐθύωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση 2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.) β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… … Dictionary of Greek