Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σφηκῶν

См. также в других словарях:

  • σφηκών — ῶνος, ὁ, Α (πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) η φωλιά τών σφηκών, σφηκοφωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. σφαιρ ών)] …   Dictionary of Greek

  • σφηκῶν — σφήξ wasp masc gen pl σφῆκος strings neut gen pl (attic epic doric) σφηκός fem gen pl σφηκός masc/neut gen pl σφηκόω make like a wasp pres part act masc voc sg (doric aeolic) σφηκόω make like a wasp pres part act neut nom/voc/acc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπιφόρος — (rhipiphorus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των ριπιφορίδων. Έχουν πολύ μικρά έλυτρα, που αφήνουν τις φτερούγες ακάλυπτες. Ζουν παρασιτικά μέσα στις φωλιές των σφηκών και οι προνύμφες τους τρέφονται από εκείνες των οικιστών τους. * * …   Dictionary of Greek

  • σφηκωνεύς — έως, ὁ, Α (πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) κυψελίδιο στη φωλιά τών σφηκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφηκών + επίθημα εύς] …   Dictionary of Greek

  • VESPA — I. VESPA Hebr. Gap desc: Hebrew communi cum crabrone nomine, quod mire pressa et constricta utrumque habet ilia, vespa inprimis, Graece σφὴξ dicitur, sicut crabro, qui vespâ maior atque alvô minus gracili, ἀνθρήνη; quam vis, fere promiscue… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σφήκεια — ἡ, Α [σφήξ, ηκός] αρχαία ονομασία τής Κύπρου, η χώρα τῶν σφηκών …   Dictionary of Greek

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • γκέλι — το το κεντρί μελισσών, σφηκών, σκορπιών κ.ά. δηκτικών ζωυφίων …   Dictionary of Greek

  • ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • ιχνεύμων — Είδος θηλαστικών που ζουν στην Αφρική. Η επιστημονική τους ονομασία είναι Herpestes ichneumon. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εκτιμούσαν τα ζώα αυτά, επειδή έτρωγαν τα φίδια και τα αβγά των κροκόδειλων. Οι ι. έχουν χρώμα σταχτοπράσινο και το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»