Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νέον

См. также в других словарях:

  • νέον — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά… …   Dictionary of Greek

  • νέον — το χημικό στοιχείο από τα ευγενή αέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεόν — νειός fallow land fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέον — νέος young masc acc sg νέος young neut nom/voc/acc sg νέος young masc/fem acc sg (attic) νέος young neut nom/voc/acc sg (attic) νέω swim pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) νέω swim pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέον Άστυ — Ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Εκδόθηκε το 1901 και κυκλοφόρησε έως το 1907 με διευθυντή τον Δημ. Κακλαμάνο. Έπειτα τη διεύθυνση ανέλαβε ο Γερ. Πετροβίκης, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1919 …   Dictionary of Greek

  • Νέον Σεράπειον — Ελληνικό περιοδικό της Αλεξάνδρειας (1879 1884). Ιδρύθηκε από τον Γ. Κ. Κωνσταντινίδη και δημοσίευσε κυρίως λογοτεχνικά κείμενα …   Dictionary of Greek

  • Νέον Τείχος — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και φρούριο της Θράκης, η σημερινή Ραιδεστός. Βρισκόταν στα Ν της Βισάνθης και πάνω στην Προποντίδα. 2. Πόλη που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως μια από τις 11 αιολικές πόλεις. Είχε ιδρυθεί το 1150 π.Χ. από άποικους …   Dictionary of Greek

  • Χώνικας (Νέον Ηραίον) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία ‘Aργους, του νομού Αργολίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • НЕОН ТЕЙХОС —    • Νέον τει̃χος,        1. эолийский город Мизии на северном берегу реки Герма, Hdt. 1, 149;        2. прибрежное укрепление во Фракии недалеко от Херсонеса. Хеn. Anab. 7, 5, 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • καταγίνεον — καταγί̱νεον , καταγινέω bring down imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) καταγί̱νεον , καταγινέω bring down imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) κατᾱγί̱νεον , καταγινέω bring down imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»