Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τέθραφθε

См. также в других словарях:

  • τέθραφθε — τρέφω thicken perf imperat mp 2nd pl τρέφω thicken perf ind mp 2nd pl τρέφω thicken plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»