Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρεφόμενος

См. также в других словарях:

  • τρεφόμενος — τρέφω thicken pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • питатисѧ — ПИТА|ТИСѦ (142), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Питаться, кормиться; получать пищу: Столпникъ… ѿвѣща… азъ съ бра(т)мъ. зелиѥмь токъмо питаховесѧ. ПрЛ 1282, 124г; прошедъше море маною вси безъ трѹда питахѹсѧ. КН 1285–1291, 605в; пакы добыва˫аи ѿ праведныхъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… …   Dictionary of Greek

  • μούσαξ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ τοῡ βοαγοῡ τρεφόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακων. τ. αντί τού μόθαξ (< μόθος*)] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՀԱԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0586 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. Բառ երկդիմի՝ ʼի դէպ եկեալ պէսպիսութեան յն. ընթերցուածոյ. τρεφόμενος , որ է Սնուցիչ. դայեակ. դաստիարակ. կամ συστρεφόμενος , որ է Համախմբօղ. գնդապետ. *Ո՞ւր են դպիրքն. ո՞ւր եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»